Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου 2021

ΜΥΛΟΙ ΚΑΙ ΜΥΛΩΝΑΔΕΣ ΤΗΣ ΑΣΙΝΗΣ

Τα δημητριακά μαζί με το ελαιόλαδο και το κρασί απετέλεσαν το κυρίαρχο τρίπτυχο στη διατροφή των ανθρώπων από την προϊστορική εποχή. Η σειρά με την οποία αναφέρονται τα τρία αγαθά στη γνωστή φράση «σίτος, οίνος και έλαιον» είναι χρονολογική, αφού η πρώτη μεγάλη μεταβολή στην εξελικτική πορεία της διατροφής του ανθρώπου υπήρξε η καλλιέργεια και ανάπτυξη των δημητριακών (σιτηρών). Αυτά βοήθησαν στην ευκολότερη παραγωγή τροφής που μπορούσε μάλιστα να αποθηκευτεί, γι αυτό άλλωστε ετέθησαν υπό  την προστασία της θεάς Δήμητρας. Απαραίτητη διαδικασία για την επεξεργασία τους το άλεσμα. Για το  σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκαν διάφορες μέθοδοι και μέσα, από τους τριπτήρες  δηλαδή τα ιγδία (γουδιά) μέχρι τους μύλους που η σημασία τους για την επιβίωση των ανθρώπων υπήρξε πολύ μεγάλη. Πρώτο-ενδιάμεσο βήμα οι χειρόμυλοι, ακολούθησαν νερόμυλοι, ανεμόμυλοι, μύλοι  κινούμενοι από υποζύγια και τέλος οι κινούμενοι διά μηχανής, με πρώτη την ατμομηχανή.

                   Μυλόπετρα χειρόμυλου, εντοιχισμένη σε ζαρντινιέρα κήπου στην Ασίνη

Μάλιστα οι ανεμόμυλοι  και οι υδρόμυλοι θεωρούνται από τις πιο σημαντικές επινοήσεις στην ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού. Για τους πρώτους μας λέει ο Ξ. Λάνδερερ1, που υπήρξε καθηγητής του Οθωνίου Πανεπιστημίου και  αρχιφαρμακοποιός του βασιλιά Όθωνα:

«Ἡ ἐνέργεια τούτων εἶναι λίαν ἄτακτος καί ἐξαρτᾶται ἀπό τήν δύναμιν καί διεύθυνσιν τοῦ ἀνέμου. Οἱ ἀνεμόμυλοι πρέπει νά οἰκοδομῶνται ἐπί λόφων ἤ μεγάλων πεδιάδων, ὅπου ὁ ἅνεμος δέν κωλύεται ὑπό φυσικῶν ἐμποδίων, οἷον δασῶν, οἰκοδομῶν κτλ.»

Εγγύτατα της Ασίνης, ανατολικά,  υπάρχει ο λοφίσκος Μύλοι ή Μυλος (χρησιμοποιείται πότε ο πληθυντικός, πότε ο ενικός, τόσο στη σημερινή ζωή του τόπου όσο και στα παλιά συμβόλαια), τοπωνύμιο οφειλόμενο στους ανεμόμυλους που υπήρχαν εκεί κατά το παρελθόν αφού ο λοφίσκος μαζί με την εγγύς πεδινή περιοχή ήταν ιδανικά προς τούτο σημεία, με ικανότατο αιολικό δυναμικό. Ο αείμνηστος δημοσιογράφος ερευνητής και συγγραφέας Γιώργος Αντωνίου, ερευνώντας την κορυφή του λοφίσκου (μου έλεγε μάλιστα ότι κυριολεκτικά την ανέσκαψε ο ίδιος) είχε εντοπίσει τα ίχνη δυο ανεμόμυλων, μου είχε δείξει και φωτογραφία. Δυο άλλοι ανεμόμυλοι αναφέρονται στη θέση Χαλάσματα πίσω από τα υψώματα-Ντάπιες, όπου οδηγεί οδός με αφετηρία τη θέση Βορός, σε ένα πλάτωμα περίπου 200 μέτρα ανατολικά-βορειοανατολικά από το εκκλησάκι της αγίας Ειρήνης Χρυσοβαλάντου της ενορίας μας. Ίσως το τοπωνύμιο «Χαλάσματα» να οφείλεται στα υπάρχοντα εκεί ερείπια των μύλων μέχρι την ανακύκλωση του δομικού τους υλικού.  

Εκτός από τους ανεμόμυλους υπήρχε και υδρόμυλος στην κάθοδο προς την Ασίνη των υδάτων της πηγής Ντερβάκι, που λειτουργούσε κατά τους χειμερινούς μήνες όταν δυνάμωνε η ροή, αναφερόμενος ήδη από την β΄ ενετοκρατία. Εκτός από προφορική μαρτυρία έχουμε και σχετική  αναφορά από την Αγγελική Πανοπούλου2:

«Ο αριθμός των μύλων θα πρέπει να ήταν μεγαλύτερος, καθώς εντοπίστηκαν και άλλοι, όπως για παράδειγμα στο Θερμήσι, όπου καταγράφεται υδρόμυλος που λειτουργούσε μόνο για τρείς μήνες το χειμώνα, ενώ ένας δεύτερος μαρτυρείται στο ζευγολατιό Τζαφέρ Αγά* [*Ε.Β.Ε./Τ.Χ.Ο., Αρχείο Nani, 3926, φ. 713ν (1 Απριλίου 1703)]»

  

Στις φωτογραφίες αυτές απομεινάρι του υδρόμυλου, το οποίο ο σημερινός ιδιοκτήτης της περιοχής του έχει μεταφέρει και κοσμεί την αυλή του.

Στα ενετικά αρχεία υπάρχει αναφορά σε μύλους του Ζεφέραγα, από το οθωμανικό όνομα «Τζαφέραγα/Τζεφέραγα» της Ασίνης. Ήταν δεύτεροι σε σπουδαιότητα μετά από αυτούς του Κυβερίου, εξυπηρετώντας όχι μόνο τις ανάγκες της Ασίνης και των γύρω χωριών αλλά ακόμα και του Ναυπλίου, όπως μας πληροφορεί ο Κωνσταντίνος Ντόκος3:

«Εξάλλου, δεν χρησιμοποιούνταν μόνο οι μύλοι του Κιβερίου για την άλεση των σιτηρών του Ναυπλίου αλλά και οι λεγόμενοι μύλοι του Zefer ή Zafer Aga».

Ας επανέλθουμε όμως στο ομώνυμο ύψωμα, από το οποίο ξεκινήσαμε την περιήγησή μας. Ο τύπος «Μύλοι» του τοπωνυμίου απηχεί την εποχή που εκεί λειτουργούσαν δυο ανεμόμυλοι. Από  αυτούς στη συνέχεια απέμεινε ένας σε λειτουργία, που και αυτός προφανώς είχε παύσει τη λειτουργία του κατά την ύστερη οθωνική περίοδο αφού σε κείμενο της εποχής αναφέρεται ως «Παλαιόμυλος», συγκεκριμένα:

Κατά το τελευταίο έτος της οθωνικής περιόδου και ακριβέστερα  τον Φεβρουάριο του 1862 είχε εκδηλωθεί η λεγόμενη Ναυπλιακή Επανάσταση, κατ’ άλλους μια στάση υποκινούμενη από τους Άγγλους και τους Γάλλους με σκοπό την εκθρόνισή του Όθωνα. Ας δούμε πως περιγράφει η εφημερίδα των εξεγερμένων του Ναυπλίου «Ὁ Συνταγματικός Ἕλλην» την έλευση εδώ κυβερνητικής δύναμης συγκροτημένης από τον Κρανιδιώτη βουλευτή Μήτσα και τα γεγονότα της 21ης Φεβρουαρίου:

