Σε προηγούμενη ανάρτησή μου αναφέρθηκα σε δυο ξεχασμένα λαμπριάτικα έθιμα της Ασίνης, ένα εκ των οποίων ήταν τα «Ελευθέρια», έθιμο παλαιότερο από το «Κάψιμο του Γιούδα» που επιβιώνει μέχρι σήμερα και μάλιστα με ευρεία δημοσιότητα. Αφού επαναλάβω κάποιες σχετικές πληροφορίες για τα «Ελευθέρια», θα δούμε στη συνέχεια πως από το ευγενές εκείνο έθιμο με τα αγωνίσματα καταλήξαμε στο βάρβαρο μεν «Κάψιμο του Γιούδα», που όμως με μια μετεξέλιξή του εδώ απέκτησε κατά τον περασμένο αιώνα κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
«ΑΣΙΝΗ ΒΡΟΝΤΟΕΣΣΑ»
Με το τίτλο αυτό υπάρχει στην εφημερίδα «Το Σήμα της Αργολίδος» (24-05-1959) δημοσίευμα Ασιναίου, υπογραφόμενο με τα αρχικά «Κ. Ι. Φ.» (προφανώς Κ. Ι.
Φίλης) όπου μεταξύ άλλων διαβάζουμε:
«…αγώνες, όπως τα «Ελευθέρια» γίνονταν στο χωριό μας με γκράδες
και με βραβεία στους νικητάς χρηματικά από ευγενείς χορηγούς· αγώνες στίβου με
έπαθλα αρνιά μανάρια. Όλα αυτά τα αγωνίσματα μείνανε στην μπάντα και
αντικατεστάθησαν από το κάψιμο του Γιούδα – μετά από την Αγάπη – διά
πυροβολισμών, ρουσετών με συνοδείαν
βαρελόττων. Λίγα λεπτά μετά το κάψιμο οι νέοι και νέες κατεβαίνουν στο μεγάλο
δρόμο, χωρίζονται σε δυο ομάδες και αρχίζουν τον βαρελοττοπόλεμον …»
Παρουσιάζοντας το κείμενο αυτό στον κ. Πάνο Λιαλιάτση είπε ότι ο παππούς του, ο γερο-Παναγιώτης, στα νιάτα του (κατά τις δυο τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα) συμμετέχοντας στα «Ελευθέρια» είχε πρωτεύσει στο λιθάρι. Επίσης ότι στους αγώνες αυτούς συμμετείχαν και Λευκακιώτες [τα πρώτα χρόνια τα Λευκάκια(τότε Σπαϊτζίκου) ήταν ένας ασήμαντος οικισμός (28 κατοίκων με απογραφή του 1828), την κοινότητας Τζαφέραγα(όπως λεγόταν τότε η Ασίνη)]. Αυτές είναι οι μόνες πηγές που διασώζουν της πληροφορία για τα «Ελευθέρια», ενώ επίσης το δημοσίευμα επιβεβαιώνει ότι το «κάψιμο του Γιουδα» είναι μεταγενέστερο έθιμο της Ασίνης, σε σχέση με τα «Ελευθέρια».
ΤΟ «ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΓΗΣ»*[*Κυρία πηγή: Τάσου Βουρνά, «Σύντομη Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης», σελ. 142-143, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 1998]
Ένα πρόβλημα που προέκυψε κατά την Ελληνική Επανάσταση και πέρασε στην ιστορία ως το «Πρόβλημα
της Γης», ενδιαφέρει την παρούσα έρευνα, διότι:
Α) Το πρώτο ψηφισθέν σχετικό νομοσχέδιο και που τελικά
τέθηκε σε εφαρμογή, έδινε εκτάσεις της Ναυπλίας στους Υδραίους μεγαλο-καραβοκύρηδες
ως αποζημίωση για τα έξοδα του στόλου, γεγονός που εξηγεί το ότι κατά τα αμέσως
μετεπαναστατικά χρόνια οι πλείστοι των νέων κατοίκων της Ασίνης προήλθαν από την Ύδρα, της οποίας ο Γιούδας θεωρείται «πρόγονος» του
Ασιναίου.
