Τετάρτη 24 Ιουνίου 2020

ΑΛΗΜΠΕΗΣ


Στα ενδιάμεσα της οδού που συνδέει την Ασίνη με τον οικισμό Τσέλου, στα δεξιά κατά την άνοδο, ο χώρος που σημειώνεται στον ακόλουθο χάρτη με κόκκινο πλαίσιο ήταν ιδιοκτησία προγόνων μου. Είχε αγοράσει την έκταση αυτή ο Ηλίας παπα-Γεωργίου Μηναίος (1839-1900) και επειδή ο γιος του και προπάππους μου Κωστής την είχε μοιράσει στους τέσσερις γιους του σε λωρίδες ίσης έκτασης έκτοτε η περιοχή αυτή λέγεται «Μηναίικα».


Θυμάμαι ότι στη τρίτη λωρίδα προς τα επάνω, αυτή που είχε κληρονομήσει ο μπαρμπα–Τάσσος, αδελφός του παππού μου, λίγο παραμέσα από το δρόμο υπήρχε μια μεγάλη στέρνα περιτριγυρισμένη από ψηλά και πυκνά  βάτα. Ο πατέρας μου έλεγε ότι υπήρχε χτιστό αυλάκι που κατέβαινε από τα πιο ορεινά του Αγιολιά και κατέληγε στη δεξαμενή αυτή διοχετεύοντας τα νερά κάποιας φλέβας· επίσης ότι πλάι στη στέρνα υπήρχαν τα απομεινάρια οικίας της οποίας η πέτρα, όση είχε απομείνει, ανακυκλώθηκε για την οικοδόμηση της οικίας μας, όπου κατοικώ.

Κάποτε ο θείος Κωστής Αν. Μηναίος μου είχε δείξει τον αρχικό τίτλο ιδιοκτησίας, με τον οποίο το κράτος είχε παραχωρήσει αυτή την έκταση το 1860 στον πρώτο Έλληνα ιδιοκτήτη. Στο έγγραφο αυτό, αντίγραφο του οποίου ευγενικά μου παραχώρησε πρόσφατα η οικογένεια και την ευχαριστώ, αναφέρεται ότι το περιβόλιον κείται παρά το Τσέλου συνορεύον κατά την Μεσημβρίαν με τον «δρόμον Τζαφέραγα». Όπως πολύ σωστά θυμόμουν, σε κάποιο σημείο του αναφέρεται επίσης ότι πρόκειται για περιβόλιον «του πρώην ιδιοκτήτου Οθωμανού Αλήμπεη»


Από την έρευνά μου προκύπτει ότι ο Οθωμανός ιδιοκτήτης ήταν υψηλό πρόσωπο της τελευταίας οθωμανικής περιόδου και παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον τα βιογραφικά του στοιχεία που έχω συγκεντρώσει: 
   
Ο Αλήμπεης αυτός, του οποίου το πλήρες όνομα ήταν Αλή Νακίμ Μπέης*, ήταν γόνος παλαιάς μεγάλης και πλούσιας οικογένειας της Πελοποννήσου. Γεννήθηκε στο Ναύπλιο αλλά μεγάλωσε και έζησε στο Άργος, γι αυτό και αναφέρεται ως «Αργίτης Αλή μπέης». Ήταν αδελφός του δυνάστη της Κορίνθου Κιαμίλ μπέη, που ήταν ο πλουσιώτερος Οθωμανός της Πελοποννήσου, και του μεγιστάνα του Άργους «ενδοξοσοφολογιωτάτου» Ιτζέτ μπέη εφέντη, ο οποίος είχε κτίσει τον πρώτο ναό του αγίου Βασιλείου για τους χριστιανούς υπηρέτες και εργάτες του, αφού το σεράγι και το τεράστιο περιβόλι του ήταν εκεί κοντά.

Ο Αλήμπεης ήταν επιφανής Τούρκος του Άργους. Είχε μεγάλο και πολυτελές σεράγι στην αριστοκρατική συνοικία που βρισκόταν στο νότιο τμήμα της πόλης και κατοικείτο από Τούρκους προύχοντες. ΄Ηταν βαθύπλουτος τοκιστής και κυρίως μεγαλογαιοκτήμονας. Είχε τρία παιδιά, ένα αγόρι και δύο κορίτσια και γραμματέας του ήταν ο Αργείος προεστός Θεόδωρος Μοθωνιός. Υπήρξε ο τελευταίος βοεβόντας (διοικητής) του Άργους μέχρι την Επανάσταση που ο τουρκικός πληθυσμός της πόλης μεταφέρθηκε στο Ναύπλιο για ασφάλεια. Ο πλήρης τίτλος που τον συνόδευε, ιδιαιτέρως μεγαλοπρεπής και πομπώδης, ήταν: «ενδοξομεγαλοπρεπέστατος Αλήμπεης εφέντης, σερασκέρμπεη ζαδές, χοντζακιάνης εφέντης της κραταιάς  Βασιλείας, βοεβόντας και ζαπίτης του καζά Άργους»** [** Σερασκέρμπεη ζαδές = απόγονος στρατάρχη. Χοτζακιάν ή Χατζεκιάν = μεγιστάνας, ανώτερος οικονομικός υπάλληλος. Ζαπίτης = δυνάστης. Καζάς = κοινότητα ή υποδιοίκηση].