«Τό πρωτοπαλήκαρον ὁ Μήτζας (…) ἐπιβιβασθείς ἐκ νέοῦ εἰς τά ἀτμόπλοια, ἅπερ τόν μετέφερον εἰς Χαϊδάρι, τρεῖς ὥρας περίπου ἀπέχον τοῦ Ναυπλίου, καί ἐκεί κατέλαβε διαφόρους ὀχυράς θέσεις ὡς τόν Παλαιόμυλον καί τινας οἰκίας, καί ἔστησε τό αρχηγεῖον του, ἀφ ὅπου ἐσκόπει ν’ ἀρχίσῃ τήν πολιορκίαν τοῦ Ναυπλίου συνεργαζόμενος μετά τῶν ἀνταξίων τοῦ Μήτζα στρατηγῶν Χατζηπέτρου ἐστρατοπεδευμένου εἰς Κατζίγκρι καί Χάν είς Τίρυνθον (…). Τεσσαράκοντα τόν ἀριθμόν πολῖται, ὑπό τήν ὁδηγίαν τοῦ ὑπολοχαγοῦ Μάμαλη τεθέντες, ἐκίνησαν περί τήν 10 ὥραν τῆς πρωϊας, κατόπιν δ’ αὐτῶν ὁ ἐπιλοχίας Ἀζάπης μεθ’ ἐτέρων τριάκοντα· ἐβδομήκοντα καί δύο ὅθεν τό ὄλον ἄνδρες (…) περί την 1 μετά τήν μεσημβρίαν ὥραν μόλις ἀφιχθέντες εἰς Χαϊδάριον (…) ἀπνευστί ἐπετέθησαν (…) καί ἐνέπηξαν τήν σημαίαν των είς τό ἀρχιστρατηγεῖόν του, ἤτοι τόν Παλαιόμυλον, ἀφ ὅπου ὁ Μήτζας κατησχυμένος ἐξήλθε καί διευθύνθη κυνηγούμενος μέχρι τῆς παραθαλασσίας, ὅπου θαλασσωθείς, ἐμβαρκαρίσθη κακήν κακῶς εἰς τάς λέμβους τοῦ ἐκεί περιμένοντος ἀτμοπλοίου, βοηθηθείς εἰς τοῦτο ἀπό τό ζωηρόν καί διαρκές πῦρ τῶν κανονίων τοῦ εἰρημένου πλοίου (…) καί ἐπῆρε το φύσημά του….»4

Τα ίδια γεγονότα περιγράφονται σε πρόσφατα κείμενά ως εξής:

«Στις 21 Φεβρουαρίου τμήμα εκατό ενόπλων ατάκτων μεταφέρθηκε με πλοία από τους Μύλους (Λέρνης) και αποβιβάστηκε στο παραθαλάσσιο Τολό, απ’ όπου προήλασε μέχρι το χωριό Χαϊδάρι (σήμερα Δρέπανο). Εκεί το αντιμετώπισε αποτελεσματικά ένα τμήμα του επαναστατικού στρατού με τη συνδρομή ντόπιων χωρικών και το ανάγκασαν να υποχωρήσει και να επιβιβασθεί εκ νέου στα πλοία και  στη συνέχεια να απομακρυνθεί προς τους Μύλους (…). Στις 24 Φεβρουαρίου τρεις οπλαρχηγοί με τριακοσίους κυβερνητικούς ενόπλους ατάκτους επανήλθαν με πλοίο και αποβιβάστηκαν και πάλι στο Τολό απ’ όπου, ύστερα από τρίωρη σύγκρουση με τους επαναστάτες, κατέλαβαν τα χωριά Παναγίτσα, Καστράκι και Χαϊδάρι και τους υποχρέωσαν να αποσυρθούν στο χωριό Τζαφέραγα (σήμερα Ασίνη). Την επόμενη, οι περίπου εκατό επαναστάτες, πιεζόμενοι από την ισχυρή δύναμη των ενόπλων ατάκτων, οι οποίοι στο μεταξύ είχαν ενισχυθεί από κυβερνητικά στρατεύματα (διλοχία Πεζικού, Ιππικό και Πυροβολικό) αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν προς την Άρια. Η εν συνεχεία ανεπίτρεπτη σκαιά συμπεριφορά των ατάκτων οπλοφόρων οδήγησε τους ντόπιους χωρικούς να ζητήσουν καταφύγιο στο Ναύπλιο και την Πρόνοια…» [Χρήστος Σ. Φωτόπουλος5].

«Φαίνεται ότι αρκετοί κάτοικοι των χωριών της Επαρχίας Ναυπλίας «είχαν ασπαστεί» την Επανάσταση. Είναι αυτοί, άλλωστε, που υπέστησαν τη βία και την καταστροφή των περιουσιών τους από τους άτακτους οπλοφόρους των κυβερνητικών στις 25 Φεβρουαρίου 1862, μετά τη νέα αποβίβασή τους στο Τολό, υπό τους Απόστολο Κολοκοτρώνη, Μπούκουρα και Μήτζα» [Κωνσταντίνος Γ. Γκότσης6].

Τα κείμενα αυτά χρειάζονται κάποια ανάλυση για να μην δημιουργούνται παρανοήσεις, σαν και αυτή του κειμένου όπου ο συγγραφέας, παρασυρόμενος  προφανώς από τον τρόπο που περιγράφονται τα γεγονότα σε κάποιες πηγές, μας μιλάει εσφαλμένα για «αποβίβαση στο παραθαλάσσιο (προφανώς χωριό) Τολό» και «προέλαση μέχρι το χωριό Χαϊδάρι». Με μια επισκόπηση της περιοχής, σε συνδυασμό με τις δυο αυτές αναφορές, εύλογα προκύπτει το συμπέρασμα ότι στα κείμενα της εποχής εκείνης το τοπωνύμιο «Χαϊδάρι» χρησιμοποιείται ως σημείο αναφοράς, δηλαδή το χωριό αυτό ως έδρα και του δήμου Ασίνης της βαυαρικής εποχής εκπροσωπεί με το όνομά του ολόκληρη την περιοχή. Συνεπώς, η αποβίβαση μπορεί να έγινε σε οποιοδήποτε σημείο της αρχομένης τότε από τον όρμο Καστρακίου Ασίνης εκτεταμένης παραλίας του δήμου αυτού, ενώ, για τον ίδιο λόγο, ο Παλαιόμυλος μπορεί να βρισκόταν οπουδήποτε στον δήμο. Την ίδια διαπίστωση φαίνεται να κάνει και ο προαναφερθείς Κωνσταντίνος Γ. Γκότσης, αναφερόμενος σε περιοχή Χαιδαρίου και όχι σε χωριό:

«΄Ετσι, στη μάχη που δόθηκε στις 21 Φεβρουαρίου, κατά την αποβίβαση του Μήτζα εκ μέρους των κυβερνητικών στο Τολό και στην περιοχή Χαϊδαρίου(του σημερινού χωρίου Δρεπάνου), με το μέρος των εξεγερθέντων – υπό των Λώρη, Μάμαλη και Αζάπη συμμετείχαν στις ένοπλες αναμετρήσεις «μικρά αποσπάσματα στρατιωτών και χωρικών», που κατεδίωξαν τους άντρες του Μήτζα».