Β) Στα γεγονότα που διαδραματίστηκαν τότε
βλέπουμε έναν τρόπο αποδοκιμασίας, μια συνήθεια που θα την συναντήσουμε στην
μετέπειτα εξέλιξη του εθίμου στην Ασίνη.
Στην ιστορία διαβάζουμε ότι:
«Το πρόβλημα της διανομής της εθνικής γης στους ακτήμονες
μαχητές αγρότες είχε φτάσει σε οξύτατο σημείο τον δεύτερο χρόνο της Επανάστασης
(…). Μετά τη νίκη κατά του Δράμαλη οι αγρότες του Μοριά είχαν αναθαρρήσει και
άρχισαν και πάλι να κινούνται ζωηρά για την απόκτηση γης. Στο Άστρος (Β΄
Εθνοσυνέλευση 1822) το ζήτημα αντιμετωπίστηκε σύμφωνα με τις θελήσεις των κοτζαμπάσηδων.
Έτσι, απέσπασαν ψήφισμα με το οποίο η εθνική γη μπορούσε να εκποιείται «Προς εξασφάλισιν
των εξόδων του εθνικού αγώνος».
«Για να ικανοποιήσουν και τους Υδραίους συνεταίρους τους, οι
Μοραϊτες κοτζαμπάσηδες τους υποσχέθηκαν να τους αποζημιώσουν για τα έξοδα του
στόλου με γαίες στην Αργολίδα και στη Ναυπλία».
«Εσημειώθηκαν τότε (…) γεγονότα εκρηκτικά. Οι αγωνιστές έγραψαν σ’ ένα χαρτί τη λέξη «Εκποίηση» και σε ένδειξη διαμαρτυρίας την ντουφέκιζαν με μανία».
Στις εκλογές της 1ης/13ης
Οκτώβρη 1824 οι Υδραίοι μεγαλο-καραβοκύρηδες κερδίζουν ολοκληρωτικά την εξουσία,
παραμερίζοντας τους πρώην συνεταίρους τους, Μοραϊτες κοτζαμπάσηδες και θα την
κρατήσουν μέχρι την Γ΄ Εθνοσυνέλευση, της Επιδαύρου (1826), όταν κάτω από το
βάρος της πτώσης του Μεσολογγίου την ξαναμοιράστηκαν μαζί τους. Εν τω μεταξύ
όμως, η Υδραίικη κυβέρνηση είχε θέσει σε εφαρμογή τον νόμο περί εκποιήσεων των
εθνικών κτημάτων.
Ας δούμε όμως τι μπορεί να ώθησε τους
μεγαλοκαραβοκύρηδες στην ενέργεια αυτή:
«Τριάντα χιλιάδες ναυτικοί «εδούλευαν» την πατρίδα. Άλλωστε, οι πολεμικές υπηρεσίες των δεν έμεναν χωρίς αμοιβή. Από όλους τους αγωνιστάς του επταετούς πολέμου της Ανεξαρτησίας, οι ναυτικοί αυτοί ήταν εκείνοι που επληρώνοντο καλύτερα (…). Όταν όμως τα μιλλιούνια τάλαρα των Υδραίων πλουσίων άρχισαν να σώνονται και συνεπώς να περιορίζεται ο αριθμός των εν δράσει πλοίων, εδημιουργήθη ένα πρόβλημα ανέργων (…) πολεμιστών της θαλάσσης (…). Ο εμφύλιος πόλεμος, που επακολούθησε, μεγάλωσε την ανεργία (…). Πρόβλημα κοινωνικό, όπως θα λέγαμε σήμερα, τεράστιο» (Γ. Ρούσσος «Νεώτερη Ιστορία του Ελληνικού Έθνους 1826-1974», τόμ. Α΄, σ. 271).