Όταν το 1821 ο Χουρσίτ πασάς εξεστράτευσε από την Τρίπολη στα Γιάννενα για την εξόντωση του Αλή πασά, συστρατεύθηκε μαζί του και ο Αλήμπεης. Στις στρατιωτικές αυτές επιχειρήσεις διακρίθηκε και έλαβε τον τίτλο του πασά. Κατά μια πληροφορία πήρε συνάμα και τον τίτλο του βεζύρη, που εδίδετο στους πιο σημαντικούς πασάδες : «Ο Αλήμπεης (…) ανήκε εις τον Χουρσίτ πασάν, καθότι αυτός τον προήξε Βεζύρην και από αυτόν εγνώριζε την ευδαιμονίαν του»3. Επιστρέφοντας διορίστηκε Μουχαβούζης (φρούραρχος) Ναυπλίου «διότι το φρούριον ἦτο ἐκ τῶν ἐπισήμων καί δέν ἐδιορίζετο ἄλλος, εἰ μή πασᾶς φρούραρχος»4.

Αργότερα ο Αλή, πασάς πλέον [αν και στην ιστορική μνήμη (εγκυκλοπαιδικές πηγές κ. α.) έχει παραμείνει ως επί το πλείστον ως Αλήμπεης], διορίστηκε στο επιτελείο του Δράμαλη. Παρ' ότι μαζί με άλλους επιτελείς «συνώμοσαν κατά τοῦ Δράμαλη νά τοῦ κάμουν μίαν δυνατήν ἀντιπολίτευσιν, φθονήσαντες τήν ὑπεροχήν του καί τόν διορισμόν του στρατάρχην εἰς τήν Πελοπόννησον»3, όταν άρχισαν οι επιχειρήσεις λειτούργησε ως προπομπός του τουρκικού εκστρατευτικού σώματος, σπεύδοντας να προλάβει την επικείμενη παράδοση του Ναυπλίου. Επωφελούμενος της σύγχυσης και ταραχής που προκάλεσε στους Έλληνες πολιορκητές η αναγγελία της επερχομένης στρατιάς του Δράμαλη, εισήλθε χωρίς να συναντήσει αντίσταση στο Ναύπλιο (Ιούλιο 1822), επικεφαλής πενήντα ιππέων για να ηγηθεί της άμυνάς του. Αμέσως κήρυξε άκυρη και ανίσχυρη τη συνθήκη παράδοσης, που είχαν υπογράψει κατά την απουσία του οι Τούρκοι πληρεξούσιοι της πόλης αλλά δεν είχε προλάβει να εκτελεστεί. Όμως, μετά την καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη, την πολιορκία και πτώση του φρουρίου του Ναυπλίου (Δεκέμβριο 1822), αρνούμενος να υπογράψει την συνθήκη παράδοσης κρατήθηκε ως αιχμάλωτος.

Η εκστρατεία του Δράμαλη στην πεδιάδα του Άργους. Ο Δράμαλης με το επιτελείο του και στο βάθος αριστερά το φρούριο του Ναυπλίου. Έργο του δάσκαλου, χαράκτη και ζωγράφου Αλέξανδρου Ησαΐα (1800-1839)-Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.

Λεπτομέρειες της αιχμαλωσίας του υπάρχουν στο βιβλίο του Απ. Βακαλόπουλου
«Αἰχμάλωτοι Ἑλλήνων κατά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1821», απ' όπου οι πλείστες από τις επόμενες πληροφορίες: 

Ο Αλή πασάς κρατήθηκε αιχμάλωτος μαζί με τον προηγούμενο Μουχαβούζη Σελίμ πασά, «γιατί μὀνον αὐτοί δέν ὑπέγραψαν τή συνθήκη τῆς  παράδοσης τοῦ Ναυπλίου, ἐπειδή φοβοῦνταν τό σουλτάνο»6. Έτσι δεν είχαν την τύχη των άλλων Τούρκων που μεταφέρθηκαν με πλοία στα παράλια της Μικράς Ασίας. Μαζί τους κρατήθηκε το προσωπικό της ακολουθίας τους.

Οι δυο πασάδες και η ακολουθία τους, σε αναφορά που έστειλαν στη Β΄ Εθνική Συνέλευση, αφού στην αρχὴ απευθύνουν χαιρετισμό, αναφέρουν με σεβασμὸ ότι απὸ την άλωση του Ναυπλίου έως τώρα ήταν προστατευόμενοι του Κολοκοτρώνη, που τους διαφύλαξε την τιμὴ και τη ζωή τους «ὡς κόρην ὁφθαλμοῦ» και που φρόντισε για την τροφή τους, «τὸ καθημερινὸν διωρισμένον ταΐνι» όπως γράφουν. Αν και έχουν κάθε λόγο να είναι ευχαριστημένοι και να χρωστούν χάρη, όμως «ἡ ἄργητα» της απελευθέρωσης τους ανησυχεί και τους λυπεί πολύ. Περισσότερο όμως τους λυπεί τώρα η έλλειψη των χρημάτων, που θα ήταν απαραίτητα για την αξιοπρεπή διατροφὴ τους και για τις λοιπἑς ανάγκες της ζωής. Γι᾿ αυτὸ παρακαλούν θερμὰ τὴ συνέλευση, στο όνομα της ελευθερίας, για την οποία αγωνίζεται το ελληνικό έθνος, ν᾿ αποφασίσει να τους ελευθερώσει ή να τους εφοδιάσει με τα απαραίτητα μέσα για την αξιοπρεπή ζωή τους, η τέλος να τους θανατώσει, γιατί αλλιώς δεν μπορούν να ζήσουν. Και τελειώνουν με τα εξής: « . . . πάλιν σᾶς παρακαλοῦμεν θερμῶς μὴν μᾶς ἀφήσετε καὶ χανόμεθα ἐδῶ, εὐσπλαγχνισθῆτε τὴν ἀδυναμίαν μας, διὰ νὰ μᾶς καταστήσετε εὐγνώμονας κήρυκας, καὶ ἐπαινέτας τῆς εὐγενοῦς φιλανθρωπίας τοῦ ἔθνους σας». Η αναφορά αυτὴ διαβιβάστηκε στη Β΄ Εθνική Συνέλευση και διαβάστηκε στη συνεδρία της 12ης Απριλίου 1823, αλλά δεν αποφασίστηκε τίποτε.