Επίσης, το αναφερόμενο Τολό δεν είναι ο οικισμός (που άλλωστε τότε ονομαζόταν Μινώα), αλλά ο μυχός του ομώνυμου κολπίσκου, το λεγόμενο τότε Πόρτο Τολό, που σε όλη την έκτασή του  αποτελεί έναν φυσικό λιμένα. Εκεί και ο όρμος Καστρακίου Ασίνης, το «βαθύ» του Ομήρου, το μόνο κατάλληλο τότε σημείο για αποβίβαση, δεδομένου του αβαθούς της δυτικότερης ακτής. Όσον αφορά τα αναφερόμενα τοπωνύμια «Καστράκι» και «Παναγίτσα», πρόκειται επίσης για το αρχαίο κάστρο της Ασίνης με το χώρο γύρω από αυτό συμπεριλαμβανομένου και του όρμου. Λόγω της ύπαρξης στο αρχαίο κάστρο ναού της Παναγίας (Κοίμηση της Θεοτόκου) χρησιμοποιείται για τον ίδιο χώρο και η ονομασία «Παναγίτσα» ή «Παναΐτσα», ενώ και η παρακείμενη ευρύτερη αγροτική περιοχή λέγεται Παναγιά. Οικισμός εκεί δεν υπήρχε, πάρα μόνον κάποιες μεμονωμένες κατοικίες Ασιναίων, άρα και εδώ γίνεται λαθεμένη χρήση του όρου «χωριά». Ύστερα από αυτά γίνεται σαφές ότι τα στρατεύματα αποβιβάστηκαν στον όρμο Καστρακίου αρχαίας Ασίνης. Στη συνέχεια προωθήθηκαν μέχρι το λοφίσκο Μύλος της σημερινής Ασίνης στον οποίο ο Μήτσας έστησε το αρχηγείο του, στρατηγικό σημείο της περιοχής όπου και οι Γερμανοί κατά την Κατοχή είχαν το στρατόπεδό και σώζονται σήμερα τα καταφύγιά τους. Για τα γεγονότα που συνέβησαν μετά την επάνοδο κυβερνητικών ενόπλων την 24ην Φεβρουαρίου, η εφημερίδα «Ὁ  Συνταγματικός Ἕλλην» προσθέτει και τις ακόλουθες λεπτομέρειες:

«…πλήν ἡ εἴδησις ὅτι τό σκυλολόγιον τοῦτο ὑπό τόν ἀντίχριστον Μήτζαν εἰσβαλόν διά νυκτός εἰς τό ἄφρακτον καί ἄοπλον χωρίον Τζεφέραγα, ἐβεβήλωσε τόν ἐκεῖ ἱερόν ναόν, κατακερματίσαν τάς εἰκόνας καί ἀφαιρέσαν πᾶν ὄ,τι πολύτιμον ἱερόν σκεῦος εἶχεν, ἡ εἴδησις λέγομεν αὕτη ἔκαμε τόν δεκαετῆ παῖδα καί τόν ὀγδοηκοντούτη γέροντα νά διψήσῃ αἴματος ἐχθρικού, αἴματος ἱεροσύλου (…).»7

Στο απόσπασμα αυτό έχουμε ένα δείγμα της αναφερομένης «ανεπίτρεπτης σκαιάς συμπεριφοράς των ατάκτων οπλοφόρων» που ανάγκασε τους Ασιναίους να καταφύγουν για την ασφάλειά τους στο Ναύπλιο και την Πρόνοια. Και είναι  φυσικό ότι υπέστη η Ασίνη τα αντίποινα, αφού στα  πρόθυρά της έγινε η πρώτη σύγκρουση που είχε ως συνέπεια την εκδίωξη των κυβερνητικών. Ώστε λοιπόν και το τοπωνύμιο «Παλαιόμυλος» με το ίδιο ύψωμα φαίνεται να ταυτίζεται, ίσως μάλιστα από αυτό προέκυψε το «Μύλος», απέμεινε δηλαδή μόνο το δεύτερο συνθετικό.

Τους ανεμόμυλους αυτούς κατεδάφισαν μέχρι  θεμελίων οι Γερμανοί για να μην έλκουν την προσοχή των αεροπόρων και γίνονται στόχος, αφού όπως προανεφέρθη είχαν εκεί το στρατώνα και τα καταφύγιά τους.

Για τους μύλους και τους μυλωνάδες της Ασίνης επιβίωναν στο χωριό και ενδιαφέρουσες ιστορίες που είχα ακούσει από μη επιζώντες πλέον και τις παρουσιάζω τοποθετώντας τες σε χρονική σειρά. Την ανάμνηση της πολύ μακρινής εποχής, τότε που λειτουργούσαν στο ομώνυμο λοφίσκο δυο μύλοι διατηρεί η ιστορία που μου είχε αφηγηθεί ο Κωνσταντίνος Ευαγγ. Καρμανιώλας, γνωστός και με το παρωνύμιο «Μπουρέκης»:

Είχαν λοιπόν κάποτε εκεί τους μύλους τους δυο μυλωνάδες. Ο ένας εξ αυτών όμως συνευρίσκετο ερωτικά με τη σύζυγο του άλλου, ώσπου κάποια ημέρα τους είδε ο απατημένος σύζυγος. Γεμάτος οργή άρχισε να καταδιώκει οπλισμένος τον μέχρι τότε φίλο και συνάδελφό του. Η καταδίωξη διήρκεσε μέχρι τις παραθαλάσσιες απόκρημνες παρυφές του υψώματος Μπαρμπούνα, όπου τον παγίδευσε πάνω στον πανύψηλο κοφτό βράχο που εξέχει πάνω από τη θάλασσα, λίγα μέτρα δυτικά από τα Κόκκινα Λιθάρια. Μην έχοντας άλλη επιλογή ο απειλούμενος, ερρίφθη από εκεί πάνω στη θάλασσα. Η πτώση του όμως ήταν θανάσιμη και από τότε ο βράχος αυτός έμεινε να ονομάζεται «Λιθάρι του Μυλωνά».

Την επόμενη, που μας μιλάει για το επίσης τραγικό τέλος ενός νεώτερου μυλωνά, μου είχε διηγηθεί ο μπαρμπα-Μήτσος Τσίρος, δείχνοντάς μου και ένα σχετικό έγγραφο της εποχής. Σύμφωνα με το έγγραφο ο μυλωνάς μας ή μυλωθρός, όπως αναφέρεται, λεγόταν Κωνσταντίνος Αθ. Κακής και ενυμφέυθη το 1883 την Ασιναία Δημητρούλα Ιωάν. Χελιώτη. Ατυχώς, δεν σκέφθηκα να ρωτήσω που είχε το μύλο του και τι είδους ήταν. Κάποια μέρα ο μυλωνάς μετέφερε με το γαϊδουράκι του σιτάρι για άλεσμα από το δρόμο που ενώνει τα Αλώνια της Ασίνης με το ύψωμα Κόντρα. Μόλις είχε περάσει το ρέμα και ανηφόριζε, ανάμεσα στα δυο Λιαλιατσαίικα λιοτρίβια – από τη μια πλευρά των Κουτσοπαρεδραίων και από την άλλη των Μακρυγιανναίων, όταν κάποιοι εκεί καβγάδιζαν για τα πολιτικά κόμματα. Από τους μεν εκσφενδονίστηκε μια μεγάλη πέτρα εναντίον των άλλων, που όμως δέχτηκε κατακέφαλα ο διερχόμενος μυλωνάς. Τον πήγαν  στο σπίτι του όπου χαροπάλευε για τρία μερόνυχτα ώσπου απεβίωσε. Σύμφωνα με μεταγενέστερες πληροφορίες (που τοποθετούν το περιστατικό του θανάσιμου τραυματισμού πλησίον του καμπαναριού, ενώ έφθανε στο σπίτι του), η καταγωγή του μυλωνά ήταν από την Θήβα. Είχε έρθει αναζητώντας εργασία μαζί με τον πρόγονο των Παναγαίων, νυμφεύτηκαν και εγκαταστάθηκαν εδώ. Κόρη του η παπα-Αναστάσαινα (Πρεσβυτέρα Ιερ. Αναστ. Ορφανού) που όταν συνέβη το μοιραίο ήταν τριών ετών, ενώ η σύζυγός του Δημητρούλα χηρεύοντας ξαναπαντρεύτηκε (οι μεταγενέστερες αυτές πληροφορίες προέρχονται από τον Ιωάννη Κυριάκου  Μπιτινή, απόγονο της Δημητρούλας, ενώ επιβεβαιώνονται και από την κυρα-Ελένη χήρα Κυριάκου Ορφανού).    

