Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2020

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΜΕ ΧΟΙΡΟΣΦΑΓΙΑ ΣΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΑΣΙΝΗ

Παλαιότερα, στην Ασίνη, κάθε οικογένεια έθρεφε και ένα γουρούνι που το έσφαζαν στις παραμονές των Χριστουγέννων. Το τοπικό έθιμο επέβαλε να τρώνε στο γιορτινό τραπέζι χοιρινό και μάλιστα το επίσημο χριστουγεννιάτικο γεύμα ήταν: χοιρινό με σέλινα ή με αρωματικά χόρτα του βουνού. Γινόταν έτσι ένας άτυπος διαγωνισμός για το ποιο καλοθρεμμένο. Ο παππούς μου Ηλίας, που είχε πρωτεύσει επανειλημμένα σ’ αυτό το… διαγωνισμό, φύλασσε στην αποθήκη του, στερεωμένες με σειρά σε ένα οριζόντιο κοντάρι, τις σαγονιές των γουρουνιών του που είχαν διακριθεί. Δείχνοντας μια προς μια, έλεγε πόσες οκάδες είχε «βγει» το αντίστοιχο ζώο και ποια από αυτά ήταν – καθένα στη χρονιά του - τα πιο καλοθρεμμένα στο χωριό. Κάθε φορά που κρεμούσε ένα σφάγιο στο τσιγκέλι συνήθιζε να του βάζει συμβολικά ένα λεμόνι ανάμεσα στα δόντια, επειδή, μ’ όποιο τρόπο κι αν μαγειρευτεί, είναι απαραίτητη η χρήση λεμονιού πριν ή μετά το σερβίρισμα.


Τα χοιροσφάγια αυτά έχουν τις ρίζες τους στην αρχαιότητα. Γίνονταν με τρόπο τελετουργικό κατά τους εορτασμούς στο τέλος του έτους. Οι Έλληνες θυσίαζαν χοίρους στη θεά Δήμητρα ώστε να βλαστήσει η Γη-μητέρα δίνοντάς τους μια καλή σοδειά, δεδομένου ότι το ζώο αυτό ήταν σύμβολο της γονιμότητας (γεννάει πολλά και είναι εύκολη η διατροφή του, με σκάρτα και περισσεύματα), ενώ επίσης τον ίδιο καιρό γιόρταζαν την αναγέννηση του Διονύσου και τον φωτοφόρο Απόλλωνα-Ήλιο ο οποίος απεικονιζόταν να οδηγεί ιπτάμενο άρμα. Στην αρχαία Ρώμη θυσίαζαν χοίρους επίσης προς τιμήν της Δήμητρας, αλλά και του Κρόνου(Saturnus)-Ηλίου στην εορτή των Σατουρναλίων, ενώ ο αυτοκράτορας Αυρηλιανός, το 275, καθιέρωσε τα Μπρουμάλια (Brumalia < bruma, η τροπή του Ηλίου) να εορτάζονται στις 25 Δεκεμβρίου που άρχιζε να μεγαλώνει η ημέρα και ήταν αφιερωμένα στα γενέθλια του Μίθρα-αηττήτου Ηλίου. Στο Βυζάντιο οι εορτασμοί αυτοί άρχιζαν στις 24 Δεκεμβρίου και διαρκούσαν έως τις 17 Ιανουαρίου, δηλαδή 24 μέρες, ώστε την πρώτη ημέρα τους να γιορτάζουν όσοι το όνομά τους άρχιζε από «Α», τη δεύτερη όσοι το όνομά τους άρχιζε από «Β» κ. ο. κ., μέχρι να εξαντληθεί το αλφάβητο. Τις κατάργησε επίσημα η Σύνοδος της Ρώμης το 743, ουσιαστικά όμως εξακολούθησαν να διατηρούνται αν και οι χριστιανοί μαζί τους γιόρταζαν τη Γέννηση, την Περιτομή και τη Βάπτιση του Χριστού. Η 25η Δεκεμβρίου είναι συμβατική γενέθλια ημέρα του Χριστού την οποία η Εκκλησία σκόπιμα θέσπισε να εορτάζει την ημερομηνία αυτή, παρατάσσοντας στον «αήττητο Ήλιο» τον «Ήλιο της δικαιοσύνης» και την «εξ ύψους Ανατολήν». Γι’ αυτό ψάλουμε ευλαβικά:

              «Σε προσκυνείν, τον Ήλιον της δικαιοσύνης
                και σε γινώσκειν εξ ύψους Ανατολήν,
                Κύριε δόξα σοι.»

Υπό την πίεση των μεγάλων χριστιανικών εορτών οι αρχαίες βαθμηδόν εξαλείφθηκαν, έμειναν όμως κάποιες συνήθειες, όπως τα χοιροσφάγια.

Το σφάξιμο ενός τέτοιου ζώου δεν ήταν απλή υπόθεση. Για να γίνει μαζεύονταν πολλοί από το συγγενολόι ή τη γειτονιά. Τη διαδικασία όπως γινόταν στην Ασίνη, μας έχει δώσει πολύ περιγραφικά ο λαογράφος μας Κώστας Δ. Σεραφείμ, μαζί με άλλες πληροφορίες:

«… μαζευόντουσαν οι γείτονες και ένας με μια λινάτσα έπιανε προσεκτικά με δύναμη το στόμα του γουρουνιού για να μη φωνάζει, δυο πιάνανε τα μπροστινά πόδια και άλλοι δυο τα πισινά για να μην κλωτσάει και φύγει και ένας άλλος το κεφάλι. Ο σφαγέας-χασάπης με το μαυρομάνικο μαχαίρι σταύρωνε το λαιμό του ζώου και έλεγε: «άιντε! χρόνια πολλά, καλοφάγωτο, καλά Χριστούγεννα και καλή χρονιά!». Οι άλλοι απαντούσαν: «Να ’σαι καλά και του χρόνου!» και αμέσως του βύθιζε το μαχαίρι στο λαιμό και το γουρούνι έσκουζε τόσο δυνατά που σ’ έπιανε φόβος. Τα κάρβουνα ήταν έτοιμα αναμμένα  και ο σφαχτιάς έκοβε τον γκιργκιλάγκο-λάρυγγα, τον πέταγε στα κάρβουνα κι ο νοικοκύρης μετά το ψήσιμο κερνούσε από ένα κρασί.
Με τα άντερα του χοιρινού έφτιαχναν τα λουκάνικα γεμιστά με ψιλοκομμένο χοιρινό και με μυρωδικά φλούδα από πορτοκάλι, λεμόνι, κανελογαρύφαλλα. Τα έβαζαν γεμάτα στη φωτιά και ξηραινόντουσαν με τον καπνό. Το κεφάλι, τα πόδια και τ’ αυτιά έφτιαχναν την πηχτή. Επίσης έφτιαχναν και τσιγκαρίδες με μπόλικο αλάτι, δηλαδή το χοιρινό παχύ κρέας με αλάτι το τηγανίζανε  σε τσιγκαριστό λάδι, το βάζανε στις στάμνες και όσο έμενε τσιγκαρισμένο τα λέγανε τσιγκαρίδες και έφτιαχναν τηγανόψωμα. Το δέρμα πολλές φορές άμα το γδέρνανε το βάζανε στη φωτιά και το ξεραίνανε και μ’ αυτό έφτιαχναν τα γουρουνοτσάρουχα. Πολλοί δεν το γδέρνανε αλλά μόλις το έσφαζαν είχαν βράσει ένα καζάνι νερό, ετύλιγαν το χοιρινό με λινάτσες, ολόκληρο από τη μια μεριά, έριχναν βραστό νερό και μετά αφαιρούσαν τις λινάτσες και άρχιζαν όλοι μαζί, άλλοι με κοφτερά μαχαίρια και άλλοι με ξουράφια και το ξουρίζανε γρήγορα-γρήγορα για να μη κρυώσει και δεν κόβονται οι τρίχες. Έπειτα το αναποδογυρίζανε και έκαναν την ίδια δουλειά. Στο τέλος ήταν έτοιμο και καλοξουρισμένο. Γι’ αυτό όταν κάποιοι ήσαν φρεσκοξυρισμένοι τους έλεγαν: «μωρέ σ’ έκανε ο κουρέας γουρουνόπουλο…».


Η φωτογραφία είναι από το χριστουγεννιάτικο οικογενειακό μας τραπέζι του 2018.

Δημοσίευσή μου στην ομάδα του fbΗ Αργολίδα που έφυγε..... και πινελιές λαογραφίας στις 24 Δεκεμβρίου 2019.

Ηλίας Κ. Μηναίος

ΘΡΥΛΟΙ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΡΟΣΤΑΤΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ, ΑΓΙΟ ΔΗΜΗΤΡΗ



Ο Άγιος Δημήτρης και η πανούκλα
Κάποτε, στα τέλη του 19ου αιώνα, επιδημία πανούκλας μάστιζε τον οικισμό Τσέλου και υπήρχε ο φόβος ότι θα μεταδοθεί στην Ασίνη. Στην είσοδο του χωριού καθώς κατερχόμαστε από του Τσέλου, στα Αλώνια, λένε πως κάποια νύχτα άκουσαν ένα διάλογο ανάμεσα στην πανούκλα (που τη φαντάζονται με τη μορφή κακάσχημης γριάς) και τον Άγιο Δημήτρη που βρισκόταν εκεί καβάλα στο άλογό του για να εμποδίσει την είσοδό της:
          - Άσε με Άγιε να περάσω
          - Όχι, δεν θα περάσεις από εδώ και κάτω
          - Μόνο να περάσω, να πάω στ’ άλλα χωριά, δεν θα
            σταθώ στο δικό σου
          - Όχι σου είπα, φύγε καταραμένη
Έτσι η αρρώστια δεν πέρασε, μάλιστα ο Άγιος βοήθησε την γειτόνισσα Αγία Παρασκευή, οι δυο μαζί κατεδίωξαν την πανούκλα που έφυγε και από του Τσέλου.
Άλλες διηγήσεις για τον Άγιο και το άλογό του
Στο ξωπηγάδι, στις πέτρινες πελεκητές γούρνες όπου πότιζαν τα ζώα, κατηφόριζε ο Άγιος συχνά τις νύχτες και πότιζε το άλογό του. Άλλοτε πάλι το πότιζε στο πηγάδι των Λιαλιατσαίων  στ’ Αλώνια, εκεί κοντά που σταμάτησε την πανούκλα. Καμιά φορά προτιμούσε το πηγάδι στο Λεύκο, κοντά στον Άγιο Κωνσταντίνο, ενώ και στην Κόντρα, λίγο πιο χαμηλά από τον Άγιο Τρύφωνα στην αρχή του δρόμου προς του Γκρέκου υπήρχε πηγαδάκι που το λέγανε  «Πηγαδάκι του Αγιο Δημήτρη». Την τελευταία πληροφορία διέσωσε η θεία Μίνα σύζυγος Παναγιώτη Χριστόπουλου. Ίχνη του πηγαδιού υπήρχαν ακόμα όταν προ ετών μου έδειξε τη θέση του ο γιός της Γιώργος, μακαρίτης και αυτός σήμερα. Οι περίοικοι των πηγαδιών αυτών φρόντιζαν ν’ αφήνουν στις γούρνες καθαρό νερό πριν νυχτώσει.
Την παραμονή της μνήμης του, μετά τον πανηγυρικό εσπερινό, άλλαζε διαδρομή. Περνούσε πρώτα από την πλακόστρωση της εκκλησίας, παραπλεύρως της οποίας ήταν η ταβέρνα του Τσιρίκου, έβλεπε τους πανηγυριώτες που διασκέδαζαν πίνοντας για πρώτη φορά από τα καινούρια κρασιά*, έκανε το γύρω του σπιτιού των Ορφαναίων πλάι στο Ιερό, έμπαινε στην παράλληλη προς το ναό βόρεια πάροδο και όταν έφτανε στην γωνία, όπου το σπίτι του Παπαγιώργη Μηναίου, κατηφόριζε προς το ξωπηγάδι. Άλογο και καβαλάρης ήσαν αθέατοι για τους πολλούς, τον έβλεπαν μόνο μικρά παιδιά (επειδή έχουν καθαρή ψυχή). 
Οι περίοικοι της εκκλησίας ισχυρίζοντο ότι επανειλημμένα  τις νύχτες άκουγαν το θόρυβο της πόρτας της καθώς ανοιγόκλεινε και τους ήχους από τις οπλές του αλόγου. Επίσης, κατά μήκος της οδού που αρχίζει από τη γωνία των Κωσταραίων, περνάει από την οικία των Τσιραίων και καταλήγει στο καμπαναριό, άκουγαν πατήματα του αόρατου αλόγου καθώς ο Άγιος επέστρεφε.