Αργότερα, τὴν 11η Νοεμβρίου 1823, τὸ βουλευτικὸ στέλνει στο εκτελεστικό το υπ’ αρ. 459 έγγραφό του, όπου καταγγέλλει, ότι αρκετοί «ἐκ τῶν ἐθνικῶν δορυαλώτων ᾿Οθωμανῶν» πουλήθηκαν, δηλαδή εξαγοράστηκαν από διαφόρους συγγενείς τους πιθανόν και με την άδεια των αρμοδίων υπουργείων, και επιβιβάστηκαν σε ευρωπαϊκὰ πλοία. Απορεί, πως έγιναν όλα αυτά, χωρίς καν να ειδοποιηθεί το βουλευτικό, και μάλιστα ενώ κατά τον Οργανικό Νόμο θ΄ «εἰς τὴν ἑλληνικὴν ἐπικράτειαν οὔτε πωλεῖται, οὔτε ἀγοράζεται ἅνθρωπος». Αλλ᾿ εκείνο που έκανε τη χειρότερη ακόμη εντύπωση, αναφέρεται στο έγγραφο, είναι ότι το βουλευτικό μαθαίνει, ότι γίνονται διαπραγματεύσεις για την εξαγορὰ των πασάδων, πράγμα «σκανδαλοποιόν», γιατὶ «υπάρχουν πολλοὶ ἄξιοι ὁμογενεῖς, ποὺ τὰ θυσιάσαν όλα (…) γιὰ τὴν Πελοπόννησο καὶ ποὺ θ’ απογοητευτοῦν φοβερὰ βλέποντας τὴν κυβέρνηση νά προτιμᾶ νὰ εἰσπράξη χρήματα αντί ν᾽ ἀπελευθερώση μὲ ἀνταλλαγὴ τὶς αἰχμάλωτες οικογένειες τῶν ὁμογενῶν».

Στο βουλευτικό συχνά γίνεται λόγος για τους αιχμαλώτους πασάδες, που κατά πληροφορίες μερικών βουλευτών επρόκειτο να εξαγοραστούν. Το βουλευτικό ειδοποιεί τον αστυνόμο, τους επιστάτες και δημογέροντες του Ναυπλίου  και του Πόρου και την 5η  Ιανουαρίου 1824 εκδίδει την υπ’ αρ. 599 προκήρυξη, που εφιστά την προσοχή τους στις κινήσεις και γενικά στην παρεμπόδιση της αναχώρησης των πασάδων. Έτσι ματαιώνεται η εξαγορά και η απολύτρωση των πασάδων την εποχή αυτή.

Νέα κίνηση για την απελευθέρωση όλων των Τούρκων αιχμαλώτων του Ναυπλίου έχουμε κατά τα μέσα Ιουνίου 1824. Την 18η του μηνός ο ναύαρχος της μοίρας του γαλλικού στόλου στο Αιγαίο παρουσιάζεται στο εκτελεστικό και προτείνει να εξαγοράσει τους αιχμαλώτους για 300.000 γρ. Το εκτελεστικό όμως απάντησε ότι αυτό αντιβαίνει στον Οργανικό Νόμο. Τότε ο ναύαρχος προσπάθησε να εξαγοράσει τον Κωλέττη προσφέροντάς του 40.000 γρόσια, αλλά κι’ αυτός έμεινε αδέκαστος. Ο πρόεδρος του εκτελεστικού Γ. Κουντουριώτης, που μας δίδει τις πληροφορίες αυτές, σ᾽ ένα σύγχρονο γράμμα του προς τον αδελφό του, γράφει: «Οι Γάλλοι, ἀδελφέ, μεγάλην δίψαν ἔχουν νὰ απελευθερώσουν τούτους τοὺς αἰχμαλώτους, καὶ ἄλλο δὲν εἶναι εἰμὴ ὅτι θέλουν νὰ ευχαριστήσουν τὸν Σουλτάνον καὶ νὰ λάβουν καὶ χρήματα παρ᾿ αὐτοῦ ἰκανά».

Έτσι φθάνουμε στην επιδρομή του Ιμπραήμ και συγκεκριμένα στον Σεπτέμβριο του 1825, λίγο πριν ο Αιγύπτιος πασάς αναχωρήσει από την Πελοπόννησο για το Μεσολόγγι. Τότε, μεσιτεύσαντος του Χάμιλτον συναίνεσε ο Ιμπραήμ και έγινε η πρώτη επίσημη ανταλλαγή  Ελλήνων με Αιγυπτίους και Τούρκους αιχμαλώτους. Στα πλαίσια αυτής αντηλλάγησαν οι δυο αιχμάλωτοι πασάδες του Ναυπλίου με τους Γ. Μαυρομιχάλη, Π. Γιατράκο και τον γαμβρό του Αναγνωσταρά Καπετανάκη. 