Ας περάσουμε τώρα στον τελευταίο χρονικά παραδοσιακό Ασινιώτικο μύλο, αυτόν των προαναφερθέντων Λιαλιατσαίων-Κουτσοπαρεδραίων, λίγο πιο πέρα από το ομώνυμο ύψωμα, στα ομαλά, επί της αγροτικής οδού, απέναντι από την Καλλιθέα (τ. Μουράταγα). Εκεί θα συναντήσουμε εργαζόμενο έναν συγγενή τους, Λιαλιάτσης και αυτός, που έμεινε στην ιστορία με το παρωνύμιο «Γιάνναρος». Την ιστορία του μου διηγήθηκε προ πολλών ετών ο αείμνηστος θείος μου Κώστας Νταντής γνωστός με το παρώνυμο «Τρικυμίας»:

Τα παλιά χρόνια συνηθιζόταν οι μαθητές του σχολείου να κάνουν κοινωφελείς εργασίες, όπως π. χ. να καθαρίζουν χωματόδρομους του χωριού από πέτρες και ότι άλλο δυσκόλευε τη διέλευση. Πλάι στο ξωπηγάδι, εκτός από την μεγάλη κυκλική πέτρινη γούρνα υπήρχε και μια ορθογώνια που όμως προεξείχε προς το δρόμο ώστε συχνά προσέκρουαν τα κάρα. Δάσκαλος του χωριού ήταν ο Θεόδωρος Γιαννακάκης (ο γερο-Γιαννακάκης, όπως τον αναφέρουν για να τον ξεχωρίζουν από τον ανεψιό του Δημήτριο που τον διαδέχτηκε). Ο δάσκαλος μαζί με τα πιο γεροδεμένα παιδιά μάταια προσπαθούσαν να στρέψουν λίγο τη γούρνα. Έτυχε τότε να περνάει από εκεί ο Γιάννης Λιαλιάτσης που ήταν άνδρας σωματώδης, σκληραγωγημένος και με πολύ μεγάλη μυϊκή δύναμη, ένας άλλος Κουταλιανός. Ο δάσκαλος τον καλεί λέγοντας:

-         Έλα Γιάννη, βάλε και εσύ ένα χέρι.

Αυτός όμως τους παραμερίζει όλους, πιάνει τη γούρνα με τις χερούκλες του, την ανασηκώνει και τη μετακινεί μόνος του. Έκπληκτος ο δάσκαλος του λέει:

-         Μωρέ εσύ δεν είσαι Γιάνννης, είσαι Γιάνναρος!!!

και από τότε έμεινε γνωστός με αυτό τον τύπο του ονόματός του.

Εργαζόμενος στο μύλο ένα πρωινό, ξυπόλητος όπως πάντα, πάτησε μια μεγάλη πρόκα που διαπέρασε το πόδι του. Δεν έδωσε σημασία αν και κάπως τον ενοχλούσε, συνέχισε κανονικά την εργασία του ως το βράδυ και όταν πήγε στο σπίτι λέει στη γυναίκα του:

-         Πάτησα ένα ασπράγκαθο, έλα να το βγάλεις.

Κοιτάζει αυτή και έκπληκτη αντί για ασπράγκαθο βλέπει την πρόκα, που για να την βγάλει χρειάστηκε τανάλια! Την επομένη πήγε κανονικά στη δουλειά του σαν να μην είχε συμβεί τίποτα!!!...


Πρόσφατα άκουσα και άλλες ιστορίες που μιλούν για τη μυϊκή δύναμη και αντοχή του. Όλες μαζί θα μπορούσαν να γεμίσουν μια ξεχωριστή εργασία.

Τους παραδοσιακούς αυτούς μύλους διαδέχτηκαν κατά τα μέσα του 20ου αι. οι μηχανοκίνητοι8, τέσσερις συνολικά, λόγω της μεγάλης εδώ σιτοπαραγωγής.  Ήταν οι μύλοι των:

  • Δημητρίου Κ. Μηναίου, στις εγκαταστάσεις του εργοστασίου κονσερβών, πλάι στην κατοικία του.
  • Τάσσου Ι. Φίλη απέναντι από το σπίτι του, εκεί όπου μέχρι πρόσφατα υπήρχε το κιόσκι της στάσης λεωφορείων.
  • Εμμανουήλ Σαμπαριώτη, στο κτίσμα στη είσοδο της αυλής του, πλάι στην οικία του τσαγκάρη. Πρόσφατα, κατά την επισκευή του, πριν ξανασοφατιστεί είχαν αποκαλυφθεί οι πλίθινοι τοίχοι του.
  • Αδελφών Ι. Κωστόπουλου (Μαστρογιανναίων) στη στροφή, απέναντι από το παλιό μπακάλικο Δαμιανού.

Μεταπολεμικά ένας-ένας έπαυσαν τη λειτουργία τους καθώς έφθινε η σιτοπαραγωγή, ενώ ήρθε και το βιομηχανικό αλεύρι. Μέχρι τότε η Ασίνη ήταν από τις κύριες σιτοπαραγωγικές περιοχές της Αργολίδας. Η γειτονιά μου ονομάζεται «Αλώνια» επειδή εδώ υπήρχε δίδυμο αλωνιών, το ένα πλάι στο άλλο. Ακόμα ένα μεγάλο υπήρχε κατηφορίζοντας ακριβώς μετά το παλιό  περίπτερο, όπως με είχε πληροφορήσει ο μακαρίτης Λεωνίδας Μαυραγάνης. Εκεί έκαναν τα παλιά χρόνια οι Ασιναίοι το αλώνισμα, με τα ζώα και τα δικράνια. Αργότερα ήρθαν οι αλωνιστικές μηχανές. Ένας Ασιναίος, ο Θάνος Χριστόπουλος μαζί με συνεταίρους του (Θάνος Χριστόπουλος & Σια) διέθεταν αλωνιστικό συγκρότημα, ενώ κατά καιρούς  έρχονταν και άλλα αλωνιστικά συγκροτήματα, μεταξύ των οποίων τα:

  • Τσιλιμίγκρα με έδρα το Ναύπλιον
  • Ευαγγ. Αθ. Γαλάνη & Υιών από το Λυγουριό
  •  Ιωάννου Κ. Δρίτσα από το Αδάμι
  • Αδελφών Ανδριανόπουλων & Σια από τα Πυργιώτικα.

                             Απόδειξη από το αρχείο του παππού μου

Μια από  τις ωραίες αναμνήσεις της παιδικής μου ηλικίας ήταν ο ενθουσιασμός μας  όταν έφερναν την αλωνιστική μηχανή, μηχάνημα θηρίο στα μάτια τα δικά μας τα παιδικά. Καθώς ένα μεγάλο τρακτέρ την έσερνε αργά-αργά πάνω στο κακό οδόστρωμα, έκαναν ένα χαρακτηριστικό θόρυβο που γινόταν αντιληπτός από μακριά και όλα τα παιδιά ξεφωνίζοντας από χαρά τρέχαμε στην δημοσιά όπου τα βλέπαμε εντυπωσιασμένοι. Το ίδιο τρακτέρ που την τραβούσε, κατά το αλώνισμα της έδινε κίνηση με έναν φαρδύ ιμάντα.

Την θυμάμαι ενώ λειτουργούσε, καταπίνοντας τα δεμάτια και ξεχωρίζοντας το σιτάρι από το άχυρο που έβγαινε σε δέματα. Βέβαια, η δική μου διασκέδαση όσον αφορούσε το σιτάρι ξεκινούσε μήνες πρωτύτερα, όταν ο παππούς μου μετά τη σπορά έκανε το σβάρνισμα. Τότε με άφηνε να κάθομαι επάνω στη σβάρνα ενώ την έσυραν τα άλογα!

ΤΟ  ΠΑΡΑΠΟΝΟ  ΤΟΥ  ΣΙΤΑΡΙΟΥ  

(Μια παράδοση της Ασίνης, που πρώτος κατέγραψε μια  παραλλαγή ο λαογράφος μας Κώστας Σεραφείμ9. Περιγράφονται όλα τα στάδια από τη σπορά μέχρι την κατανάλωση, μέσα από ένα υποτιθέμενο διάλογο του σιταριού με τη μάνα του, η οποία δικαιολογεί πάντα τους ανθρώπους για τον τρόπο που το μεταχειρίζονται):

                                Σιτάρι: Μανούλα μου οι άνθρωποι με ρίχνουν στο χώμα και με                      

                                             σκεπάζουν, με σπέρνουν.