Η μακαρίτισσα θεία μου Μίνα Γιαννιά γένος Κατσίγιαννη, απόγονος και αυτή του Παπαγιώργη και κληρονόμος της προαναφερομένης οικίας του, μου έλεγε ότι: συχνά, όταν ο παπάς προετοιμαζόταν στο σπίτι του για την λειτουργία της επόμενης ή απλά περνούσε την ώρα του ψάλλοντας τα σχετικά τροπάρια, άκουγε στον περίβολο  πατήματα αόρατου αλόγου. Την πληροφορία αυτή είχε ακούσει από τη γιαγιά της Ασημίνα σύζυγο Ηλία Παπαγεωργίου Μηναίου. 
Τα αναφερόμενα πηγάδια οριοθετούσαν τότε τον οικιστικό ιστό του χωριού, γύρω από τον οποίο σύμφωνα με τις αφηγήσεις έκανε τις νυχτερινές του περιπολίες ο άγρυπνος φρουρός και προστάτης του χωριού.
-------------------------------------
*Οι παρακάτω στίχοι του Αντώνη Αναπλιώτη (Αντώνη Λεκόπουλου) μας θυμίζουν ότι τα χρόνια που έζησε (1888-1951) στη μνήμη του Αγίου Δημητρίου άνοιγαν τα βαρέλια με το κρασί της νέας χρονιάς: τα γιοματάρια.
«Άγιε μ’ Δημήτρη λεβεντιά και πρώτε καβαλάρη
σαν σήμερα τ’ ανοίγανε το πρώτο γιοματάρι
[…]
Ημέρα  βλογημένη, κρασοκατανυγμένη.»

Οι φωτογραφίες είναι δικής μου λήψης πριν τον χθεσινό πανηγυρικό εσπερινό στην Ασίνη.

Δημοσίευσή μου στην ομάδα του fbΗ Αργολίδα που έφυγε..... και πινελιές λαογραφίας στις 26 Οκτωβρίου 2019. Αναδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Αργολικές Ειδήσεις».

Ηλίας Κ. Μηναίος

 



 


ΧΟΡΟΔΙΔΑΣΚΑΛΕΙΟ ΚΑΙ ΦΟΞ ΑΝΓΚΛΕ ΣΤΗΝ ΑΣΙΝΗ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ - ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΜΕ ΕΝΑ ΤΡΑΓΙΚΟ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟ

Το Φοξ Ανγκλέ (Fox Anglais) είναι ένας ευρωπαϊκός χορός που η δημοτικότητά του έφθασε στο αποκορύφωμα τη δεκαετία του 1930. Ο ρυθμός του 2/4 και γρήγορος. Πολλές οπερέτες είχαν μουσική φοξ, όπως η Ριρίκα (1930). Στο ρυθμό του τραγούδια όπως: «Είμαι ερωτευμένος με τα μάτια σου», «Λίγα λουλούδια αν θέλεις στείλε μου» κ. ά. Υπάρχει μια ιστορία που συνδέει το χορό αυτό με τη ζωή του χωριού μας. Τα χρόνια εκείνα δασκάλα στην Ασίνη ήταν η Ευτυχία Λειβαδίτου, μάλλον Αθηναία, μοντέρνα κοπέλα εκείνης της εποχής. Διηγείται γι’ αυτήν η μητέρα μου:

«Η Ευτυχία η δασκάλα έμενε σε σπίτι δικό μας. Το σπίτι της Παντελίνας ήτανε δικό μας, του πατέρα μου και το ’χαμε νοικιάσει στην Ευτυχία. Είχε την Ευρυδίκη αδερφή, ανύπαντρη και η Ευρυδίκη, είχανε και υπηρέτρια, την Ελισάβετ. Η Ευτυχία – Λειβαδίτου ήτανε το επώνυμό της - και οι άλλες δυο ερχόντουσαν στο σπίτι μας. Τα πρώτα σπίτια στο χωριό όπου μπήκανε τζάμια ήτανε το δικό μας και του μπαρμπα-Κωστή αποκάτω. Στα σπίτια αυτά πρωτομπήκε και το ρεύμα. Η αδερφή μου, η Κατίνα, είχε κεντήσει και έβαλε κουρτινάκια, τσιμεντάρανε το σπίτι μέσα - που τέτοια πράγματα παλαιότερα. Η Ευτυχία μας είχε σαν να ήμασταν ένα σπίτι. Κάνανε παρέα με  την Κατίνα, την Γιωργία του Παναγιώτη Κονίδα, τη μοδίστρα, δεν μπορώ να θυμηθώ ποια άλλη. Είχανε γραμμόφωνο, φέρνανε το γραμμόφωνο και χορεύανε φοξ. Πήγαινα εγώ και κρυφοκοίταγα, με διώγνανε γιατί ήμουνα μικρή, αλλά εγώ πήγαινα και κρυφοκοίταγα. Ερχόντουσαν και κάνανε παρέα και χορεύανε το φοξ, τον καιρό εκείνο. Αυτά  θυμάμαι».

Κάποτε η δασκάλα έπαυσε να περιορίζεται στην παρέα της και έστησε ελεύθερο χοροδιδασκαλείο, σε ξεχωριστή αίθουσα απέναντι από το σπίτι της. Εκεί συγκέντρωνε όχι μόνο κορίτσια αλλά και αγόρια του χωριού που εκμεταλλεύονταν  την ευκαιρία να προσεγγίζουν τις εκλεκτές της καρδιάς τους, να κορτάρουν. Τους μάθαινε ξενόφερτους χορούς της εποχής: βαλς, ταγκό, αλλά κυρίως φοξ ανγκλέ που ήταν της μόδας.