Μετά την απελευθέρωσή του ο Αλήμπεης έφυγε για την Ήπειρο ενώ η πολύ μεγάλη κτηματική περιουσία του εθνικοποιήθηκε. Πιθανότατα η ιδιοκτησία του στην Ασίνη δεν περιοριζόταν στα Μηναίικα, αλλά εκάλυπτε μεγαλύτερη έκταση, δεδομένου ότι και τα όμορα τεμάχια αναφέρονται ως πρώην «γαίες εθνικές» τις οποίες κατείχε πλέον κάποιος ιδιώτης. Στη σημειούμενη έκταση, σε μικρή απόσταση από τον κύριο δρόμο της εποχής εκείνης, φαίνεται πως ήταν το εξοχικό του, ενώ υπηρέτες και εργάτες του ήταν ντόπιοι χριστιανοί.

Ηλίας Κ. Μηναίος

-------------------------------- 


* O Μπέης ήταν ανώτερος διοικητικός τίτλος στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Η λέξη προέρχεται από την τουρκική «μπέγι» που σημαίνει «ιθύνων νους», κατ' επέκταση ηγεμόνας, μέγας, άρχοντας. Ο τίτλος αυτός ήταν ανώτερος του Εφέντη (κύριος) και κατώτερος του Πασά (τίτλου που αποδόθηκε ύστερα στον Αλή). 


Πηγές

1. Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού (αναφερόμενες πηγές: Δημητρίου Κ. Βαρδουνιώτου: «Καταστροφή του Δράμαλη», Εκ των τυπογραφείων Εφημερίδος «Μορέας», Εν Τριπόλει 1913 και Ιωάννου Ερν. Ζεγκίνη: «Το Άργος δια μέσου των Αιώνων», Έκδοσις Τρίτη, Αθήνα 1996).
2. Ηλεκτρονική Εγκυκλοπαίδεια «ΔΕΚΑ».
3. Κανέλλου Δεληγιάννη: «Μάχες στο Άργος, Δερβενάκια, Αγιοσώστη, Αγιονόρι».
4. Φώτιου Χρυσανθόπουλου (Φωτάκου): «Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως» - Τόμος β΄.
5. Μιχ. Λαμπρυνίδου «Η Ναυπλία», έκδοσις Β΄, Αθήναι 1950.
6. Απ. Βακαλόπουλου: «Αιχμάλωτοι Ελλήνων κατά την Επανάσταση του 1821» (βλέπε και «Οι δυο αιχμάλωτοι πασάδες του Ναυπλίου και η ακολουθία τους»/Γιώργος Χατζόπουλος/cityofnafplio.com).

Πέμπτη 4 Ιουνίου 2020

Η ΑΣΙΝΗ (τ. Τζαφέραγα) ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΤΗΣ ΔΗΜΟΓΕΡΟΝΤΙΑΣ ΝΑΥΠΛΙΟΥ 1828-1829

Το 2015 εκδόθηκε από το Υπουργείο Παιδείας Έρευνας και Θρησκευμάτων,  σε συνεργασία με τα Γενικά Αρχεία του Κράτους – Αρχεία Νομού Αργολίδας, υπό την επιμέλεια του συγγραφέα κ. Δημητρίου Χ. Γεωργόπουλου: Το Αρχείο της Επαρχιακής Δημογεροντίας Ναυπλίου (1828-1829). Με την έκδοση αυτή, δημοσιεύοντας πρωτογενές αρχειακό υλικό, ο συγγραφέας και επί σειρά ετών Προϊστάμενος των Γ.Α.Κ. – Αρχεία Ν. Αργολίδος παρέδωσε μια αξιόλογη μελέτη,  με την οποία παρέχονται πληροφορίες για την πόλη του Ναυπλίου και την ευρύτερη περιοχή της.
  
Ασχολούμενος με την έρευνα για την ιδιαίτερη περιοχή μας, κυρίως την Ασίνη, ξεχώρισα και παραθέτω κατά σειρά τα σχετικά αποσπάσματα, περιλήψεις εγγράφων, καθώς και το κείμενο κάποιων εγγράφων που τυχαίνει να περιέχονται ολόκληρα στη μελέτη αυτή. Στα γενικά περί της Επαρχιακής Δημογεροντίας Ναυπλίου και τη διαδικασία συγκρότησης της πρώτης αιρετής σύνθεσης, αναφέρονται και οι πρώτοι αιρετοί δημογέροντες των χωρίων της περιοχής μας, εκλεγέντες το 1828. Μεταξύ τους ο Παπα-Θεοδόσης Μπούσκος του Τζαφέραγα (σημ. Ασίνη), Φιλικός και Έφορος όλης της  επαρχίας κατά την Επανάσταση του 1821 καθώς και μέλος της πρώτης Δημογεροντίας της πόλεως Ναυπλίου από την αποκατάσταση της Ελληνικής Διοίκησης μέχρι το 1828. Ο παπα-Θεοδόσης ήταν από τους πρώτους εγκατασταθέντες στο Ναύπλιο, αμέσως μετά την απελευθέρωσή του (Δεκέμβριο του 1822), όπου παράλληλα με τα καθήκοντά του στη Δημογεροντία πήρε και το οφίκιο του Οικονόμου της Μητρόπολης φροντίζοντας τα οικονομικά της. Τότε άλλαξε το επώνυμό του σε «Οικονόμου» και με αυτό τον συναντούμε στη συνέχεια.  Όπως θα δούμε, όχι μόνο δεν είχε διακόψει τους δεσμούς του με το χωριό, παρ ότι η Ασίνη είχε από το 1824 νέο εφημέριο, αλλά βρισκόταν εδώ συχνά διατηρώντας και προωθώντας τα συμφέροντά του. Συχνά έμενε στην Παναγιά Ασίνης όπου είχε μεγάλη έκταση σταφιδαμπέλου, υποστατικό με ληνό, ενώ το 1838 έκτισε και δίπατο σπίτι μπροστά στο λιμάνι Καστρακίου (δυτικά) [Βλ. Μιχ. Γ. Λαμπρυνίδης, "Η Ναυπλία από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ’ ημάς", Ναύπλιο 1950, (Β΄ έκδοση), σ. 246 και Παν. Λιαλιάτσης στα "Πρακτικά του α' Συνεδρίου Αργολικών Σπουδών" υποσημ. σελ. 145-146].
  
