Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2021

ΟΙΝΟΣ ΕΥΩΔΕΣΤΑΤΟΣ ΑΠΟ ΤΗ ΡΩΜΑΝΙΑ

Είναι γνωστό ιστορικά ότι η ρωσική εκκλησία υπαγόταν αρχικά στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και η πρώτη γνωστή μητροπολιτική της έδρα ήταν το Κίεβο. Όταν όμως η πολιτική δύναμη μετακινήθηκε από το Κίεβο στη Μόσχα, κατά τον 14ο αιώνα, μεταφέρθηκε και η έδρα. Μετά την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας η ρωσική ορθόδοξη εκκλησία έγινε αυτοκέφαλο τμήμα του ανατολικού χριστιανικού κόσμου και το 1589 ο μητροπολίτης Μόσχας διεκδίκησε και πήρε τον τίτλο του πατριάρχη1. Η τελετή της ίδρυσης, στην οποία παρευρέθη και ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως με την επίσημη συνοδεία του, όπως ήταν φυσικό έγινε με μεγαλοπρέπεια. Σε ένα πολύστιχο έργο του Αρχιεπισκόπου Ελασσόνος Αρσενίου ο οποίος ανήκε στη συνοδεία και εξιστορεί τα γεγονότα που οδήγησαν στην ίδρυση του νέου Πατριαρχείου, περιγράφεται και το επίσημο δείπνο που παρέθεσε ο Τσάρος. Σε ένα απόσπασμα του έργου διαβάζουμε:  

                             «Είδα βαρέλες αργυρές μ’ ολόχρυσα στεφάνια

                             »όλες με τες φιάλες τους και μ’ έτερα καυκία,

                             »γεμάται ήσαν άπασαι καλή Μονεμβασία,

                             »και οίνος ευωδέστατος από τη Ρωμανία.

                             »Είχαν μοσχάτον θαυμαστόν εκ το νησί της Κρήτης

                             »εκείνο το εξακουστό της οικουμένης όλης».2

«Ρωμανία» ήταν το λαϊκό όνομα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, η οποία όμως είχε παρέλθει, όπως ενδιαμέσως είχε παρέλθει και η «Λατινική αυτοκρατορία της Ρωμανίας». Όμως με το όνομα αυτό αναφέρεται κατά τους χρόνους της ενετικής κυριαρχίας (α΄ και β΄ Ενετοκρατία) η βορειοανατολική Πελοπόννησος, με κέντρο το Ναύπλιο, εξ ου και η ονομασία του Napoli di Romania, από την πρώτη κιόλας εδώ ενετική κυριαρχία (1389-1540) όπως προκύπτει από το ότι  ευρίσκεται καταγεγραμμένος στην υπηρεσία των Ενετών Ναυπλιέυς στρατιώτης (Stradioti): Emmanuele Mormori de Napoli di Roumaniaο οποίος έδρασε περί το 1570(3). Τον καιρό που γράφεται το έμμετρο ευρισκόμαστε ήδη στην πρώτη εδώ οθωμανική περίοδο, όμως η ανωτέρω αναφορά στον στρατιώτη Μορμόρη δείχνει ότι η ονομασία είναι ακόμα  σε χρήση.

Είδαμε στους στίχους ότι μαζί με την Κρήτη και την Μονεμβασία αναφέρεται και η Ρωμανία, η οποία όμως δεν μπορεί να είναι η Ρωμανία-Βυζάντιο, ούτε ως ανάμνηση, διότι δεν είναι λογικό μια ευρεία περιοχή-κράτος να αναφέρεται ανάμεσα σε επιμέρους πάλαι ποτέ περιοχές της. Το λογικό είναι ότι πρόκειται για περιοχή ανάλογη με τις άλλες δυο. Η Κρήτη, η Μονεμβασία και η Ρωμανία-ευρύτερη Αργολίδα (στην πραγματικότητα η βορειοανατολική Πελοπόννησος από την Τσακωνιά και επάνω με πυρήνα την Αργολίδα) είναι γειτονικές και μάλιστα συνεχόμενες γεωγραφικές περιοχές. Κατ εμέ δεν μένει αμφιβολία, ότι η Ρωμανία με τον ευωδέστατο οίνο της που αναφέρει ο Αρσένιος το 1589 είναι η ευρύτερη Αργολίδα. Όμως πότε και πως διαμορφώθηκε αυτή η ονομασία για τη συγκεκριμένη περιοχή; Ερευνώντας τις πηγές δεν βρήκα την απάντηση, έτσι, με βάση επιμέρους στοιχεία κατέληξα στο δικό μου συμπέρασμα. Ίσως να είναι διατυπωμένο και από άλλους, δεν προσπαθώ να «κομίσω Γλαύκα εις Αθήνας». Έχω λοιπόν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η ονομασία έχει τις καταβολές της στην εποχή της αντίστασης κατά των Φράγκων σταυροφόρων από τον άρχοντα του Ναυπλίου και Καπετάνιο των Ρωμαίων Λέοντα Σγούρο, τον φοβερό στρατιώτη, όπως λένε και οι παρακάτω στοίχοι του Βιβλίου της Κουγκέστας ή της φραγκικής κατακτήσεως;