Ένας νέος όμως πλήρωσε το κόρτε με τη ζωή του, αρνούμενος να νυμφευθεί υπό την απειλή όπλου. Ενώ συνευρίσκετο ερωτικά με την κοπέλα του, έγιναν αντιληπτοί από τον αδελφό της. Αυτός με την απειλή του πιστολιού τον κρατούσε εκεί, ενώ έστειλε να φωνάξουν το παπα-Αναστάση να τους στεφανώσει. Ο παπάς ήτανε στο περιβόλι, αργούσε να έρθει και κάποια στιγμή ο απειλούμενος κατάφερε να φύγει.

-  Ανήμερα στη γιορτή σου θα σε σκοτώσω,

άκουσε πίσω του την απειλή, την οποία δεν πήρε στα σοβαρά. Όμως, ανήμερα του αγίου Δημητρίου, λίγο μετά το μεσημέρι, πληγώθηκε θανάσιμα δεχόμενος τέσσερις πυροβολισμούς από το όπλο του προσβεβλημένου αδελφού, που πέρασε έκτοτε πολλά χρόνια στη φυλακή.

Το φονικό αυτό, που έγινε το 1931, έριξε μαύρο πέπλο στη ζωή του χωριού. Όπως ήταν φυσικό έπαυσαν οι διασκεδάσεις. Έτσι, έπεσε και η αυλαία της σχολή χορού…..

Η φωτογραφία με την εν λόγω δασκάλα και τα μαθητούδια χρονολογείται επίσης το 1931, προφανώς είναι από την έναρξη του σχολικού έτους και προέρχεται από το αρχείο φιλικής οικογένειας. Ατυχώς στο πρόσωπο της δασκάλας είναι φθαρμένη. Τρίτη κάτω δεξιά με τα χέρια ενωμένα η μητέρα μου, πλάι της με την κολλαρίνα ο πατέρας μου.


 


Δημοσίευσή μου στην ομάδα του fbΗ Αργολίδα που έφυγε..... και πινελιές λαογραφίας στις 28 Σεπτεμβρίου 2019. Κοινοποιήθηκε την ίδια ημέρα στην ομάδα του fb: Παλαιές φωτογραφίες του Ναυπλίου.

 Ηλίας Κ. Μηναίος


ΤΟ ΛΙΘΑΡΙ ΤΟΥ ΑΡΑΠΗ ΚΑΙ Η ΦΩΛΙΑ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΠΙΚΗ



Το βουνό Τσάκαλι στα νοτιοδυτικά της Ασίνης, στο οποίο πρόσφατα  αναφέρθηκα ασχολούμενος με την πηγή στο Ντερβάκι, έχει μια χαρακτηριστική βραχώδη προεξοχή στα βορεινά του, που εύκολα διακρίνεται και από μακριά με την πρώτη ματιά. Η προεξοχή αυτή είναι το Λιθάρι του  Αράπη, ονομασία  που μας παραπέμπει σε κάποια μακρινή εποχή έξαρσης του φαινομένου της πειρατείας. Εξ αιτίας της απειλής αυτής είχαν εγκαταλειφθεί τα παράλια μας και οι ντόπιοι για να οργανώσουν καλύτερα την άμυνά τους  είχαν αποτραβηχτεί πίσω από  τα υψώματα, στα ενδότερα, όπου η σημερινή Ασίνη. Δεν είναι τυχαίο ότι τα υψώματα αυτά από παλιά  φέρουν την ονομασία «Ντάπιες», δηλαδή Προμαχώνες. Ήταν κάτι που είχε επαναληφθεί σε πολλές ιστορικές περιόδους, όποτε υπήρχε κίνδυνος από θαλάσσης. Έτσι βλέπουμε τον Πτολεμαίο να μνημονεύει στα Γεωγραφικά του την Ασίνη, προσδιορίζοντας τη θέση της στο εσωτερικό, που σημαίνει ότι την εποχή εκείνη (τον 2ο αιώνα μ. Χ.) υπήρχε ήδη η σημερινή (μεσογαία) Ασίνη. Σύμφωνα με την προφορική παράδοση του χωριού, Σαρακηνοί πειρατές είχαν φθάσει έως εδώ, οι Ασιναίοι έδωσαν μάχη και κατόρθωσαν να τους απωθήσουν. Ενώ τους κατεδίωκαν, ένας πειρατής που ήταν και αράπης δεν πρόλαβε να φθάσει στο πειρατικό σκάφος που απέπλευσε. Αποκομμένος από τους συντρόφους του κατέφυγε στο Τσάκαλι όπου ζούσε τρώγοντας ότι έβρισκε. Συχνά τον έβλεπαν ανεβασμένο στην κορυφή του βράχου, πότε ν’ αγναντεύει τη θάλασσα, πότε το χωριό. Για ένα διάστημα εξαφανίστηκε και είπαν ότι γύρισαν τελικά οι δικοί του και τον πήραν. Ύστερα όμως διαδόθηκε ότι ξαναεμφανίστηκε βόσκοντας πρόβατα, παίζοντας μάλιστα και φλογέρα! Ότι κάποιοι επιχείρησαν να πλησιάσουν, αλλά πρόβατα και αράπης εξαφανίστηκαν. Κάτοικοι στην άκρη του χωριού είπαν ότι τον άκουγαν και τη νύχτα να παίζει τη φλογέρα του. Συμπέραναν ότι ο αράπης είχε πεθάνει πάνω στο βουνό από τις κακουχίες και τώρα εμφανιζόταν το φάντασμα του, ενώ τα πρόβατα ήταν στοιχειά του βράχου! Οι διηγήσεις αυτές άρχισαν να εξάπτουν τη φαντασία των κατοίκων, κάποιοι είπαν ότι τα πρόβατα ήταν η λεία του, χρυσά φλουριά μεταμορφωμένα! Ανέβαιναν τις κατάλληλες ώρες και έψαχναν για το πουγκί του πειρατή! Όσοι πιστεύουν στα φαντάσματα μην απογοητεύονται. Λέγεται ότι σχεδόν πρόσφατα, περί το 2005, ένας ψαράς ισχυρίστηκε με μεγάλη δόση πειστικότητας ότι: βγαίνοντας στην παραλία της γειτονικής Αγιασωτείρας, πριν το ξημέρωμα, βρέθηκε μπροστά σε έναν αράπη, μέχρι να συνέλθει όμως από το ξάφνιασμα αυτός εξαφανίστηκε.