Ας δούμε λοιπόν τα στοιχεία που ξεχώρισα μαζί με κάποια δικά μου σχόλια και παρατηρήσεις εντός αγκυλών, όπου έκρινα ότι χρειάζεται:
  
«Στην πόλη του Ναυπλίου «οἱ κάτοικοι πρό τῆς Ἐπαναστάσεως ἦσαν ὅλοι σχεδόν Τοῦρκοι» (Βλ. Σπ. Τρικούπης, "Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως", Λονδίνο 1861, έκδ. Β΄). Έτσι, μετά την παράδοση της πόλης ανατέθηκαν τα καθήκοντα των Δημογερόντων σε προκρίτους των περιχώρων «µη ὑπαρχόντων καταλλήλων ὁπωσδήποτε ἄλλων προσώπων (…)»Ως δημογέροντες ορίστηκαν οι: Γεώργιος Βελίνης, Πρωτόπαπας από το Πλατανίτη, Θεοδόσιος Μπούσκος, ιερέας από το Τζαφέραγα, Γεώργιος Κακάνης από το Χώνικα και Δ. Θεοδωρόπουλος ή Λυκόρεμας από το Κατσίγκρι (Βλ. Μιχ. Γ. Λαμπρυνίδης, "Η Ναυπλία από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ’ ημάς", Ναύπλιο 1975, (Γ΄ έκδοση), σ. 246».
  
«Η βιβλιογραφία δεν είναι διαφωτιστική για το πώς λειτούργησε η Δημογεροντία Ναυπλίου κατά την περίοδο της Επανάστασης. Πάντως, το έργο της θα ήταν δύσκολο σε μια πόλη με περισσότερους από 10.000 κατοίκους, που τη μάστιζαν τα λοιμώδη νοσήματα, οι ρύποι, ο συνωστισμός, η δυστυχία και οι εμφύλιες συγκρούσεις».
   
«Μετά τη δημοσίευση της διάταξης 1747 της 16ης Απριλίου 1828 έπρεπε να γίνουν εκλογές για την ανάδειξη δημογερόντων. (…) ο Έκτακτος Επίτροπος απηύθυνε πρόσκληση προς τους κατοίκους του Ναυπλίου, με την οποία καλούσε όσους είχαν «δικαίωµα ἐκλεκτόρων» να συγκεντρωθούν στις 3 Μαΐου 1828, ημέρα Πέμπτη, για να εκλέξουν Δημογέροντες. Πράγματι, συγκεντρώθηκαν στο «Βουλευτήριον» συνολικά 202 εκλέκτορες, των οποίων τα ονόματα καταγράφηκαν σε κατάλογο (...). Κατόπιν, εκφωνήθηκαν τα ονόματα των υποψηφίων, «τά ὁποῖα ὁ Ἔκτακτος Ἐπίτροπος µετά τῶν πρώιν (sic) ∆ηµογερόντων ἐσύνθεσεν» και αφού ακολούθησε η ανάλογη εκκλησιαστική τελετή, άρχισε η ψηφοφορία (...). Μετά το πέρας της Ψηφοφορίας (…) αφού ο Γραμματέας κατονόμασε ως δημογέροντες τους πλειοψηφήσαντες (…) «Ὁ λαός ὅλος εὐχάριστος ἀφοῦ ἐπολιέτησε τόν ἐξοχότατον Κυβερνήτην ἀνέδειξαν τήν εὐχαρίστησίν των διά τήν ἐκλογήν τῶν ∆ηµογερόντων χειροκροτοῦντες και ἐκφωνήσαντες τό, ἄξιοι, ἄξιοι, ἄξιοι, καί οὕτως διελύθη ἡ Συνέλευσις».
  
«Μετά την εκλογή των μελών της Δημογεροντίας Ναυπλίου, έπρεπε να γίνουν εκλογές στα χωριά της Επαρχίας Ναυπλίας για την ανάδειξη δημογερόντων· αυτοί με τη σειρά τους θα εξέλεγαν τους δύο δημογέροντες, οι οποίοι ενούμενοι με εκείνους της πόλης του Ναυπλίου θα συγκροτούσαν την Επαρχιακή Δημογεροντία Ναυπλίου (...). Στις 25 Ιουλίου ο Έκτακτος Επίτροπος Αργολίδας παρήγγειλε «πρός τους προκρίτους καί κατοίκους τῆς Ἐπαρχίας Ναυπλίας» να εκλέξουν Δημογέροντες, προκειμένου να ολοκληρωθεί η διαδικασία για τη συμπλήρωση της Επαρχιακής Δημογεροντίας Ναυπλίου. Μάλιστα, τους νουθετούσε γράφοντάς τους να μην παρασύρονται από τις «παρακινήσεις τῶν ∆ηµαγωγῶν». Για την ολοκλήρωση της διαδικασίας διόρισε αντιπρόσωπό του (…).  Αυτός (…) «ἀπέρασε» όλα τα χωριά της επαρχίας για να ενεργήσει την εκλογή των Δημογερόντων».
   