Με τις φράσεις : «Προς εξασφάλισιν των εξόδων του εθνικού αγώνος» και «για τα έξοδα του στόλου» είδαμε να αιτιολογείται ο νόμος περί εκποιήσεων των εθνικών κτημάτων. Όμως μεγάλο μέρος των εξόδων, αν όχι το μεγαλύτερο, ήταν η μισθοδοσία των πληρωμάτων. Φαίνεται ότι με τον τρόπο αυτό θα εξοφλούντο καθυστερούμενοι μισθοί των πληρωμάτων, που τώρα έμεναν στα λιμάνια «πεινασμένοι και γκρινιάρηδες, άνεργοι και θορυβώδεις» με σοβαρό το ενδεχόμενο να τραπούν εις την πειρατεία. Αυτή είναι μια πολύ σοβαρή εξήγηση για τον μαζικό εποικισμό της Ασίνης (τ. Τζαφέραγα) με οικογένειες προερχόμενες από την Ύδρα και τις Σπέτσες, οικογένειες στις οποίες με κάποιο τρόπο κατέληξαν αυτά τα κτήματα.
ΤΟ «ΚΑΨΙΜΟ ΤΟΥ ΓΙΟΥΔΑ» - ΓΕΝΙΚΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΘΙΜΟΥ
Το «Κάψιμο του Γιούδα» είναι ένα έθιμο παμπάλαιο
αλλά επίσημα απαγορευμένο από την Εκκλησία μας, επειδή πολλά από τα επεισόδια
κατά των Εβραίων στην Ελλάδα ήταν αποτέλεσμα της έξαρσης του θρησκευτικού
φανατισμού κατά την ημέρα της Λαμπρής που αυτό τελείται. Μάλιστα, ένα από αυτά
κατέληξε σε διπλωματικό επεισόδιο μεταξύ Ελλάδας και Αγγλίας, η Αθήνα
απειλήθηκε με βομβαρδισμό, διαταράχτηκαν και οι αγγλογαλλικές σχέσεις.
Διαβάζουμε:
«3 Απριλίου 1849: Οι «κουτσαβάκηδες» της εποχής (στην Αθήνα)
μπαίνουν στο σπίτι του Πατσίφικου και το κατακλέβουν καταστρέφοντας και μερικά
έπιπλα. Η αστυνομία είχε απαγορεύσει εκείνο το Πάσχα το «κάψιμο του Ιούδα» στην
Πλατεία των Αγίων Ασωμάτων, όπου βρισκόταν το σπίτι του Εβραίου Δαυίδ
Πατσίφικου. Οι κουτσαβάκηδες νόμισαν πως αυτός προκάλεσε την απαγόρευση του
εθίμου. Ο Πατσίφικος, που ήταν Άγγλος υπήκοος, υποκινήθηκε από την αγγλική
πρεσβεία να ζητήσει από την ελληνική κυβέρνηση αποζημείωση για τις (…)
καταστροφές που έπαθε. Και πραγματικά ζήτησε το εξωφρενικό ποσό των 886.736
δρχ. και 67 λεπτών! Η υπόθεση αυτή ταλαιπωρούσε επί μήνες την ελληνική
Δικαιοσύνη ώσπου τελικά στις 6 Δεκεμβρίου εμφανίστηκε στον Πειραιά στόλος
αγγλικών πολεμικών. Η Αθήνα αποκλείστηκε και απειλήθηκε με βομβαρδισμό. Η
κυβέρνηση και ο λαός δέχτηκαν ψύχραιμα την κατάσταση. Επενέβησαν οι Γάλλοι
μέχρι σημείου διαταραχής των αγγλογαλλκών σχέσεων. Τελικά η πολιορκία λύθηκε
ύστερα από 5 μήνες. Το ζήτημα του Πατσίφικου τακτοποιήθηκε με την καταβολή
αποζημιώσεων 3.750 δρχ. Πιστεύεται, πάντως, πως το πραξικόπημα των Άγγλων είχε
σκοπό την εκθρόνιση του Όθωνα (από
το Μηνιαίο περιοδικό «ΙΣΤΟΡΙΑ
ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ» τεύχ. 198 Δεκέμβρίου 1984).