                         « κάποιος μέγας ἄνθρωπος καί φοβερός στρατιώτης,

                         »Κ’ εἶχε τήν Κόρινθον ἀλλαδή τό Ἄργος καί τ’ Ἀνάπλι,

                         »ὡς κεφαλή καί φυσικός αὐφθέντης τά ὑπεκράτει.

                         »Ἐκ μέρους γάρ τοῦ Βασιλέως ἐκείνου τῶν Ρωμαίων,

                         »Σγοῦρον τόν ὠνομάζασιν, οὕτως εἶχε τό ἐπίκλην».

Η κατάλυση του Βυζαντίου από τους Λατίνους το 1204 βρήκε το Λέοντα Σγούρο, άρχοντα Ναυπλίου, να έχει επεκτείνει την ηγεμονία του ως τη Λάρισα. Εκεί νυμφεύεται την Ευδοκία, χήρα κόρη του έκπτωτου αυτοκράτορα του Βυζαντίου Αλεξίου Γ΄ και παίρνει από αυτόν τον τίτλο του Σεβαστοϋπέρτατου. Η άλωση της Βασιλεύουσας δεν τον είχε πτοήσει, εσκόπευε να προχωρήσει και στην Θεσσαλονίκη, αλλά οι εξελίξεις τον πρόλαβαν. Ο Βονιφάτιος την κατέλαβε και κατέβαινε τώρα προς τη Θεσσαλία. Ο Λέων, μη έχοντας προλάβει να στρατολογήσει από τα νέα εδάφη του ικανές δυνάμεις για να τον αντιμετωπίσει, αποσύρεται στις Θερμοπύλες. Όμως προβλέποντας ότι και εκεί δεν θα αντέξει για πολύ, επιστρέφει στον Ισθμό και κλείνεται στην Ακροκόρινθο για να προασπίσει τουλάχιστον τη χώρα-ορμητήριό του, την Αργολιδοκορινθία, κάτι που για μεγάλο διάστημα το κατάφερε. Μάλιστα, ο αυτοκράτωρ Νικαίας Θεόδωρος Λάσκαρις, νόμιμος διάδοχος των βυζαντινών αυτοκρατόρων, θέλοντας να τον ενισχύσει ηθικά, ως εκπρόσωπο της ελληνικής εξουσίας στη μόνη γωνιά της μεσημβρινής Ελλάδας που έμενε τότε ελεύθερη, του αναγνωρίζει και αυτός  το 1207 τον τίτλο του Σεβαστοϋπέρτατου. Έτσι τώρα η μικρή αυτή γωνιά είναι επίσημα μια μικρή Ρωμανία και ως τέτοια την κατέκτησαν οι Φράγκοι μετά το θάνατο του Λέοντα, που εφονεύθη τέλη του 1208 ή αρχές του 1209 ενώ κατεδίωκε Λομβαρδούς ιππείς έξω από το Ναύπλιο. Ο Μελέτιος στη Γεωγραφία του εξηγεί: «Ἐσυνήθιζον οἱ Ἰταλοί Ρωμανίαν νά ὀνομάζωσιν (…) πᾶν ὅ,τι ἐκυρίευον οἱ Αὐτοκράτορες τῆς Κωνσταντινουπόλεως»3. Κάτι ανάλογο συνέβαινε και εδώ, αφού, όπως αναγνωρίζεται και στους ανωτέρω στίχους από το Βιβλίο της Κουγκέστας ή της φραγκικής κατακτήσεως, ο Λέοντας υπεκράτει τα εδάφη αυτά «Ἐκ μέρους γάρ τοῦ Βασιλέως ἐκείνου τῶν Ρωμαίων». Έτσι εξηγείται το ότι οι Ενετοί που διαδέχθηκαν τους Φράγκους αποκαλούσαν την περιοχή «Ρωμανία» ή «Μικρά Ρωμανία» και το Ναύπλιο «Napoli di Romania».