                                Μάνα: Καλά σου κάνουνε.

                                Σιτάρι: Μόλις μεγαλώσω με θερίζουν.

                                Μάνα: Καλά σου κάνουνε.

                                Σιτάρι: Με δένουν δεμάτια.

                                Μάνα: Καλά σου κάνουνε.

                                Σιτάρι: Με φορτώνουν στα μουλάρια.

                                Μάνα: Καλά σου κάνουνε.

                                Σιτάρι: Με ρίχνουν στ’ αλώνι.

                                Μάνα: Καλά σου κάνουνε.

                                Σιτάρι: Με αλωνίζουνε.

                                Μάνα: Καλά σου κάνουνε.

                                Σιτάρι: Με αλέθουνε.

                                Μάνα: Καλά σου κάνουνε.

                                Σιτάρι: Μου ρίχνουνε νερό με πνίγουνε και με ζυμώνουνε.

                                Μάνα: Καλά σου κάνουνε.

                                Σιτάρι: Με πλάθουνε και με μαχαιρώνουν.

                                Μάνα: Καλά σου κάνουνε.

                                Σιτάρι: Με ρίχνουνε στο φούρνο και με ψήνουνε.

                                Μάνα: Καλά σου κάνουνε.

                                Σιτάρι: Με τρώνε.

                                Μάνα: Καλά σου κάνουνε.

                                Σιτάρι: Με ξανακόβουνε και με ξαναψήνουν δηλαδή με καψαλίζουν.

                                Μάνα: Έ παιδί μου, να μη σε χορτάσουνε;

   

Ηλίας Κ. Μηναίος

 

Παραπομπές:

1. Ξαυέριος Λάνδερερ, Καθηγητής ἐν τῳ Ὀθωνείῳ Πανεπιστημείῳ, Ἀρχιφαρμακοποιός τῆς  Α. Μ. κ.λ.π. Τεχνολογία ἤτοι Χημεία ἐφηρμοσμένη εἰς τάς Τέχνας - Περί κατασκευής ἀλεύρου (σελ. 224-227),  ἐν Αθῆναις, 1846,

2. Αγγελική Πανοπούλου, Το Territorio του Ναυπλίου: Η διαχείριση των αγροτικών και των φυσικών πόρων (τέλη 17ου – αρχές 18ου αι.), Ναυπλιακά Ανάλεκτα IX, σελ. 362, Ναύπλιο 2016.

3. Κωνσταντίνος Ντόκος, Καθηγητής της Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας - Αργειακή Γη, Επιστημονική και λογοτεχνική έκδοση του Πνευματικού Κέντρου Δήμου Άργους, τεύχος 2, Δεκέμβριος, 2004 // Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Β’ Βενετοκρατία, Ιστορία (…), 17 Μαρτίου, 2018,  θέμα: Κιβέρι – Μύλοι – Σκαφιδάκι.

4. Ὁ Συνταγματικός Ἕλλην - ἐφημερίς τῶν ἀρχῶν τῆς πρώτης Φεβρουαρίου, ανατύπωση από την μη κερδοσκοπική αστική εκδοτική εταιρία «Ἁπόπειρα», αρ. φύλλου 13,  Ναύπλιον 24  Φεβρουαρίου 1862.

5. Χρήστος Σ. Φωτόπουλος,  Η Ναυπλιακή Επανάσταση του 1862 – Το Στρατιωτικό μέρος, Ναυπλιακά Ανάλεκτα VIII, σελ. 123-124, Ναύπλιο 2013.

6. Κωνσταντίνος Γ. Γκότσης, Η Επανάσταση του 1862 και το Ναύπλιο, Ναυπλιακά Ανάλεκτα VIII, σελ. 86,  Ναύπλιο 2013.

7. Ὁ Συνταγματικός Ἕλλην ό. π., αρ. φύλλου 15,  Ναύπλιον 28  Φεβρουαρίου 1862.

8. Τον κατάλογο των μηχανοκίνητων μύλων οφείλουμε σε πληροφορίες του κουρέα μας Νικολάου Κ. Αργείτη, που πρόσφατα έφυγε από τη ζωή.

9. Κώστας Σεραφείμ, Λαογραφικά της Αργολίδας, σελ. 138-139, Αθήναι, 1981.

-       Οι έγχρωμες φωτογραφίες είναι δικής μου λήψης.

-      Τη φωτογραφία με το τρακτέρ δανείστηκα από το διαδίκτυο (ανάρτηση 8ης Ιουνίου Ελένης Τσάκωνα και Θωμά Μούζα στην ομάδα του fb «Αργοναυπλία-Ερμιονίδα-Τροιζηνία διαχρονικά και λαογραφικά»).

Τρίτη 13 Ιουλίου 2021

ΠΑΜΕ ΜΕΣΑ;

Με τον μακαριστό παπα-Λευτέρη Τσίρο από τα Λευκάκια είχαμε κάνει επανειλημμένα συζητήσεις γύρω από την ιστορία των χωριών μας. Με ιστορικά ενδιαφέροντα και οι δυο, κάποια μέρα συναντηθήκαμε στην αφετηρία των λεωφορείων στο Ναύπλιο. Ήταν τότε που γινόταν η αναστήλωση ή μάλλον ανακατασκευή της Πύλης της Ξηράς. Ενώ παρακολουθούσαμε τις εργασίες περιμένοντας το λεωφορείο, μου λέει:

- Ξέρεις γιατί όταν ερχόμαστε στο Ναύπλιο  λέμε «πάμε μέσα»;   

Πράγματι, ακόμα τα χρόνια εκείνα, κυριαρχούσε αυτή η φράση σε συζητήσεις, όταν κάποιος ή κάποιοι ανακοίνωναν ότι πηγαίνουν στο Ναύπλιο ή με ερωτηματικό όταν ο ένας πρότεινε στον άλλο κάτι τέτοιο. Ακόμα και σήμερα ακούγεται συχνά.

Συνεχίζοντας ο συνομιλητής μου εξήγησε ότι η φράση αυτή έχει την ιστορία της από πολύ παλιά, ακόμα και από τα χρόνια της Επανάστασης, που η πόλη του Ναυπλίου ήταν περιτριγυρισμένη από το τείχος. Οι κάτοικοι της περιοχής μας (φαντάζομαι και των άλλων περιχώρων), θεωρώντας και εαυτούς Ναυπλιείς, τους εκτός των τειχών, δεν έλεγαν «πάμε στ’ Ανάπλι» αλλά  «πάμε μέσα», δηλαδή μέσα από τα τείχη, πιο συγκεκριμένα μέσα από την συγκεκριμένη πύλη που ήταν η είσοδος στην πόλη.  Αλλά και οι νεότερες γενεές κάπως έτσι σκέπτονται. Δυο πρόχειρα παραδείγματα που μου έρχονται στο νου είναι τα παρακάτω:

Όταν η ομάδα μας, της Ασίνης,  ο Πανασιναϊκός, δύο φορές πρωταθλήτρια του ομίλου της έδωσε αγώνα για την άνοδο σε εθνική κατηγορία, ποδοσφαιρικοί παράγοντες και φίλαθλοι του χωριού έλεγαν:

Τι να την κάνουμε την άνοδο, έχουμε ομάδα στην εθνική κατηγορία, τον Παναυπλιακό.

Όταν πάλι είχε γίνει Λαϊκή Συνέλευση για την ένωση των χωριών μας σε τοπικό δήμο επικράτησε η άποψη:

Γιατί να κάνουμε δήμο; Τα Λευκάκια ήδη ενώθηκαν με το Ναύπλιο. Να  πάμε και εμείς με το Ναύπλιο

Η φράση αυτή δεν είχε αντίλογο και σήμανε τη λήξη της Λαϊκής Συνέλευσης.