Τα αίτια της εχθρικής αντιμετώπισης των Εβραίων
στην Ελλάδα μπορούν να αναζητηθούν στον θρησκευτικό φανατισμό, αλλά και στον οικονομικό
ανταγωνισμό καθώς και σε ζητήματα πολιτικού χαρακτήρα. Η απαγόρευση είχε ως
φαίνεται αποτέλεσμα, σε πολλά μέρη η τέλεση του εθίμου αυτού σταμάτησε. Στα
μαθητικά μου χρόνια (δεκαετία του 1960), όταν έφταναν τα πρώτα μεταλαμπριάτικα
φύλλα του αθηναϊκού Τύπου, πηγαίναμε στο περίπτερο για να εντοπίσουμε ένα
κείμενο του δημοσιογράφου μας Κώστα Σεραφείμ, συνήθως απλή αναφορά ότι «ετελέσθη και φέτος» στην Ασίνη της
Αργολίδας το έθιμο του «καψίματος του Ιούδα». Τότε το έθιμο δεν είχε
δημοσιότητα, δεν το ευνοούσαν οι συνθήκες. Οι καιροί άλλαξαν λίγα χρόνια μετά
τη μεταπολίτευση του 1974, όταν πλέον υπήρχε ελευθερία έκφρασης. Έκτοτε μάθαμε
από διάφορα έντυπα και για άλλες περιοχές που τελείται ή αναβίωσε. Τη σκυτάλη
πήρε και η τηλεόραση απ’ όπου κατ’ έτος προβάλλεται το έθιμο και ιδιαίτερα
μάλιστα ο «Γιούδας της Ασίνης». Από τα δημοσιεύματα που έτυχε έως τώρα να
διαβάσω, έχω ξεχωρίσει αυτό του κ. Βασιλ. Αιγαιοπελαγίτη στην εφημερίδα «Έλευθεροτυπία» των 13-14/04/1985, με
χαρακτηριστικό τίτλο: «Το κάψιμο του «Γιούδα»
ζει και βασιλεύει…». Το κείμενο αρχίζει με τη φράση: «θα του κάψουμε του κερατά τα μουστάκια και
τ’ αφρίδια» που άκουσε από χωρικό καθώς ξεκινούσε το Δρώμενο, το κάψιμο του
«Οβριγιού» όπως έλεγαν οι
παλαιότεροι, στη συνέχεια κάνει μια σύντομη διαδρομή σε τόπους όπου τελείται
και σ’ άλλα ενδιαφέροντα στοιχεία και μεταξύ άλλων καταλήγει:
«Η προδοσία»
«Ανάμεσα στ’ «Αρχέτυπα» ή
στις «Υποθέσεις», στους εικονογραφικούς τύπους των Αγίων Παθών, αυτούς που
παρασταίνουν περιστατικά από το Ευαγγέλιο, είναι και η «Προδοσία» του Ιούδα
(…). Ο Ιούδας και η τραγικότητα της αποστολής του να προδώσει το δάσκαλό του,
να γίνει ο χαφιές της ομάδας των δώδεκα Αποστόλων για τριάντα αργύρια, που στο
τέλος τα πέταξε στα μούτρα των Εβραίων, έγινε αφορμή να εμπνευστούν έργα τους
πολλοί καλλιτέχνες και συγγραφείς, κι έδωσαν θαυμάσια δημιουργήματα».