Ο βοσκός Ψαροτάσης (Αναστάσιος Θεοδ. Μπιτινής) μου διηγείτο ότι κάπου στο βράχο οι σχισμές σχηματίζουν τον αριθμό επτά και οι βοσκοί έλεγαν έμμετρα:

                                            « Τ’ Αράπη το Λιθάρι
                                               που έχει το εφτάρι »

Πρόσφατα άκουσα και μια άλλη ενδιαφέρουσα ιστορία, που δεν έχει σχέση με τα φαντάσματα, αλλά με κάποιους Ασιναίους μετανάστες στην Αμερική. Ακόμα και το χωριό μας είχε πάρα πολλούς μετανάστες, άλλωστε και στα εύπορα μέρη ποτέ δεν λείπει η φτώχεια. Ας αφήσουμε όμως τον φίλο Τάσσο Σπ. Μουταβελή να την διηγηθεί με τον τρόπο του, αυτός άλλωστε μου τη μετέδωσε:

«Μου έλεγε ο Χριστάκης, ο γραματέας, ότι ήτανε κάποιοι Τζαβελαίοι από την Ασίνη που κάνανε παρέα με τον παππού του. Είχανε πρόβατα, οι πατεράδες τους και αυτοί πηγαίνανε στο βουνό, συναντιόντουσαν στη βοσκή. Εδώ, στου Αράπη το Λιθάρι, είναι ένα σημείο που άμα βρέξει μπορείς να απαγκιάσεις και είναι προς το βοριά. Είχανε βάλει και ένα γάντζο εκεί και κρεμάγανε το φαΐ και το νερό τους τα τσοπανόπουλα. Στην επάνω μεριά υπήρχε η φωλιά ενός μπισμπίκη. Αυτοί πήγανε στην Αμερική, 16-17 χρονών φύγανε, δεν ξαναφανήκανε εδώ. Λοιπόν, μετά από πολλά χρόνια, περίπου στα εβδομήντα τους, θυμηθήκανε και στείλανε ένα γράμμα στο παππού του, Χρήστο θα τονε λέγανε αφού ήτανε παππούς του. Δεν είχε λάβει γράμμα τους ποτέ.
«Γειά σου ρε Χρήστο, τι κάνεις; Για θυμήσου ρε φίλε τι ωραία που περνάγαμε τότε. Θέλουμε να μας κάνεις μια χάρη. Θέλουμε να πας στο Επτά, επάνω, να δεις αν υπάρχει ακόμα του μπισμπίκη η φωλιά, του τσοπανάκου».
Επήγε αυτός επάνω την είδε τη φωλιά και τους γράφει:
«Υπάρχει η φωλιά, υπάρχει και ο γάντζος, αλλά έχει σαπίσει».
Αυτό θέλανε να μάθουνε. Πήγανε ίσως ενενήντα χρονών, δεν ξέρω πόσο πήγανε, πεθάνανε ήσυχοι αρκεί που μάθανε ότι υπάρχει του μπισμπίκη η φωλιά.
Και του ’λεγα του μακαρίτη του Κοκκίνη που είχε το καφενείο στου Τσέλου:
-Να πάμε καμιά μέρα βρε Κώστα να μου τη δείξεις.
Πήγαμε και μου την έδειξε. Δεν είναι εκεί καμιά σπηλιά, είναι ένας βράχος γερτός και μπορείς να απαγκιάζεις. Του μπισμπίκη η φωλιά είναι στην επάνω μεριά. Δεν γκρεμίζεται εύκολα, δεν είναι σαν του χελιδονιού που άμα την κάνεις έτσι με ένα καλάμι πέφτει. Εκείνη δεν πέφτει με τίποτα γιατί το σάλιο του έχει κάτι, δεν ξέρω τι έχει, που μαζί με το κατάλληλο χώμα γίνεται σαν τσιμέντο. Μόλις το μάθανε λοιπόν οι Τζαβελαίοι, στείλανε γράμμα:
«Σε ευχαριστούμε πολύ, μας υποχρέωσες» και τα λοιπά. Φαίνεται δεν είχανε πολλές αναμνήσεις, αυτό θυμόντουσαν. Σε μικρή ηλικία φύγανε για την Αμερική, μέχρι τότε συνέχεια ήτανε με τον πατέρα τους στη βοσκή και είχανε από εκεί τις αναμνήσεις τους.
Ο μπισμπίκης είναι ένα πουλί λίγο μεγαλύτερο από το σπουργίτι. Έτσι το λέγανε οι παλαιοί αλλά και «τσοπανάκο» ή «βλαχοτσοπανάκο» γιατί ακολουθεί τα πρόβατα σαν το τσοπανόσκυλο. Πολλά τέτοια έχει το Παλαμήδι. Χτίζει τη φωλιά του, φτιάχνει μέσα τα διαμερίσματά της και το βράδυ κλείνει με κάτι σαν βαμβάκι την τρύπα για να μην μπει κανένα φίδι. Το ίδιο κάνει και όταν λείπει».
Μπισμπίκης λοιπόν φαίνεται να είναι η λαϊκή ονομασία του επειδή μάλλον κάπως έτσι ηχεί το οξύ κελάηδημα του, που μοιάζει καθώς λέγεται και με κάποιο από τα σφυρίγματα των τσοπάνηδων, με τα οποία κατευθύνουν τα πρόβατα. Στο διαδίκτυο πληροφορήθηκα ότι το ορθό όνομά του είναι Βραχοτσοπανάκος ή ορθότερα Βραχοτσομπανάκος, επειδή ζει στους βράχους. Όσο για τη συνήθειά του να ακολουθεί τα πρόβατα, προφανώς ελκύεται από τα έντομα που περιτριγυρίζουν το κοπάδι, δεδομένου ότι είναι πουλί εντομοφάγο. Η επιστημονική του ονομασία είναι Sitta neumayer.
Ας επιστρέψουμε όμως στους αδελφούς Τζαβελαίους. Στην εφημερίδα «Αργολική φωνή» της 1ης  Ιανουαρίου 1948 είχα εντοπίσει κάποτε την παρακάτω δημοσίευση:
 «ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΡΙΟΝ: Τους συνδημότας μας και διαμένοντας εις Αμερικήν Αφούς Παναήν και Σάββαν Τζαβέλα ευχαριστούμεν θερμώς δια την εξ 25 δολαρίων δωρεάν των υπέρ του Ναού Αγ. Δημητρίου Ασίνης.
                     Η ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΣΙΝΗΣ»