Ναυπλιείς και εμείς, άλλωστε τι ήταν το Ναύπλιο πριν την Επανάσταση; Μια τουρκόπολη που οι χωρικοί την απελευθέρωσαν και πρώτοι της έδωσαν ελληνικό έμψυχο δυναμικό. Όπως και κάθε πόλη, πολλά χρωστάει σε αυτούς που ζουν έξω από αυτήν και την βοήθησαν να γίνει αυτό που είναι. Έτσι, για να μην ξεχνιόμαστε και σαν ελαχιστότατη απόδοση τιμής στους, ξεχασμένους από πολλούς, ντόπιους αγωνιστές της Επανάστασης μια και διερχόμαστε χρονιά επετειακή. Δεν θα έπρεπε άραγε να έχει στηθεί ένα μνημείο για αυτούς τους αγωνιστές; Σκέπτομαι μάλιστα ότι ο κόμβος της Αγίας Ελεούσας θα ήταν η καταλληλότερη θέση. Άλλωστε εκεί κοντά, στον Εξώστη(τότε Μερζέ), ήταν  το στρατόπεδο της πολιορκίας του Ναυπλίου, όπως αναφέρει στη «Ναυπλία» του (σελ. 209) ο Μιχ.  Λαμπρυνίδης:  «τό στρατόπεδον τῆς πολιορκίας, ἐστημένον παρά τῳ ἐγγύς τοῦ Ναυπλίου χωρίῳ Μερζέ».


Ηλίας Κ. Μηναίος


(Ανάρτησή μου στο facebook, της 23ης Φεβρουαρίου 2021)


Σάββατο 15 Μαΐου 2021

ΜΟΥΣΙΚΗ ΑΣΙΝΗ. ΚΟΥΡΕΙΟΝ – ΜΠΑΚΑΛΟΤΑΒΕΡΝΑ - ΜΟΥΣΙΚΟ ΜΕΓΑΡΟ «ΜΠΕΤΟΒΕΝ».

Οι λαϊκοί οργανοπαίχτες ήσαν ως επί το πλείστον πρακτικοί, αυτοδίδακτοι ή μαθήτευσαν κοντά σε άλλους μουσικούς. Είχαν από τη φύση τους ανεπτυγμένο το ταλέντο, το καλλιέργησαν, το αξιοποίησαν, για κάποιους μάλιστα η ενασχόληση με τη μουσική ήταν οικογενειακή παράδοση. Ήσαν απλοί, καθημερινοί άνθρωποι του μόχθου και της βιοπάλης, οι περισσότεροι είχαν τη μουσική ως δεύτερη δουλειά, για ενίσχυση του εισοδήματός τους. Έπαιζαν σε πανηγύρια, γάμους, παρέες φίλων, διάφορες εκδηλώσεις. Σε κάθε τόπο ακόμα και μικρές κοινωνίες είχαν δικούς τους οργανοπαίχτες. Φυσικά η Ασίνη δεν μπορούσε να υστερήσει, όχι μόνο σε αυτό αλλά και γενικότερα στα μουσικά δρώμενα της εποχής. Εδώ μάλιστα συνέβη κάτι εξαιρετικό. Αφ’ ενός κάποιοι ιδιαίτερα προικισμένοι μουσικοί μας είχαν αξιόλογη συμβολή στο δένδρο της ελληνικής μουσικής παράδοσης, το όνομά τους πέρασε στη βιβλιογραφία της λαϊκής και της ρεμπέτικης μουσικής, ακόμα και στη δισκογραφία, ενώ αφ’ ετέρου η δραστηριότητα κάποιων από αυτούς μαζί με την οικονομική άνθηση του χωριού προσήλκυσε καλλιτέχνες πανελλήνιας εμβέλειας. Ήδη σε κάποιο άλλο γραπτό μου έχω αναφερθεί στους δεσμούς του Κώστα Ρούκουνα με την Ασίνη, εδώ θα συναντήσουμε και άλλους.  Ας ξεκινήσουμε όμως με τους δικούς μας, τους Ασιναίους ή Ασινιώτες όπως συνηθίζαμε να λέμε παλαιότερα. 

Θα αρχίσω με ένα απόσπασμα από το λόγο που εκφώνησε στις 31-01-1937 ο απερχόμενος δάσκαλος του χωριού Θεόδωρος Δ. Γιαννακάκης, στα εγκαίνια του σχολικού κτιρίου της Ασίνης [Εφημερίδα «Ναυπλιακή Ηχώ» (14-02-1937)]. Αναφέροντας μια-μια τις προόδους των Ασιναίων, που τους είχαν φέρει σε θέση υπεροχής έναντι των γύρω χωριών, μεταξύ των άλλων βλέπουμε να τους επαινεί και για την εξέλιξη στην ενόργανο μουσική:

«Ὅλα (…) Κύριοι δέν τά ἀφήσατε ὡς τά ἐκληρονομήσατε ἀπό τούς γονεῖς Σας, ἀλλά πρός τήν πρόοδον καί τήν ἑξέλιξιν τα ὡθήσατε, ὅλους τούς θυμαρῶνας καί δαφνῶνας εἰς ἀγροπερίβολα καί δενδροπερίβολα μετεβάλατε καί τήν ἄρδευσίν των διά πετρελαιοκινήτων Μηχανῶν καί ἡλεκτρικοῦ ῥεύματος ἐπεδιώξατε, τήν χειροβιομηχανίαν τῆς τομάτας εἰς πολτόν προηγάγατε εἰς Κονσερβοποιεῖα τά Μόνα ἐν Άνατολῆ. Τήν ἤν ἐκληρονομήσατε ἐνδυμασίαν σας ἐκποδῶν ἐποιήσατε καί τέλειοι Εὐρωπαῖοι ἐγίνατε. Σεῖς δέ αἱ γυναῖνες τήν τελευταίαν μόδαν ἀκολουθεῖτε Παρισιαναί ἐγίνατε, τήν αὐτήν ἐξέλιξιν καί πρόοδον ἠκολουθήσατε καί εἰς τήν Ἐπιστήμην, Ἱερωσύνην, ξυλουργικήν, τοιχοποιΐαν, ἐνόργανον Μουσικήν καί Μελισσοκομίαν καί αὐτούς ἀκόμη τούς σταύλους τῶν ζώων σας ἐπί τό ἀναπαυτικώτερον, ὑγιέστερον καί θερμότερον μετεβάλατε (…) ὅλα πρός τήν ἑξέλιξιν, τήν τελευταίαν Πρόοδον ὡθήσατε.»

Με τη διατύπωση του ο δάσκαλος στο τέλος του αποσπάσματος: «προς την εξέλξιν…» αφήνει έτσι να εννοηθεί ότι υπήρχε παλιά παράδοση, όμως οι παλαιότεροι εκείνοι μουσικοί θα παραμείνουν αφανείς, αφού τα ονόματά τους κανείς πλέον δεν γνωρίζει. 

Επίσης στο ίδιο δημοσίευμα διαβάζουμε ότι μετά την τελετή των εγκαινίων ακολούθησε ολονύκτιο γλέντι στο οποίο «επαιάνισε εξαμελής όμιλος μουσικών», ασφαλώς Ασιναίων. Φαντάζομαι τον Συγγριμή με το ταμπούρλο του να δίνει το ρυθμό, εξ ου και το προσωνύμιό του «Ταμπουρλιέρης» με το οποίο έμεινε στη μνήμη μας. Επίσης τον μπαρμπα-Νίκο Τσιρίκο/Γκιτζίρη που, γέροντας πλέον, μου διηγείτο με τα παρακάτω λόγια ότι με το βιολί του στήριξε την πατρική του οικογένεια:

-Κάθε πρωί έδινα στη μάνα μου ένα τάλιρο, μ’ αυτό το τάλιρο κράτησα όρθια την οικογένεια.