Λίγο πιο πάνω γράφει:
«Το πιο χαρακτηριστικό ποίημα από την εκκλησιαστική υμνωδία για
την «Προδοσία» είναι το εξής «Κάθισμα»:
«Ο μαθητής του Διδασκάλου
Συνεφώνει την τιμήν,
Και τριάκοντα αργυρίοις,
Πέπρακε τον Κύριον,
Φιλήματι δολίω παραδούς αυτόν,
Τοις ανόμοις εις θάνατον»
Βλέπουμε όμως ότι το θέμα αυτό δεν ενέπνευσε μόνο καλλιτέχνες και υμνογράφους ή άλλους συγγραφείς, αλλά και τις λαϊκές μάζες, τους απλούς ανθρώπους.
ΑΠΟ ΤΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΓΙΟΥΔΑ ΤΟΥ ΤΖΑΦΕΡΑΓΑ
ΣΤΟΝ
Γ Ι Ο Υ Δ Α Τ Η Σ Α Σ Ι Ν Η Σ
Για το πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα κατά τον 19ο
αιώνα, γύρω από την τέλεση των εθίμων αυτών του χωριού μας ελάχιστα γνωρίζουμε.
Λίγα λόγια του Κ. Ι. Φίλη στο σχετικό προαναφερθέν δημοσίευμα και ότι μου
ανέφερε ο κ. Πάνος Λιαλιάτσης. Πολύ περισσότερα μπορούμε όμως να φανταστούμε,
χωρίς βέβαια να αυθαιρετούμε. Είναι βέβαιο ότι επί πολλά έτη αυτά τελούνταν
παράλληλα. Άλλωστε δεν συνέπιπτε ο χρόνος τέλεσής τους: Οι αγώνες γίνονταν
προμεσημβρινές ή μεσημβρινές ώρες, μέχρι να κορυφωθεί το παλλαϊκό λαμπριάτικο
γλέντι του χωριού, ενώ το «κάψιμο του Γιούδα» γινόταν ανέκαθεν μετά τον Μέγα
Εσπερινό του Πάσχα (Αγάπη). Από κάποιο σημείο και ύστερα το έθιμο του «Γιούδα»
ενσωμάτωσε τη σκοποβολή. Φαίνεται οι διαγωνιζόμενοι είδαν το μοιασίδι ανθρώπου
σαν πρώτης τάξεως στόχο και συγκρότησαν εκτελεστικό απόσπασμα, ενώ και τα άλλα
αγωνίσματα δεν ήταν πλέον εύκολο να γίνονται όταν το χωριό μεγάλωσε και κάθε
συγγενολόι έστηνε δικό του ξεχωριστό γλέντι σε αυλή ή περιβόλι. Όμως, τις
απογευματινές ώρες οι χωριανοί βρίσκονταν όλοι μαζί, αφού είχε προηγηθεί ο
Εσπερινός της Αγάπης στο Αγιο-Δημήτρη, πλάι στο ύψωμα «Κόντρα» όπου γινόταν το
κάψιμο ή μάλλον ο τυφεκισμός πλέον του Γιούδα. Μετά το ντουφεκίδι, με μια
λαμπριάτικη λαμπάδα ή μια ρουσιέτα
έβαζαν φωτιά σε ότι είχε απομείνει και έτσι μπορούσαν ακόμα να μιλάνε για
κάψιμο. Ύστερα έφευγαν για το βαρελοτοπόλεμο. Θεωρώ ότι τα «Ελευθέρια» ήταν
κατά τι παλαιότερο έθιμο στο χωριό μας, αφού:
Α) Η ονομασία παραπέμπει στην Επανάσταση και την
εθνική μας παλιγγενεσία. Εδώ έχω να επισημάνω ότι: Η πρώτη πολιορκία του
Ναυπλίου από τους επαναστατημένους Έλληνες άρχισε στις 4 Απριλίου 1821, ενώ οι
Τούρκοι λαμβάνοντας τα προμηνύματα είχαν για ασφάλεια αποσυρθεί με τις
οικογένειές τους εντός των τειχών του ημέρες πρωτύτερα, εγκαταλείποντας τις
οικίες τους και τα συμφέροντά τους εις τα περίχωρα και το Άργος. Η περιοχή μας
ήταν ήδη στον έλεγχο των εντοπίων Ελλήνων το αργότερο από το τελευταίο
δεκαήμερο του Μαρτίου. Ο Μιχ. Λαμπρυνίδης μας ομιλεί για την γενική ευθυμία των
Ελλήνων κατά τις ημέρες της Λαμπρής, διαρκούσης της πολιορκίας του Ναυπλίου.