Όσον αφορά την αμπελοκαλλιέργεια κατά την πρώτη οθωμανική περίοδο (1540-1686) που γράφεται το έμμετρο, βλέπουμε τον Μιχ. Λαμπρυνίδη να μας λέει:

 «Αἱ ἀποθῆκαι τοῦ Ναυπλίου ἦσαν πάντοτε μεσταί σίτου, οἴνου, μετάξης, ἐλαίου καί παντός ἄλλου ἐμπορεύματος».

Επίσης ο  Τούρκος περιηγητής Evliya Çelebi (1611-1681), ο οποίος περιηγήθηκε την Πελοπόννησο το έτος 1668 και περιγράφει λεπτομερώς τους τόπους που επισκέφτηκε, γράφει για το Ναύπλιο στο βιβλίο του Seyahatnâme [Οδοιπορικό]:

 «Τά σταφύλια τους εἶναι πολύ ζουμερά (…). Τό κρασί εἶναι κόκκινο σάν τό αἶμα τοῦ γέρανου, ἀλλά λένε πώς δέν προκαλεῖ μεθύσι. Γύρω στήν πόλη ὑπάρχουν 18.000 ἀμπέλια»4

Ώστε λοιπόν εδώ παρήγετο αυτός ο «ευωδέστατος οίνος», και μπορεί η Νεμέα να είναι καταγεγραμμένη στα σημαντικά κέντρα οινοπαραγωγής της εποχής εκείνης και ασφαλώς ήταν μεγάλη η συνεισφορά της, όμως και στην Αργοναυπλία ανήκει μεγάλο μερίδιο, όπως είδαμε ακόμα και στην οθωμανική πηγή. Από εδώ το προϊόν ακολουθώντας τους εμπορικούς δρόμους της εποχής έφθανε στην πόλη Λβοφ (Λεοντόπολη), που ήταν το μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο της κεντροανατολικής Ευρώπης και από εκεί κατέληγε στα τραπέζια των ευγενών της Ρωσίας.


 Ηλίας Κ. Μηναίος


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 

1.  ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ: Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία –Ιστορία. 

2. Εφημ. «Η Καθημερινή της Κυριακής» 03 Νοεμβρίου 1996, κείμενο Σταυρούλας Κουράκου. 

3. Μιχαήλ Γ. Λαμπρυνίδου «Η Ναυπλία…»,  έκδ. Β΄, Αθήναι 1950, σελ:  30—37, 90-91, 97, 115, 132. 

4. Θανάση Π. Κωστάκη  «Ὁ Evliya Τσελεμπῆ στο Ναύπλιο», «Πελοποννησιακά» τόμ. ΙΓ΄,  Αθήναι 1979.

 



 

 

Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2021

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ - ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΥΔΡΑΙΩΝ ΣΤΗΝ ΑΣΙΝΗ

Ένα πρόβλημα που προέκυψε κατά την Ελληνική Επανάσταση ήταν η διανομή της γης και πέρασε στην ιστορία ως το «Πρόβλημα της Γης». Σε ιστορικό έργο του Τάσου Βουρνά1 διαβάζουμε:

«Το πρόβλημα της διανομής της εθνικής γης στους ακτήμονες μαχητές αγρότες είχε φτάσει σε οξύτατο σημείο τον δεύτερο χρόνο της Επανάστασης (…). Μετά τη νίκη κατά του Δράμαλη οι αγρότες του Μοριά είχαν αναθαρρήσει και άρχισαν και πάλι να κινούνται ζωηρά για την απόκτηση γης. Στο Άστρος (Β΄ Εθνοσυνέλευση 1822) το ζήτημα αντιμετωπίστηκε σύμφωνα με τις θελήσεις των κοτζαμπάσηδων. Έτσι, απέσπασαν ψήφισμα με το οποίο η εθνική γη μπορούσε να εκποιείται «Προς εξασφάλισιν των εξόδων του εθνικού αγώνος.»