Ακόμα, τους δυο αδελφούς Σεραφείμ ή Κουτσαβαίους με το μπάντζο και το λαούτο τους, καθώς και τον νεαρό ανηψιό τους Κώστα Μπιτινή  επίσης με το βιολί του. Ο Μητσιοκόλιας ήταν ακόμα μικρό παιδί.

Οι τέσσερις τελευταίοι ήσαν που έγραψαν ιδιαίτερη ιστορία.  Οι αδελφοί Σεραφείμ και οι ετεροθελείς αδελφοί Κώστας Μπιτινής και Δημήτρης Κόλιας ή Μητσιοκόλιας. Και των τεσσάρων τα ονόματα κέρδισαν σημαντική θέση στη βιβλιογραφία της Ρεμπέτικης και της Λαϊκής μουσικής, συνδέοντας μάλιστα το όνομά τους με το ξεκίνημα, την πορεία και γενικότερα τη ζωή του μεγάλου Μανώλη Χιώτη.

 Στην τοπική εφημερίδα «Παρατηρητής» (08 Σεπτ. 1993)  συνάντησα κάποτε μια πρώτη αναφορά σε έναν από τους Σεραφείμ, που προηγούνται χρονικά:

«Εκεί στο χορό ο τραγουδιστής πολλές φορές αυτοσχεδιάζει (…) κάποιες φορές παρεμβάλλονται κάποιοι σατιρικοί  πειραχτικοί ή προτρεπτικοί στίχοι, όπως αυτός που απεύθυνε ο παλιός οργανοπαίχτης Σεραφείμ - Κουτσάβας απ’ την Ασίνη, σε μια κοπέλα που χόρευε διστακτικά:

Χόρεψε παναθεμά σε

πασουμάκια μη λυπάσαι,

θα σε πάω στον τσαγκάρη

να σου κάνει άλλο ζευγάρι»

Πρόσφατα συνάντησα ακόμα δυο καταγεγραμμένες αφηγήσεις. Στην πρώτη, ο συγγενής τους Δημήτριος Σεραφείμ που ήταν δημοσιογράφος με δική του εφημερίδα υπό τον τίτλο «Πρόοδος Ασσίνης», συνδικαλιστής και πολιτευτής του Αγροτικού κόμματος, μας λέει:

«Οι αδελφοί Σεραφείμ είχαν το παρατσούκλι «Κουτσαβαίοι» από τη λέξη κουτσαβάκι γιατί ήταν μάγκες και νταήδες της εποχής εκείνης στην περιοχή. Ήταν αυτοδίδακτοι μουσικοί, που παίζανε μπάντζο και λαούτο. Στο «κουρείον» τότε και μπακαλοταβέρνα, που είχαν επονομάσει «Μπετόβεν», μαζευόντουσαν και παίζανε. Εκεί πήγαινε και ο Μανώλης ο Χιώτης, μικρό παιδί τότε, και έπαιζε μαζί τους. Αυτοί οι Κουτσαβαίοι ήταν ξακουστοί στη  ευρύτερη περιοχή της Αργολίδας γιατί έπαιζαν σε όλους τους γάμους και τα πανηγύρια που γινόντουσαν εκεί. Έτσι ξεκίνησε και ο Χιώτης».

Σε μια δεύτερη, ο λαϊκός συνθέτης και κιθαρίστας Γιάννης Μπαφούνης ή Σαμιώτης,  αναφέρει:

«Με τον Μανώλη (Χιώτη) γνωρίστηκα προπολεμικά στ’ Ανάπλι. Τότε γνώρισα και την οικογένειά του (…). Στ’ Ανάπλι ήσαν δυο αδερφοί Σεραφείμ που παίζανε μπάντζο και ούτι. Μαζί τους είχαν και έναν ανιψιό τους, τον Μπιτινή, που έπαιζε βιολί. Ο ένας μάλιστα είχε και κουρείο που το λέγανε «Μπετόβεν» και πήγαινα τα πρωινά και με μαθαίνανε κουρέα. Μ’ αυτούς λοιπόν πρωτοδούλεψα πότε στα πανηγύρια και πότε στο «Αρία» που ’ταν λίγο έξω απ’ τ’ Ανάπλι και το είχε ο Γιάννης Ρετάλης ή Τσολής. Εκεί (στ’ Ανάπλι) δούλεψα και με τον Μανώλη –και από τότε γίναμε φίλοι (…)»

Συμπληρωματικά αναφέρω ότι το παρατσούκλι τους «Κουτσάβας» καθώς και το υποκοριστικό «Κουτσαβάκι» ετυμολογούνται εκ του «κουτσά βαίνω», επειδή οι μάγκες συνήθιζαν να περπατάνε με έναν τρόπο που έμοιαζε σαν να κουτσαίνουν. Στην κύρια βιβλιογραφική πηγήπου έχω εδώ χρησιμοποιήσει διαβάζουμε επίσης:

«Στο Ναύπλιο (…) ο νεαρός Χιώτης γράφεται και στο ωδείο της πόλης με δάσκαλο τον Χαραμή  (…). Που να χωρέσει όμως το ωδείο έναν ολόκληρο Χιώτη, έστω και σε ηλικία 11-12 χρονών. Ανταμώνει με τους Κουτσαβαίους, τους αδελφούς Σεραφείμ, αυτοδίδακτους μουσικούς της περιοχής και μαγκίτες ολκής. Σύχναζαν στο κουρείο «Μπετόβεν» (στην Ασίνη), το οποίο μεταξύ άλλων λειτουργούσε και ως μπακαλοταβέρνα, και έπαιζαν στους γάμους και στα πανηγύρια της ευρύτερης περιοχής. Εκεί γνωρίζεται και με το Δημήτρη Κόλλια και γίνονται φίλοι παντοτινοί»

Ήρθε όμως η ώρα να αναφερθούμε στην αίθουσα αυτή, την αίθουσα των Κουτσαβαίων, που δεν είχε μόνο τις προαναφερθείσες χρήσεις. Λειτουργούσε και ως κέντρο  διασκέδασης, σε τακτική βάση, φιλοξενώντας  μεγάλα ονόματα του τραγουδιού, με πιο γνωστά την μεγάλη τότε Γεωργία Μπλάνα στο μεσουράνημά της και τον Περπινιάδη στο ξεκίνημα του.

Ας αφήσουμε για μια ακόμα  φορά, το φίλο και λάτρη της τοπικής μας παράδοσης Τάσσο Σπ. Μουταβελή να μας διηγηθεί:

«Ερχότανε η Γιωργία Μπλάνα και ο Περπινιάδης, αλλά η Γιωργία ήτανε μεγαλύτερο όνομα τότε, το 1956-57. Ερχότανε πότε με τον Περπινιάδη πότε με κανέναν άλλον. Άμα τραγούδαγε η Γιωργία πήγαινε κόσμος. Ερχότανε μέχρι 1959. Για να το θυμάμαι θα ήμουνα 10 χρονών, αλλά και 8 να ήμουνα, άιντε να ’τανε το ’57. Όλη τη δεκαετία του ’50. Έδινε και έπαιρνε τότε. Η Μπλάνα σίγουρα, τι να σου πω, κάθε 15 μέρες ήτανε εδώ. Ο Περπινιάδης ήτανε ακόμα δεύτερη φωνή, άρχισε να τραγουδάει σαν πρώτη φωνή το ’56 με ’57.  Μια φορά, το ’55 με ’56, τραγούδησε και στου Γιαννέλη, όπου βάλανε για πάλκο δέματα τελάρα. Δέματα-δέματα και είχε ανέβει επάνω για να τραγουδήσει, αλλά γλίστρησε, έπεσε κάτω και στραμπούλιξε το πόδι του. Τονε πήγανε στην Κουμπουρίτσαινα και του τ’ όφτιαξε για να πάει να τραγουδήσει. Ήτανε του αγίου Δημητριού το πανηγύρι. Είχανε κλείσει το δρόμο, δεν περνάγανε τα αυτοκίνητα, τα στέλνανε από πάνω, από την εκκλησία. Τι αυτοκίνητα περνάγανε τότε, άιντε να περνάγανε στο δίωρο 5 με 7. Τους βόλευε να βάλουνε και στο δρόμο καθίσματα, ήτανε υπόθεση. Τότε ο Περπινιάδης δεν είχε γίνει ακόμα φίρμα. Τονε ξέρανε, αλλά στα πανηγύρια. Δεν είχε γυρίσει δίσκο, ο πρώτος δίσκος που είχε γυρίσει μόνος του ήτανε το ’56 με ’57. Αυτά τα άκουγα εγώ εκεί κάτω στου παππού μου, που περνάγανε όλοι και τα συζητάγανε. Και για τον Περπινιάδη και για την Γιωργία.