Μάλιστα οι Τούρκοι εκμεταλλευόμενοι την λόγω ευθυμίας χαλαρότητα των
πολιορκητών, εξήλθαν από τα τείχη και διέλυσαν προσωρινά την πολιορκία, η οποία
επανασυστάθηκε τις επόμενες ημέρες. Δεν θα ήταν υπερβολή να συμπεράνουμε ότι τα
πρώτα «Ελευθέρια» έγιναν στην Ασίνη εκείνη την Λαμπρή ή το αργότερο την επομένη,
του 1822, όταν πλέον είχε το Ναύπλιο καταληφθεί και η Επανάσταση εδραιωθεί.
Β) Όσον αφορά τώρα την απαρχή του καψίματος του «Γιούδα» στο χωριό μας: Ο παραμερισμός των Μοραϊτών κοτζαμπάσηδων από τους Υδραίους μεγαλοκαραβοκύρηδες δεν έγινε χωρίς αντίσταση των πρώτων και μάλιστα ένοπλη. Έτσι οι νικητές των εκλογών του Οκτωβρίου 1824 μπόρεσαν να ασκήσουν την εξουσία μόνο μετά το πρώτο δίμηνο του 1825, οπότε ενεργοποίησαν το νόμο περί εκποιήσεως της γης. Κάποιοι ναυτικοί ίσως έλαβαν κτήματα για του μισθούς που έπρεπε να λαμβάνουν, ενώ άλλοι έλαβαν χρήματα από την πώληση κτημάτων σε τρίτους, κυρίως Υδραίους, που διέθεταν χρήματα. Άλλωστε πάνω σε αυτή την αιτιολογία είδαμε ότι βασίστηκε αυτή η ιδιοποίηση της γης: αποζημίωση για τα έξοδα του στόλου. Βέβαια μέχρι να ολοκληρωθεί η διαδικασία και να εγκατασταθούν εδώ οι πρώτοι αυτοί νέοι κάτοικοι σίγουρα χρειάστηκε κάποιος χρόνος. Ίσως αυτό να έγινε μετά το 1828, επειδή η πολιτική κατάσταση ήταν πολύ ρευστή, δεδομένων και των αντιδράσεων, ενώ και το περιβάλλον στην Πελοπόννησο δεν ήταν ασφαλές μέχρι την έλευση και εδραίωση του Κυβερνήτη.
Έτσι και από τη ροή των ιστορικών γεγονότων αποδεικνύεται
αυτό που μας πληροφορεί ο Κ. Ι. Φ., ότι δηλαδή τα Ελευθέρια ήταν εδώ παλαιότερο
έθιμο και με την πάροδο του χρόνου «τα
αγωνίσματα μείνανε στην μπάντα και αντικαταστάθηκαν από το κάψιμο του Γιούδα».
Άλλωστε, συνήθως το παλαιότερο απορροφάται έστω εν μέρει και αντικαθίσταται από
κάτι νεώτερο, όταν μάλιστα αλλάζει ραγδαία η σύνθεση του πληθυσμού, οι παλαιοί
κάτοικοι γίνονται όλο και μικρότερη μειοψηφία. Σίγουρα η παράλληλη πορεία των
δυο εθίμων διήρκεσε επί πολύ, όπως είδαμε τουλάχιστον μέχρι τις δυο τελευταίες
δεκαετίες του 19ου αιώνα.