Πρόκειται για τα πρόσωπα της ιστορίας που μόλις διαβάσαμε. Για ένα διάστημα βρέθηκε μαζί τους μετανάστης και ο αδελφός τους Νικολάκης, ο μόνος που επέστρεψε. Τα τρία αδέλφια προσέφεραν δωρεά τα χρήματα για την ανέγερση του σημερινού Αγίου Τρύφωνα (στη θέση του παλαιού), στη γειτονιά τους, την Κόντρα. Οι Παναής και Σάββας δεν επέστρεψαν ποτέ, αλλά και ποτέ δεν λησμόνησαν το χωριό μας! Στην οικογενειακή φωτογραφία βλέπουμε από αριστερά τους Παναή και Σάββα με τις συζύγους τους και δεξιά τον Νικολάκη, στην Αμερική.




Οι φωτογραφίες του βραχοτσοπανάκου (σε μια βλέπουμε και τη φωλιά) προέρχονται από το στούντιο Μπουγιώτης – Ρασσιάς, οι οποίοι πρόθυμα μου επέτρεψαν να τις δημοσιεύσω και τους ευχαριστώ. Την φωτογραφία των Τζαβελαίων επίσης πρόθυμα μου έφερε ο Παναγιώτης, εγγονός του Νικολάκη, τον οποίο επίσης ευχαριστώ. Αυτή με το Λιθάρι του Αράπη καθώς και η τοιχογραφία είναι δικής μου λήψης.

Δημοσίευσή μου στην ομάδα του fbΗ Αργολίδα που έφυγε..... και πινελιές λαογραφίας στις 12 Σεπτεμβρίου 2019. Αναδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα: Αργολικές Ειδήσεις.

Ηλίας Κ. Μηναίος

ΕΘΝΙΚΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ – ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΝΑΥΠΛΙΟΥ, Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΤΙΡΙΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΧΕΤΙΖΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ


   
Προ ετών, καθώς έριχνα μια ματιά στα ενημερωτικά φυλλάδια της Διεύθυνσης Φιλοτελισμού στο Ταχυδρομείο, είδα ότι είχε κυκλοφορήσει (16 Νοεμβρίου 2010) αναμνηστική σειρά γραμματοσήμων με θέμα «Νεώτερα αρχιτεκτονικά μνημεία», με το κτίριο της Εθνικής Πινακοθήκης στο Ναύπλιο να είναι ένα από τα τέσσερα απεικονιζόμενα [μάλιστα, το σχετικό γραμματόσημο έχει τη μεγαλύτερη τιμή και τον μικρότερο αριθμό αντιτύπων, είναι, όπως λέγεται στη συλλεκτική γλώσσα: το «γραμματόσημο κλειδί» της σειράς (στα άλλα γραμματόσημα απεικονίζονται το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, το Μουσείο Μπενάκη και το Εθνικό Θέατρο)]. Με αφορμή το γεγονός αυτό κάθισα και συμπλήρωσα μια ημιτελή εργασία μου, αδημοσίευτη έως σήμερα, για την ιστορία του κτιρίου [το οποίο είναι ένα από τα δυο μνημειώδη έργα που έχουν αφήσει στην πόλη μας οι παλαιότερες γενεές της οικογένειάς μου (το άλλο είναι το βιομηχανικό κτιριακό συγκρότημα που σήμερα στεγάζει το Φουγάρο)], καθώς και των προσώπων που συνδέονται με αυτό, βασιζόμενος στην οικογενειακή μου παράδοση – κυρίως διηγήσεις του πατέρα μου - και σε άλλα συμπληρωματικά στοιχεία που μπόρεσα να συλλέξω.
Η ιστορία αρχίζει στην Ασίνη, στο τέλος του 19ου αιώνα. Ιερέας του χωριού ο παπα-Παντελής Γ. Μηναίος (1834; - 1905), που υπέγραφε και ως Πανταλέων.  Μαζί με τον αδελφό του Ηλία αποφάσισαν να στείλουν τους πρωτότοκους γιους τους για σπουδές στο Παρίσι (ιατρικές ο ένας, νομικές ο άλλος). Γιώργηδες και οι δυο (από το όνομα του παππού τους παπα-Γιώργη, πρώτου ιερέα της Ασίνης μετά την Παλιγγενεσία) που και οι δυο στο διάβα τους υπήρξαν μεγάλες προσωπικότητες της κοινωνίας του Ναυπλίου.

Επέστρεψαν πτυχιούχοι το 1897. Ο Γιώργος του παπά, πολύ φιλόδοξος νέος, ζήτησε τότε από τον πατέρα του να τον βοηθήσει να ιδρύσει δική του κλινική στο Ναύπλιο. Μετά τη αγορά του καταλλήλου οικοπέδου, πατέρας και γιος «πήγανε στην Αθήνα για να φέρουνε σχέδιο». Επισκέφθηκαν τα μεγάλα νοσοκομεία της Αθήνας για να πάρουν ιδέες. Αφού έκαναν την επιλογή τους «ήρθανε και κτίσανε έναν μικρούλη Ευαγγελισμό». Αν παρατηρήσουμε παλιές φωτογραφίες του νοσοκομείου «Ευαγγελισμός» θα δούμε ομοιότητες. Ο γιατρός, προμηθεύοντας τον αδελφό του Θανάση με ένα κάρο και ένα λοστό, του είχε αναθέσει να συγκεντρώνει πέτρες για την οικοδόμηση. Οι πέτρες  προέρχονται από την Ασίνη. Ένα μέρος είναι ανακυκλωμένο δομικό υλικό και μεγάλο μέρος τους προέρχεται από το ύψωμα Δραγασούρα που τα πετρώματά του κατά τη διήγηση είναι «στρώσεις-στρώσεις», κατά το επιστημονικότερο στρωσιγενή και κατά συνέπεια ήταν εύκολη η λατόμηση.