«Για να ικανοποιήσουν και τους Υδραίους συνεταίρους τους, οι Μοραΐτες κοτζαμπάσηδες τους υποσχέθηκαν να τους αποζημιώσουν για τα έξοδα του στόλου με γαίες στην Αργολίδα(εν. επαρχία Άργους) και στη Ναυπλία.»

«Εσημειώθηκαν τότε (…) γεγονότα εκρηκτικά. Οι αγωνιστές έγραψαν σ’ ένα χαρτί τη λέξη «Εκποίηση» και σε ένδειξη διαμαρτυρίας την ντουφέκιζαν με μανία.»

«Μέσα στην Εθνοσυνέλευση, η παράταξη των Φιλικών (…) ζητούσαν επίμονα τη διανομή της γης σε όλους τους αγωνιστές. Ο Κολοκοτρώνης (…) γράφει στα «Απομνημονεύματά» του: «Εψήφισαν να εκποιήσουν την γην με σκοπόν να βάλουν ό,τι είχαν εξοδεύσει, όσα ήθελαν και ν’ αποζημιωθούν εις γην και ν’ αφήσουν τον λαόν γυμνόν.»

«Η πάλη αυτή των αγωνιστών μέσα και έξω από την Εθνοσυνέλευση, που οδηγούσε σ’ ένα εκρηκτικό κλίμα, είχε, ως ένα σημείο τα αποτελέσματά της. Παρά το ψήφισμα η απόπειρα αρπαγής των εθνικών γαιών με τη μέθοδο της εκποιήσης ανεστάλη…»

Στις εκλογές της 1ης/13ης Οκτώβρη 1824 οι Υδραίοι μεγαλοκαραβοκύρηδες κερδίζουν ολοκληρωτικά την εξουσία, παραμερίζοντας τους πρώην συνεταίρους τους, Μοραϊτες κοτζαμπάσηδες και θα την κρατήσουν μέχρι την Γ΄ Εθνοσυνέλευση, της Επιδαύρου (1826), όταν κάτω από το βάρος της πτώσης του Μεσολογγίου, την ξαναμοιράστηκαν μαζί τους. Εν τω μεταξύ όμως, η Υδραίικη κυβέρνηση είχε θέσει σε εφαρμογή τον νόμο περί εκποιήσεων των εθνικών κτημάτων. Με ψήφισμα της Εθνικής Συνέλευσης οι εκποιήσεις αυτές ακυρώνονται. Όμως:

«Το ψήφισμά της, που ακύρωσε τις εκποιήσεις των εθνικών κτημάτων (…) ήταν απλώς δημοκοπικό (…), όπως μαρτυρούν όλοι οι ιστορικοί της ελληνικής γεωργίας.»

Ας δούμε τώρα μέσα από μια διαφορετική ματιά, το ιστορικό έργο του Γ. Ρούσου2, την πραγματικότητα που αντιμετώπιζαν οι μεγαλοκαραβοκύρηδες και εξηγεί στην ενέργεια αυτή:

«Τριάντα χιλιάδες ναυτικοί «εδούλευαν» την πατρίδα. Άλλωστε, οι πολεμικές υπηρεσίες των δεν έμεναν χωρίς αμοιβή. Από όλους τους αγωνιστάς του επταετούς πολέμου της Ανεξαρτησίας, οι ναυτικοί αυτοί ήταν εκείνοι που επληρώνοντο καλύτερα (…). Όταν όμως τα μιλλιούνια τάλαρα των Υδραίων πλουσίων άρχισαν να σώνονται και συνεπώς να περιορίζεται ο αριθμός των εν δράσει πλοίων, εδημιουργήθη ένα πρόβλημα ανέργων (…) πολεμιστών της θαλάσσης (…). Ο εμφύλιος πόλεμος, που επακολούθησε, μεγάλωσε την ανεργία (…). Πρόβλημα κοινωνικό, όπως θα λέγαμε σήμερα, τεράστιο.»