Ο Τζαφεραϊτης «Γιούδας» ήταν και αυτός ένας
παραδοσιακός Εβραίος. Όμως, τον 20ο αιώνα, Ασινιώτης πλέον ύστερα
από τη μετονομασία του χωριού (1906),
αρχίζουν κάποτε να του φοράνε φράγκικα. Η αλλαγή της αμφίεσης θα έχει σαν αποτέλεσμα
να χάσει βαθμηδόν τον όποιο αντιεβραϊκό χαρακτήρα που ενδεχομένως είχε
πρωτύτερα, αφού αρχίζουν να του δίνουν παρουσιαστικό κάποιου καταδικαστέου τύπου.
Ένα συνηθισμένος «Γιούδας» ήταν ο βαρύμαγκας, κοινωνικός χαρακτήρας της παλιάς
εποχής, με το ζουνάρι να κρέμεται, τραγιάσκα στραβοφορεμένη, σακάκι με το ένα
μανίκι να κρέμεται από τον ώμο, κομπολόι στο χέρι, λουλούδι στο πέτο ή στο
αυτί. Το σώμα εξακολουθούσε παραγεμισμένο με άχυρα και για κεφάλι μια
νεροκολοκύθα.
Το θέμα ήταν εμπνευσμένο από τους ρεμπέτικους στοίχους:
«Κι ο Μπαϊρακτάρης ο σκληρός
δέ σήκωνε ζορλίκι
έκοβε απ' τους μάγκες
το ένα το μανίκι
η μαγκιά τους έφευγε
και το νταηλίκι…»
Ο Γιούδας της Ασίνης το 1929. Η παλαιότερη φωτογραφία τέλεσης του εθίμου, από το αρχείο Κυριάκου Ορφανού. |
Το 1956 το έθιμο είναι επηρεασμένο από τις
εξελίξεις του Κυπριακού ζητήματος. Ο «Γιούδας» είναι ντυμένος αξιωματικός
Εγγλέζος και στο στήθος του στερεωμένο ένα χασαπόχαρτο με το όνομα ΧΑΡΤΙΝΓΚ,
όνομα του Εγγλέζου στρατάρχη που ήδη ο Γρίβας είχε επικηρύξει. Κάποιος πήρε το
λόγο και είπε ότι αυτό το οφείλαμε και στον Κύπριο στρατιώτη του βρετανικού
αποικιακού στρατού, που, στη μάχη εδώ κατά την έλευση των Γερμανών,
καταδιωκόμενος έπεσε νεκρός στην κορυφή του Αγιολιά από γερμανικό βόλι.
1956, ο Γιούδας-Χάρτινγκ, φωτογραφία από το οικογενειακό μου αρχείο. |
Ένας άλλος τύπος ήταν ο Νονός της νύκτας, θέμα παρμένο από τον ελληνικό κινηματογράφο, εμπνευσμένο από τη νυχτερινή ζωή της Τρούμπας του Πειραιά με τα καμπαρέ. Φορούσε κουστούμι, ρεπούμπλικα, μαντηλάκι στο τσεπάκι, λουλούδι στο πέτο.
Πάντα ήταν απαραίτητο το τσιγάρο, που το έβαζαν στα χείλη του και το άναβαν μετά την απαγγελία του κατηγορητηρίου και της αμετάκλητης θανατικής καταδίκης. Ήταν η τελευταία επιθυμία του ...μελοθάνατου. Μέσα στα πανταλόνια του έβαζαν μια φούσκα γεμάτη νερό. Με την πρώτη ντουφεκιά αυτή έσπαζε και ο Γιούδας ...κατουριόταν από την τρομάρα του.