«Στις 2 Αυγούστου, ημέρα Πέμπτη, οι [εκλεγέντες] Δημογέροντες των χωριών συγκεντρώθηκαν στη μονή Αγίου Δημητρίου στο Ξεροκαστέλι (Καρακαλά) «ἐφοδιασµένοι µε τά τῆς πληρεξουσιότητος ἔγγραφά των (πρόκειται για έγγραφα με τα ονόματα και τις υπογραφές των εκλεκτόρων των χωρίων, οι οποίοι καθιστούσαν το Δημογέροντα του χωριού τους πληρεξούσιο για την εκλογή των δύο Δημογερόντων, που θα συμπλήρωναν την Επαρχιακή Δημογεροντία), ἀνεγνώσθησαν αὐτά, καί ἀφοῦ εὐρέθησαν τακτικά ἀπεφασίσθη τήν ἐπαύριον νά γίνῃ ἡ συνέλευση».
  
[Ακολουθούν τα ονόματα των δημογερόντων εξ εκάστου χωρίου. Μεταξύ τους οι ακόλουθοι εκ του Τζαφέραγα και των περιχώρων του:
Παπά Θεοδώσιος Οἰκονόµου ἀπό Τζαφέραγα
Ἀνδρέας Νικολάου ἀπό Σπαϊτζίκο
Ἀθανάσιος Τζελέγκης ἀπό Τζέλου (διάβαζε Τσελέγκης από Τσέλου)
Ἰωάννης Καλλιάνος ἀπό Μουράταγα
Ἀντώνιος Νιάρης ἀπό Χαϊντάρι
Γεώργ. Ζουλιµπάρδος ἀπό Ἤρια]

«Την επομένη ημέρα οι εκλέκτορες συγκεντρώθηκαν στην εκκλησία της μονής. Εκεί παρευρίσκονταν και οι Παπα-Θεοδόσιος, Παπα-Δημήτριος* και Μήτρος Θεοδωρόπουλος, πρώην Δημογέροντες της Επαρχίας».
  
[*Στην αρχική σύνθεση της Δημογεροντίας των χρόνων της Επανάστασης είδαμε ότι δεν αναφέρεται παπα-Δημήτριος. Πιθανώς ο εδώ αναφερόμενος είχε αντικαταστήσει τον παπα-Γεώργιο Κακάνη που έπεσε μαχόμενος στο Μανιάκι, έχοντας ακολουθήσει τον Παπαφλέσσα.]
     
«Μετά από σύσκεψη του Προέδρου και των πρώην Δημογερόντων, συντάχθηκε ο κατάλογος των υποψηφίων (…)».
  
[Όπως προκύπτει από τον παρατιθέμενο κατάλογο, ο Παπα-Θεοδόσιος και οι άλλοι προαναφερόμενοι συντοπίτες δεν ήταν μεταξύ των υποψηφίων.]

«Στη συνέχεια (…) ακολουθήθηκε η προβλεπόμενη από τη σχετική διάταξη διαδικασία (…). Η πρώτη λοιπόν (αιρετή) Επαρχιακή Δημογεροντία Ναυπλίου συγκροτήθηκε …».
   
«Όπως προκύπτει από το αρχειακό υλικό που σώθηκε, το έτος 1828 οριοθετεί την ύπαρξη συγκροτημένου αρχείου. Αρχείο της Δημογεροντίας των χρόνων της Επανάστασης ή και παλαιότερο δεν βρέθηκε».
  
«Ένας (...) τομέας δραστηριότητας της Δημογεροντίας, ο οποίος μάλιστα παρουσιάζει μεγάλη κινητικότητα, είναι εκείνος της επίλυσης διαφορών και της απόδοσης δικαίου. Εάν κάποιος θεωρούσε ότι αδικείτο ή ότι είχε αδικηθεί στο παρελθόν, μπορούσε να προβεί σε «ἐξαίτηση» ή σε «διαµαρτυρία» ή σε «ἔναξη» και να την αποστείλει προς τη Δημογεροντία, αναφέροντας και υποστηρίζοντας τις θέσεις του. Η Δημογεροντία ενημέρωνε σχετικά τον «αδικούντα», ο οποίος προέβαινε σε απολογία, και μάλιστα στην περίπτωση της «διαµαρτυρίας» πολλές φορές σε αντιδιαμαρτυρία. Στη συνέχεια, εάν η υπόθεση δεν οδηγούσε σε συμβιβασμό με τη μεσολάβηση της Δημογεροντίας, διαβιβαζόταν προς τον Έκτακτο Επίτροπο, ο οποίος επιδίωκε να συμβιβάσει τα δύο μέρη. Εάν και πάλι δεν επιτυγχανόταν συμβιβασμός, η υπόθεση έπαιρνε το δρόμο της «αἱρετοκρισίας» (υπάρχουν περιπτώσεις που οδηγούνται σε «αἱρετοκρισία» χωρίς να προηγηθεί απόπειρα συμβιβασμού, καθώς και άλλες που ο συμβιβασμός δεν γίνεται αποδεκτός)».
   