Με τις φράσεις «Προς εξασφάλισιν των εξόδων του εθνικού αγώνος» και «για τα έξοδα του στόλου» είδαμε να αιτιολογείται ο νόμος περί εκποιήσεων των εθνικών κτημάτων. Όμως μεγάλο μέρος των εξόδων, αν  όχι το μεγαλύτερο, ήταν η μισθοδοσία των πληρωμάτων που τώρα έμεναν στα λιμάνια «πεινασμένοι και γκρινιάρηδες, άνεργοι και θορυβώδεις»2 με σοβαρό το ενδεχόμενο να τραπούν εις την πειρατεία. Πολύ λογικό λοιπόν το συμπέρασμα ότι με τα κτήματα αυτά τακτοποιήθηκαν οι οφειλές προς τους ναυτικούς. Αυτό εξηγεί την εγκατάσταση στην Ασίνη τόσο πολλών οικογενειών προερχομένων κυρίως από την ΄Υδρα, πιθανώς και από τις Σπέτσες και τα απέναντι παράλια (μεταξύ τους και καταγόμενοι από τον ευρύτερο νησιωτικό και όχι μόνο χώρο, που ενδιάμεσος σταθμός τους υπήρξε κάποια από τις νήσους αυτές), για την οποία μιλάει η τοπική μας παράδοση. Ο αριθμός τους ήταν κατά αναλογία μεγάλος, ώστε η έλευσή τους είχε τη μορφή μαζικού εποικισμού, αλλάζοντας ριζικά την πληθυσμιακή σύνθεση του χωριού. Το γεγονός αυτό και μόνο, του μαζικού εποικισμού, αρκεί για να τεκμηριώσει την ορθότητα του ανωτέρω συμπεράσματος.

Από τα αρχεία της Ύδρας του 1828(3) συνέλεξα τα παρακάτω επώνυμα που τα πλείστα εξακολουθούν να υφίστανται στην Ασίνη, ενώ κάποια άλλα είναι καταγεγραμμένα ή υπάρχει η ανάμνησή τους:

ΑΘΗΝΑΙΟΣ

ΒΑΡΚΑΣ  (στην Ασίνης ΒΡΑΚΑΣ - πιθανός αναγραμματισμός).

ΔΑΜΙΑΝΟΥ (στην Ασίνη αρχικά ΔΑΜΙΑΝΟΥ, επικράτησε το ΔΑΜΙΑΝΟΣ)

ΚΟΥΝΤΟΥΡΙΩΤΗΣ (αρχικό επώνυμο ΖΕΡΒΑΣ το οποίο εκράτησαν στην Ασίνη. Από τις ιστορικές φάρες του Σουλίου, κατήλθαν στην Ύδρα με ενδιάμεσο σταθμό τα Κουντούρια Αττικής).

ΚΑΒΕΖΟΣ

ΚΑΡΜΑΝΙΩΛΑΣ (στην Ασίνη κάποιοι Καρμανιωλαίοι επανέφεραν το αρχικό επώνυμό τους ΜΑΝΟΥΣΑΚΗΣ, άλλοι εξακολούθησαν να φέρουν το ΚΑΡΜΑΝΙΩΛΑΣ).

ΝΤΕΛΗΓΙΑΝΝΗΣ (στην Ασίνη ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗΣ)

ΠΟΥΛΗΣ

ΣΑΜΠΑΖΙΩΤΗΣ (στην Ασίνη ΣΑΜΠΑΡΙΩΤΗΣ)

ΣΤΡΑΤΗΣ

ΤΖΙΡΟΣ (στην Ασίνη αρχικά ΤΖΙΡΟΣ, εξελίχθηκε σε ΤΣΙΡΟΣ)

ΘΕΟΦΙΛΗΣ (πιθανώς από αυτό προέκυψε το ΦΙΛΗΣ που υπάρχει στην Ασίνη)

Μάλιστα, έχω την πληροφορία ότι κάποια από αυτά τα επώνυμα  εξακολουθούν να υφίστανται στην Ύδρα.