Τα πρώτα χρόνια της απριλανής δικτατορίας οι φίλοι του καθεστώτος είχαν την ιδέα να τον χρησιμοποιήσουν για την πολιτική τους προπαγάνδα. Έτσι, το 1968 είδαμε στην κοιλιά του ομοιώματος ένα μεγάλο χασαπόχαρτο με τις λέξεις:
Α Ν Α Ρ Χ Ι Α
Φ Α Υ Λ Ο Κ Ρ Α Τ Ι Α
Ρ Ο Υ Σ Φ Ε Τ Ο Λ Ο Γ Ι Α
Κατά τα λεγόμενά τους "τα τρία κακά του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος", το οποίο οι πραξικοπηματίες είχαν καταργήσει βάζοντας την Ελλάδα στον γύψο. Κάποιος πήρε το λόγο και είπε:
- Φέτος μαζί με τον Ιούδα καταδικάζομε και τα τρία κατά τα οποία ήθε να πατάξει η εθνοσωτήριος επανάστασις.
Το ίδιο επανελήφθη και τις επόμενες χρονιές μέχρις ότου ο κόσμος είχε λίγο ξεθαρρέψει και έστω χαμηλόφωνα γίνονταν κάποια πολιτικά σχόλια. Ήταν τότε που απαγόρευσαν τις συγκεντρώσεις άνω των τριών ατόμων. Έτσι είδαμε στο χασαπόχαρτο τη λέξη: ΨΥΘΙΡΙΣΤΕΣ
Δημοσίευμα έτους 1969 με φωτογραφία του 1968, από το αρχείο του εικονίζομένου στο δεξιό άκρο Τάσου Μουταβελή. |
Στο χασαπόχαρτο υπήρχε η λέξη ΧΟΥΝΤΑ. Εδώ δεν της έδωσαν χάρη, η καταδικαστική απόφαση εκτελέστηκε. Φωτογραφία από το αρχείο του εικονιζόμενου σε πρώτο πλάνο δεξιά Τάσου Μουταβελή. |
Το 1980 ήταν μοντέρνος τραγουδιστής για να καταδικαστεί η εισβολή της ξένης μοντέρνας μουσικής.
Ο Γιούδας-Σούπερ σταρ από τα Λαογραφικά του Κώστα Σεραφείμ. |
Το 1982 εργατοτουρίστας για να καταδικαστεί η χρησιμοποίηση στην εργασία μπατηροτουριστών που είχαν ξεμείνει εδώ, με χαμηλό ημερομίσθιο. Μάλιστα μια επιτροπή ντόπιων εργατών που αντιμετώπιζαν πρόβλημα ανεργίας είχε μαζέψει υπογραφές διαμαρτυρίας.
Το 1991 ήταν ομοίωμα εκείνου του ευτραφή
μεγαλοεπιχειρηματία ή μάλλον μεγαλοαπατεώνα. Ο κόσμος είχε κουραστεί από την
παρατεταμένη σκανδαλολογία και την πολύκροτη υπόθεση «κάθαρσης» που ταλαιπώρησε
επί τρία χρόνια το Πανελλήνιο.
Το 1999, χρονιά της επίθεσης του ΝΑΤΟ κατά της Γιουγκοσλαβίας,
το ομοίωμα… άλλαξε φύλο! Παρίστανε την Αμερικανίδα υπουργό εξωτερικών Μαντλίν
Ολμπράιτ (Madeleine Albright). Οι Ασινιώτες εκφράζοντας και το πανελλήνιο κοινό
αίσθημα συμπαρίσταντο έτσι στον ομόδοξο γιουγκοσλαβικό λαό που είχε περάσει
ακόμα και τη βδομάδα των Θείων Παθών μέσα στα καταφύγια κάτω από το αδιάκοπο
και ανηλεές σφυροκόπημα των Νατοϊκών βομβαρδιστικών.
Και… η ζωή συνεχίζεται!
Ασίνη 1999
Ηλίας Κ. Μηναίος
----------------------------
Ακολουθεί μια πλήρης σειρά φωτογραφιών δικής μου λήψης του έτους 1980, με τον Γιούδα-Σούπερ σταρ.