Ο Γιώργος υπήρξε ανήσυχος νέος, τον συγκινούσαν ιδιαίτερα οι εθνικές μας υποθέσεις. Όταν ήταν φοιτητής στο Παρίσι, είχε προσωρινά διακόψει τις σπουδές του μεταβαίνοντας στην Κρήτη, για να αγωνισθεί σε κάποια από τις κρητικές εξεγέρσεις, που προκαλούσε κάθε τόσο η απροθυμία της Τουρκίας να εφαρμόσει τον Συνταγματικό Χάρτη της Χαλέπας. Από νωρίς έδειξε την τάση ενασχόλησης με την πολιτική. Ο παπάς, βλέποντας στο πρόσωπο του γιού του έναν νέο επιστήμονα πολλά υποσχόμενο στην ιατρική, προσπαθούσε επίμονα να τον αποτρέψει από την τάση του αυτή. Η παράδοση λέει ότι: κατά την τελευταία φάση των εργασιών εξαντλήθηκαν τα διαθέσιμα χρήματα και ο παπάς πήρε δάνειο από έναν εύπορο Ασιναίο. Δίνοντάς στο γιατρό τα χρήματα έκανε μια τελευταία προσπάθεια να τον αποτρέψει από την πολιτική, μιλώντας του με τον πιο αυστηρό τόνο που διέθετε, όμως  ο αυτός όπως θα δούμε δεν πτοήθηκε.
Διηγούνται ότι ο παπα-Παντελής ήταν άγιος άνθρωπος, σε σημείο που μπόρεσε να προβλέψει τον θάνατό του, ερμηνεύοντας κάτι θαυμαστό που αντίκρισε εισερχόμενος στο Ιερό του Αγίου Δημητρίου Ασίνης, την τελευταία Κυριακή, για να λειτουργήσει. Την ώρα της Θείας Κοινωνίας, κάλεσε με συγκίνηση τους εκκλησιαζομένους λέγοντας:
- Συγχωριανοί μου, ελάτε να κοινωνήσετε όλοι, νηστεύσαντες και  μη, για τελευταία φορά από τα χέρια μου».
Αναστατωμένοι αυτοί ρωτούσαν: - Τι είναι αυτά που λες παπά;
Όμως τα λόγια του δεν άργησαν να επιβεβαιωθούν. Λέγεται μάλιστα ότι το θάνατο του παπά είχε προαισθανθεί και ο αγαπημένος του σκύλος, ο Διοβουνιώτης, θρηνώντας με τον τρόπο του.
Όταν πλέον το κτίριο ήταν έτοιμο (το 1905 σύμφωνα με μαρμάρινη επιγραφή πλάι στην είσοδο) λειτούργησε ως κατοικία και κλινική (κυρίως γυναικολογική-μαιευτική) του Γεωργίου Μηναίου. Αργότερα, όταν έπαυσε η λειτουργία του ως κλινική, στέγασε αρχικά την έδρα της 4ης Σιδηράς Μεραρχίας και στη συνέχεια το Νοσοκομείο της πόλης (εκεί γεννήθηκα), την Ανωτέρα Διοίκηση Χωροφυλακής, έγινε ακόμα και… ταβέρνα (το ισόγειό του), ώσπου αγοράστηκε από το δήμο και αποκαταστάθηκε με χρηματική βοήθεια που χορήγησε το κοινωφελές ίδρυμα «Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης». Η αρχική ιδέα ήταν να γίνει παιδικός σταθμός, τελικά όμως έγινε αυτό που είναι σήμερα.
Το γιατρό κέρδισε τελικά η πολιτική, είχε εκλεγεί βουλευτής, γερουσιαστής και τελικά δήμαρχος Ναυπλιέων (θήτευσε ως δήμαρχος από το 1934 μέχρι το θάνατό του, το 1944). Οι ιταλικές κατοχικές αρχές τον συνέλαβαν και μεταφέρθηκε μαζί με άλλους Έλληνες πολιτικούς και στρατιωτικούς ως όμηρος σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως. Εκεί αρρώστησε βαριά, αφέθηκε ελεύθερος και επέστρεψε στο Ναύπλιο όπου και απεβίωσε τον Μάιο του 1944. Δημιούργησε και  οικογενειακή  παράδοση στην πολιτική, το παράδειγμά του ακολούθησε αργότερα ένας από τους γιους του, ο ναύαρχος Ιωάννης Μηναίος που μετά την αποστράτευσή του υπήρξε υπουργός  εμπορικής ναυτιλίας και επί σειρά ετών βουλευτής Αργολίδας τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης του 1974.
Υ/Γ: Ο συγγενής μου Κων/νος παπα-Αναστασίου Ορφανός, που δεν βρίσκεται πλέον στη ζωή, κατείχε μια πολύ παλαιά ελαιογραφία-πορτρέτο του παπα-Παντελή Μηναίου που ήταν και παππούς του. Αμέσως μετά τα εγκαίνια του Παραρτήματος της Εθνικής Πινακοθήκης το είχε επισκεφθεί, είπε στην υπεύθυνη ή την υπάλληλο που συνάντησε ότι την προσφέρει για να την αναρτήσουν σε κάποιο σημείο, έδωσε και το τηλέφωνό του για να επικοινωνήσουν μαζί του, αλλά τελικά δεν ενδιαφέρθηκαν.
Οι φωτογραφίες, από τις οποίες οι έγχρωμες είναι δικές μου λήψεις, προέρχονται από το αρχείο μου. Σε κάποιες βλέπουμε τα στρωσιγενή πετρώματα του υψώματος Δραγασούρα στην Ασίνη, απ’ όπου προήλθε μεγάλο μέρος του δομικού υλικού.  
   


Δημοσίευσή μου στην ομάδα του fbΠαλαιές φωτογραφίες του Ναυπλίου στις 07 Αυγούστου 2019.