-         Τραγουδάει η Γιωργία, λέγανε.

Λες και ήτανε η δική τους Γιωργία. Ήτανε η Γιωργία με το όνομα που λέμε, μεγάλη τραγουδίστρια για τότε, δεν ήτανε καμιά τυχαία δηλαδή.

-         Που τραγουδάει η Γιωργία, ρωτάγανε,

-         Στους Κουτσαβαίους.»

Στη βιογραφία της2 διαβάζουμε: Η Γεωργία Μπλάνα ήταν από τα Τρίκαλα, Ξεκίνησε την επαγγελματική της σταδιοδρομία στο τραγούδι σε ηλκία 20 ετών, το 1950. Αρχές της δεκαετίας του 1950 ξεκίνησε και τη δισκογραφία, με πιο γνωστά τραγούδια της τα: «Όλα τα δέντρα ανθίσανε»«Χελιδόνι μου»,  «Νύχτα εγώ σε φίλησα», «Παντρεύεται η Αναστασιά», «Η Ελενη από τη Δράμα», και άλλα πολλά. Εργάσθηκε σε πάρα πολλά κέντρα της Αθήνας συνεργαζόμενη με τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες της εποχής. Εργάσθηκε και  στο εξωτερικό. Με τη εξαιρετική καθαρότατη φωνή της κατατάσσεται μεταξύ  των πρώτων της γενιάς της. Τελικά όμως την κέρδισε ο μητρικός ρόλος και αποσύρθηκε το 1965.

Όπως βλέπουμε, στην Ασίνη ερχόταν στο μεσουράνημα της καριέρας της και αυτό είναι σημαντικό.

Στην επόμενη φωτογραφία βλέπουμε ότι το κτίριο είχε αρκετό μήκος, ώστε μπορούσε ο ισόγειό του να χρησιμοποιείται ως αίθουσα ψυχαγωγίας. Επίσης μπροστά και πίσω υπάρχει πολύ μεγάλος υπαίθριος χώρος όπου μπορούσαν να γίνονται καλοκαιρινές εκδηλώσεις.

Η ακόλουθη φωτογραφία είναι από λεύκωμα του πρ. Δήμου Ασίνης, στην οποία φαίνεται η θέση του κτιρίου με το εμβληματικό κωνοειδές ύψωμα, τον  Αγιολιά, να δεσπόζει υπεράνω της Ασίνης.

Είναι ώρα όμως να ασχοληθούμε με την επόμενη γενιά Ασιναίων καλλιτεχνών, επίσης ενδιαφέρουσα. Στα αποσπάσματα είδαμε αναφορές στον ανεψιό των Κουτσαβαίων, Κώστα  Μπιτινή, που έπαιζε βιολί, καθώς και στον Δημήτρη Κόλλια. Πρόκειται όπως είπα για ετεροθαλή αδέλφια με την ίδια μητέρα, που είχε χηρέψει και ξαναπανδρεύτηκε (έτσι τη θυμόμαστε ως κυρα-Γιούλα Κόλλιαινα). Και οι δυο έκαναν σπουδαία καριέρα, ο πρώτος με το βιολί του, ο δεύτερος με την κιθάρα του.

Ο Κώστας Μπιτινής υπήρξε και εξαιρετικός μουσικοσυνθέτης, αλλά και τραγουδιστής. Δικής του σύνθεσης τραγούδια που έγιναν δίσκοι, όπως τα: «Η γυναίκα που μ’ αρέσει» που τραγούδησε ο Στέλιος Καζαντζίδης, «Η Ελένη από τη Δράμα» που τραγούδησε προαναφερθείσα η Γεωργία Μπλάνα, ενώ ακούμε τον ίδιο σε δίσκο να τραγουδάει με εξαιρετική φωνή το Δημοτικό «Ένα πουλάκι πέταξε».

Για το Δημήτρη Κόλλια υπάρχει αναρτημένο3 στο διαδύκτιο το εξής μικρό βιογραφικό:

«Ο Δημήτρης Κόλλιας συνεργάστηκε, παίζοντας κιθάρα, με όλους σχεδόν τους τραγουδιστές από το 1940 και μετά. Το 1962 πήγε στην Αμερική, με τον Μανώλη Χιώτη και τη Μαίρυ Λίντα. Έμεινε εκεί, ως το 1976.»

Μαζί με το μικρό αυτό βιογραφικό είναι δημοσιευμένη η άνω φωτογραφία, όπου εικονίζεται ο Δημήτρης Κόλιας με την κιθάρα του πλάι στον Μανώλη Χιώτη στην Αμερική. Προέρχεται από την κυρία πηγή μας, όπου είναι επίσης  δημοσιευμένη μια επιστολή του Μανώλη Χιώτη και της Μαίρης Λίντα προς τον Δημήτρη. Σε αυτήν διαπιστώνεται η μεγάλη οικειότητα και αδελφική φιλία που υπήρχε μεταξύ τους. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, απόμαχος πλέον, ζούσε στην Ασίνη καλλιεργώντας το δενδροπερίβολό του και το καλοκαίρι έπαιζε κιθάρα στο πανηγύρι την Αγίας Παρασκευής στο Τσέλου. Περνώντας με το αγροτικό του αυτοκίνητο για να πάει προς το Τσέλου, όταν με έβλεπε στην αυλή μου σταματούσε να με χαιρετίσει, ενώ δεν παρέλειπε να αναφέρει κάποια συγγένεια των οικογενειών μας.

Η παράδοση αυτή συνεχίζεται αδιάκοπα μέχρι σήμερα. Νεώτεροι  πήραν η σκυτάλη, συνέχισαν και συνεχίζουν, άλλοι με το μπουζούκι, άλλος με την κιθάρα,  γράφοντας τα δική τους ιστορία.

Οι φωτογραφίες του κτιρίου στο ισόγειο του οποίου ήταν το κουρείο-μπακαλοταβέρνα «Μπετόβεν» είναι του 2019, δικής μου λήψης. Το κτίριο αυτό όταν το φωτογράφησα ήταν προς πώληση, ίσως ακόμα δεν έχει πωληθεί. Λόγω της ιστορικότητάς του θα μπορούσε ο δήμος μας να το αγοράσει και να το αναπαλαιώσει, για να γίνονται εκεί μουσικές και άλλες πολιτιστικές εκδηλώσεις της περιοχής. Η Ασίνη το αξίζει!!! Δήμος Ναυπλιέων δεν είναι μόνο το Ναύπλιο. Κάποτε πρέπει να σταματήσει αυτός ο πολιτιστικός (και όχι μόνο) ιμπεριαλισμός των πόλεων εις βάρος των μικρότερων κοινωνιών οι οποίες τόσα πολλά τους έχουν προσφέρει…


Ηλίας Κ. Μηναίος


Πηγές:

1.  Αντώνης Κασίτας, «Μανώλης Χιώτης – Ο μάγκας που έβαλε  κολόνια στο τραγούδι».

2. Γιάννης Πανουτσακόπουλος,  «Γεωργία Μπλάνα – περασμένη στη λήθη», elkibra-rebetiko.blogspot.com.

3.  rebetiko.sealabs.net, Βιογραφίες.