«Εκτός από την αλληλογραφία μεταξύ των διαφόρων Αρχών υπάρχουν αναφορές πολιτών, οι οποίες είτε είναι ιδιόχειρες είτε είναι γραμμένες από επαγγελματία γραφέα (από τον γραφικό χαρακτήρα διακρίνονται τρεις τουλάχιστον γραφείς, «αναφορογράφοι», οι οποίοι είχαν την έδρα τους στον πλάτανο, που υπήρχε στο κέντρο της σημερινής πλατείας Συντάγματος). Ένα μεγάλο μέρος των αναφορών έχει οικονομικό κυρίως περιεχόμενο».
   
«Η σημασία του αρχείου της Δημογεροντίας είναι μεγάλη, αφενός γιατί αποτελείται από επιστολές ιδιωτών, με ενδιαφέροντα ως προς το ύφος, τη γλώσσα και το περιεχόμενο στοιχεία, και αφετέρου γιατί τα σχόλια επί των εγγράφων, όσα αφορούν την κρίση και τις αποφάσεις επί των ποικίλων υποθέσεων, αποτελούν σημαντικές πληροφορίες για το επικρατούν εθιμικό δίκαιο, αλλά και την «κοινή λογική» της εποχής».


ΕΙΣΕΡΧΟΜΕΝΑ


«Έγγραφο 3 Ιουλίου 1828 Α/Α 28
Αποστολείς: οἱ Παπουτσίδες.
Περίληψις: ζητῶσιν ὢστε τά εἰς ταµπάκικα κατεργαζόµενα τομάρια να εἰσέρχωνται ἐλευθέρως.»
  
[Σημειώνω το έγγραφο αυτό διότι συμπτωματικά ή όχι η περιοχή ανατολικά του Τσέλου και βοριο-βοριοδυτικά της Ασίνης, από τη θέση της βιοτεχνίας Βλαχοδημήτρη μέχρι το χείμαρρο Γκορίλα, φέρει το τοπωνύμιο "Παπουτσήδες", που σημαίνει ότι σε κάποιο πολύ μακρινό παρελθόν υπήρχε εκεί συντεχνία υποδηματοποιών.]


«Έγγραφο 16 Ιουλίου 1828 Α/Α 63
Αποστολέας: Ἰωάννης Παπαδόπουλος.
Περίληψις: νά προσκληθῇ ὁ ἅγιος Οἰκονόµου Ναυπλίου πρός ἀπόδοσιν ἑνός ζαρφίου.»


«Έγγραφο Ιουλίου 1828 Α/Α 75
Αποστολέας: ὁ ἡγούµενος τῆς Μεταµορφώσεως Ἀρσένιος.
Περίληψις: ...»
      
[Απουσιάζει η περίληψη το κείμενου, πιθανώς το έγγραφο είναι δυσανάγνωστο λόγω φθοράς. Το ενδιαφέρον όμως εδώ είναι το όνομα του ίσως  τελευταίου ηγουμένου της μονής Μεταμορφώσεως (Αγια Σωτείρας) Ασίνης, που, όπως θα δούμε και  στη συνέχεια, επειδή το πλησιέστερο προς τη θέση αυτή σημείο αναφοράς είναι η Καραθώνα συναντάται συχνά ως μονή Μεταμορφώσεως Καραθώνας.]


«Έγγραφο 24 Αυγούστου 1828 Α/Α 374
Αποστολέας: Π. Β. Βασιλειάδης**.
Περίληψις: ὅτι θέλει ὑπάγει ὁ ἴδιος εἰς τά ∆ρεπανοχώρια νά ἐµποδίσῃ τά ἐκεῖ τῶν µερικῶν ἅλατα.»
(**Π. Β. Βασιλειάδης προσωρινός ἀστυνόµος  Προαστείου. Ως «προάστειο» εννοείται η Πρόνοια.)
     
[Μια εξήγηση που μπορώ να δώσω είναι ότι εδώ παραγόταν κακής ποιότητας άλας και αποφασίστηκε η διακοπή παραγωγής. Κέντρο παραγωγής εξαιρετικής ποιότητας άλατος ήταν ανέκαθεν η περιοχή της Θερμησίας.]

    
«Έγγραφο Σεπτεμβρίου 1828 Α/Α 469
Αποστολέας: Ἔκτακτος Ἀργολίδος ἐπίτροπος. 
Περίληψις:  διατάσει να σταλῇ τό εἰς χεῖρας τῶν παππᾶ Θεοδοσίου καί ∆. Θεοδοροπούλου σωζόµενον κατάστιχον καταγραφικόν τῶν κατά τήν ἐπαρχίαν κτηµάτων ἐθνικῶν.»

   
«Έγγραφο Σεπτεμβρίου 1828 Α/Α 520
Αποστολέας: Μῆτρος Σοφός Χελιώτης.
Περίληψις: ἐνάγει τόν νεκροθάπτην Χρῆστον νά τῷ δώσῃ τό χρέος του.»
         
[Από το έγγραφο αυτό προκύπτει η καταγωγή των επονομαζόμενων Σοφών από το Χέλι (Αραχναίο).]


«Έγγραφο  Σεπτεμβρίου 1828 Α/Α 626
Αποστολέας: ὑγιονομεῖον Ναυπλίου.
Περίληψις:  ἁναφέρει τήν ἔλλειψιν τοῦ πλοιάρχου Γιάννη Κλοῖσα καί τῶν ἐπιβατῶν, ὅτι ἀπό Τωλόν ἔφυγον καί διά ξηρᾶς ἦλθον εἰς Ναύπλιον.»    
      