Ηλίας Κ. Μηναίος

 

 

 


ΤΑ ΚΡΙΝΑΚΙΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑ ΑΣΙΝΗΣ

Η Παραλία Ασίνης, στο μεγαλύτερο τμήμα της, από τη γωνία του Μελισσηνού μέχρι το Γλυφό κοντά στο Καστράκι, έχει την καλή τύχη οι κατά το μήκος της ιδιοκτησίες να ανήκουν σε εύπορους ιδιοκτήτες, που τις χρησιμοποιούν για παραθερισμό και γενικά την αναψυχή τους χωρίς να ενδιαφέρονται, προς το παρόν τουλάχιστον, για την τουριστική αξιοποίησή τους.  Έτσι,  το φυσικό περιβάλλον δεν έχει αλλοιωθεί – για πόσο ακόμα; - από την πανούκλα της κακώς νοούμενης ανάπτυξης. Ο αιγιαλός διατηρείται όπως τον γνωρίσαμε από παλιά, με το βοτσαλωτό και τις αμμόπλακες και όχι μόνο. Ένα από τα καλά αποτελέσματα είναι ότι εξακολουθεί ακόμα να στολίζει την παραλία ένα από τα ομορφότερα αγριολούλουδα της χώρας μας, το Κρινάκι της θάλασσας ή Παγκράτιο το παράλιο (Pancratium maritimum στα λατινικά). Ανήκει στην οικογένεια των αμαρυλλίδων, είναι πολυετές και τα άνθη του έχουν ευχάριστη μυρωδιά. Την  ονομασία Παγκράτιο (εκ του Παν + κραταιό = Παντοδύναμο) οφείλει στους αρχαίους που του απέδιδαν και φαρμακευτικές ιδιότητες. Ανθίζει από τις αρχές του Αυγούστου μέχρι τα μέσα του Σεπτέμβρη. Μάλιστα, λόγω του καύσωνα και της λειψυδρίας για να μπορέσει να αναπτύξει τον κορμό του και να συντηρήσει τα άνθη ξεραίνονται τα φύλλα του. Λέγεται και «Κρινάκι της Παναγιάς» διότι τα άνθη του ευωδιάζουν το Δεκαπενταύγουστο. Οι αρχαίοι Έλληνες αναγνωρίζοντας την αξία του και θαυμάζοντας την ομορφιά του, θεωρώντας το και σύμβολο της αγνότητας, συνήθιζαν να το χρησιμοποιούν ως διακοσμητικό στοιχείο. Έτσι, το συναντούμε σε πλήθος τοιχογραφιών (στη Θήρα, στην Κνωσό), ακόμα και σε παράσταση επάνω σε μυκηναϊκό ξιφίδιο.

Κάποτε ήταν το πρώτο πράγμα που συναντούσαν οι θαλασσινοί επιστρέφοντας τέτοια εποχή από τα ταξίδια τους. Σήμερα από πολλές παραλίες έχει εξαφανιστεί. Αιτία η χωρίς μέτρο τουριστική εκμετάλλευση και η έλλειψη οικολογικής ευαισθησίας από τους επισκέπτες που τα ξεριζώνουν ή κόβουν τα άνθη. Με το Προεδρικό Διάταγμα 67/1981 (Φ.Ε.Κ. 23/τ. Α΄/30-01-1981) «Περί προστασίας της αυτοφυούς Χλωρίδος και Αγρίας Πανίδος και καθορισμού διαδικασίας συντονισμού και Ελέγχου της Ερεύνης επ’ αυτών» είναι προστατευόμενο είδος. Όμως είναι αρκετό αυτό χωρίς έμπρακτες ενέργειες από τοπικούς φορείς; Ο Φορέας Διαχείρισης Στενών και Εκβολών ποταμών Αχέροντα και Καλαμά στη Θεσπρωτία (που ετησίως καταμετρά τις συστάδες του κρίνου με τη λήψη συντεταγμένων σε σύστημα αναφοράς) προτείνει π. χ.:

  1. Οριοθέτηση, με σήμανση και περίφραξη, των περιοχών όπου αυτοφύεται και αναπαράγεται.
  2. Απαγόρευση καθαρισμού, με μηχανικά μέσα, των παραπάνω περιοχών, όχι μόνον προς αποφυγή διατάραξης του ευαίσθητου αμμώδους εδάφους και των αμμοθινών, όπου αναπτύσσεται, αλλά και προς αποφυγή ενδεχόμενης συλλογής και απομάκρυνσης του σπόρου του.
  3.  Απαγόρευση της κοπής του.
  4. Ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του κοινού για τη σπουδαιότητα διατήρησης και εξάπλωσης του είδους.

Εδώ δεν πρέπει κάτι να γίνει όσο ακόμα υπάρχει καιρός; Πιστεύω ότι ο πολιτιστικός φορέας της Ασίνης θα μπορούσε και πρέπει να αναπτύξει δραστηριότητα προς την κατεύθυνση αυτή πριν είναι αργά και μας μείνουν μόνο οι φωτογραφίες και η ανάμνηση.


Το παρακάτω κείμενο είναι από το περιοδικό «Γεώ» (τεύχ. 2, σελ. 12, Σάββατο 22 Απριλίου 2000). Το υπογράφει ο κ. Ήλίας Αποστολίδης και μέσα σε λιγότερο από 10 σειρές τα λέει όλα. Το προσυπογράφω και εγώ:


«Γεννημένος μέσα στις αμμοθίνες, βρέθηκε στις τοιχογραφίες της Σαντορίνης και σ’ ένα μυκηναϊκό ξίφος. Ο κρίνος της θάλασσας, που ακόμη ανθεί επάνω στην άμμο, θυμίζει πως δεν υπάρχει άγονη γη. Συμμετρία, λευκότητα και ομορφιά που χαρίζεται άδολα, έτσι χωρίς προαπαιτούμενα. Να τον φυλάξουμε, να χαρούμε το υπέροχο άρωμά του, να κρατήσουμε την εικόνα, αλλά και την αγνότητά του. Ο κρίνος της θάλασσας, ο pancratium maritimum, ο μοναδικός…»

Οι φωτογραφίες είναι από το αρχείο μου,  πρόκειται για δικές  μου λήψεις. Στην τελευταία κάποιες συστάδες κατά το μήνα Απρίλιο, με τα φύλλα ακόμα χλωρά.





Δημοσίευσή μου στην ομάδα του fbΗ Αργολίδα που έφυγε..... και πινελιές λαογραφίας στις 02 Αυγούστου 2019, αναδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Αργολικές Ειδήσεις.

Ηλίας Κ. Μηναίος