Τα επώνυμα Βαρκάς (ή Βρακάς) και Καβεζός σχετίζονται σαφώς με το ναυτικό επάγγελμα. Βράκα ως γνωστόν το ναυτικό ένδυμα των νησιωτών, ενώ και το Καβεζός ετυμολογείται από το ιταλικό Kavezza  [σχοινί, ψάθινο ή πλεκτό σκεύος χρήσιμο για το ψάρεμα αλλά και φαρδιά πανταλόνια σαν μακριές βράκες4 (για ιστορικούς λόγους, στη μεσογειακή ναυτική ορολογία από το μεσαίωνα είχαν επικρατήσει οι ιταλικοί ναυτικοί όροι)].

Επίσης σε εκλογικούς καταλόγους ετών 1847 και 1867 αναφέρονται Ασιναίοι Πλοίαρχοι:

Ιωάννης Δαμιανού ΔΑΜΙΑΝΟΣ ετών 79 το 1867,

Δαμιανός Ι. ΔΑΜΙΑΝΟΥ ετών 30 το 1847, 

Παναγιώτης ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ ετών 50 το 1847 και

Νικόλαος Ι. ΧΡΟΝΗΣ ετών 56 το 1867,

που σημαίνει ότι επρόκειτο για οικογένειες με ναυτική παράδοση.

Πρέπει ακόμα να σημειωθούν τα επώνυμα:

ΤΡΙΓΚΑΚΗΣ (Σπυρίδων Τριγκάκης ειδικός πάρεδρος της Ασίνης το 1847, με δαπάνη της οικογένειάς του κτίστηκε ο σημερινός ναός της Παναγίας στο Καστράκι Αρχαίας Ασίνης, εξ ου και η ονομασία «Παναγία Τριγκάκη» που συναντάται στον παλαιό τοπικό Τύπο. Το επώνυμο συναντάται σήμερα στο Πορτοχέλι).

ΣΚΑΝΔΑΛΗΣ (Ψαριανοί που μετά την καταστροφή των Ψαρών κατέφυγαν στην Ύδρα. Κατά τις ναυτικές επιχειρήσεις αναφέρεται ψαριανός καταδρομέας Κωνσταντίνος Σκανδάλης5. Η Ύδρα ήταν η κυριώτερη ναυτική βάση του Τρινησίου Στόλου, δηλαδή ΄Υδρας, Σπετσών και Ψαρών, που προνομιακά* συγκρότησαν τον ελληνικό στόλο κατά  τον Αγώνα/ *«Αἱ τρεῖς νῆσοι ἀναλαβοῦσαι τά ἡνία τοῦ κατά θάλασσαν πολέμου, ἐπεφύλαξαν εἰς ἑαυτούς τό δικαίωμα τῆς συγκροτήσεως τῶν ναυτικών δυνάμεων, παρέχουσαι οὕτω προνομιακῶς εἰς τόν ἀργοῦντα ναυτικόν των πληθυσμόν μέσον βιοπορισμού…»5 )

Με Υδραϊκή καταγωγή φέρονται επίσης οι οικογένειες Χριστοπουλαίων και Τζαβελαίων, με τον κοινό τους πρόγονο όμως να είχε κατέλθει στην Ασίνη σε προγενέστερο χρόνο.


Η Ύδρα κατά τον 19ο αιώνα, από χαλκογραφία του Barclay. Ιστορικό αρχείο – Μουσείο της Ύδρας.


Ηλίας Κ. Μηναίος

 

Βιβλιογραφία

1. Τάσου Βουρνά, «Σύντομη Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης», σελ. 142-143, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 1998.

2. Γεωργίου Ρούσσου «Νεώτερη Ιστορία του Ελληνικού Έθνους 1826-1974», τόμ. Α΄, σελ. 271, εκδ. Ελληνική Μορφωτική Εστία, Αθήναι 1975.

3. Κωνσταντίνος Δ. Κουκουδάκης, "Ὕδρα 1828 - Ἀπογραφὴ τῆς 20ης Ἰουνίου 1828"http://www.youtube.com/user/hydraki.

4. Λεξικά: Ιταλογραικικό του 1792 και Ιταλικό του 1832

5. Τρύφ. Π. Κωνσταντινίδου, Πλοιάρχου Π. Ν., «Καράβια Καπετάνιοι & Συντροφοναύται 1800-1830», έκδ. Ιστορικής Υπηρεσίας Π.  Ν., Αθήναι 1954.