[Στην πραγματικότητα έχουμε αναφορά στον όρμο Καστρακίου Αρχαίας Ασίνης, που ήταν τότε το λιμάνι της περιοχής. Λόγω της υποχώρησης έως και απώλειας του ονόματος  Ασίνη που παρατηρείται βαθμηδόν από το μεσαίωνα, το λιμάνι Καστρακίου αναφερόταν με  το όνομα του εκεί ευρύτερου θαλασσίου χώρου, ως «Πόρτο Τολό». Ο Alessandro Pini,  γιατρός στο βενετικό στόλο στην Πελοπόννησο, σε περιγραφή της  Πελοποννήσου*** αναφέρει ότι το ούτως ονομαζόμενο λιμάνι είχε σχηματιστεί μπροστά από τα αρχαία ερείπια [***Αλέξης Μ. Μάλλιαρης: Alessandro Pini, Ανέκδοτη περιγραφή της Πελοποννήσου (1703), Βενετία 1997]. Το 1828 δεν είχε γίνει ακόμα η ταύτιση της αρχαίας Ασίνης, η θέση της ήταν διαμφισβητούμενη και συνεπώς η ονομασία της δεν είχε αποκατασταθεί (την ταύτιση έκανε το 1851 ο ERNST CURTIUS).]

    
«Έγγραφο Οκτωβρίου 1828 Α/Α 878
Αποστολέας: παππᾶ Θεοδόσιος Οἰκονόµου. 
Περίληψις: ἀναφέρει, ὅτι προ χρόνων ἐκαλλιέργει τό ἐθνικόν χωράφιον τοῦ Νακίο ἐφένδη καλούµενο.»
  
[Μέσα από τη διεκδίκηση αυτή του παπα-Θεοδώση προκύπτει το όνομα ενός εκ των Τούρκων αφεντάδων της Ασίνης κατά την ύστερη οθωμανική εποχή.]


«Έγγραφο Οκτωβρίου 1828 Α/Α 887
Αποστολέας: παππᾶ Θεοδόσιος Οἰκονόμου. 
Περίληψις: προβάλλει ὅτι τά ὁποῖα τοῦ ἀφαιροῦνται χωράφια εἶναι ..... ὅτι ὡς κτῆμα του καί καλλιεργημένα πρό χρόνων.»
     

«Έγγραφο 7 Νοεμβρίου Α/Α 954
Αποστολείς: Σαµπαριῶται.
Περίληψις: ἐξαιτοῦνται ἔγγραφα τῆς ∆ηµογεροντίας, διά να δώσουν τόν διά τήν προµήθειαν τῶν ἵππων ἔρανόν τους.»
    
[Ο όρος «Σαμπαριώτης» που συναντάται ως επώνυμο στην Ασίνη, αλλά και αλλού, σημαίνει τον καταγόμενο από την Σαμπάριζα, σημερινά Πηγάδια Ερμιονίδας κοντά στο Θερμήσι. Η κατάληξη (-ζα) είναι του υποκοριστικού/χαϊδευτικού τύπου της αρβανίτικης γλώσσας. Μου διηγείτο κάποτε ο καπεταν Μανώλης Τριανταφύλλου από το Τολό, καταγόμενος από τα Μέθανα, ότι η Αρβανίτισσα γιαγιά του τον έλεγε «Μανώλεζα», δηλαδή Μανωλάκη.]


«Έγγραφο Δεκεμβρίου 1828 Α/Α 1112
Αποστολείς: Γιαννάκης Ξυλινᾶς καί Μάρκος Ντέντες.
Περίληψις: ενάγουν τούς εἰς Καραθῶνα Σαγγιώτας ὅτι τούς ἔκλεψαν τούς χοίρους των.»
  
[Το επώνυμο «Ντέντες» πρέπει να διαβαστεί ως «Δέδες» εκ του πατρωνυμικού «Δεδούσης», που είναι αρβανίτικος τύπος του «Θεοδώσης» (στα Λευκάκια αντικαταστάθηκε από τα «Μάρκου», «Μαρκόγιαννης» και «Μαρκοπαζής», από το βαφτιστικό όνομα του ανωτέρω αναφερομένου Μάρκου Δέδε). Ο όρος «Σαγγιώτες» δεν χρησιμοποιείται σε όλες τις περιπτώσεις ως επώνυμο, αναφέρονται με αυτόν και γενικότερα οι προερχόμενοι από το Σάγκα της Αρκαδίας ποιμένες, ανεξάρτητα από το επώνυμό τους. Αυτό επιβεβαιώνεται από το ότι όπως θα δούμε αναφέρεται παρακάτω κάποιος  Αθανάσιος Ντζαβάρας Σαγγιώτης.]


«Έγγραφο Δεκεμβρίου 1828 Α/Α 1173
Αποστολέας: Ἀρσένιος. Ἡγούµενος τῆς Μεταµορφώσεως [Καραθώνας].
Περίληψις:  παραπονεῖται ὅτι ζηµιοῦν τά σπαρτά τοῦ Μοναστηρίου οἱ ἐκεῖ ἐπισωρευθέντες ποιµένες.»
(σχετικό με εξερχόμενο Α/Α 974)


«Έγγραφο 17 Δεκεμβρίου 1828 Α/Α 1191
Αποστολέας: Σακκελλάριος Κακάνης.
Περίληψις: παραπονεῖται ὅτι οἱ χοιροφύλακες ζηµιόνουν τά σπαρτά του εἰς τό χωρίον Χαϊντάρι.»
    
[Ο Σακκελάριος Κακάνης ήταν εφημέριος του αναφερομένου χωρίου (σημερινού Δρεπάνου).]


«Έγγραφο 17 Δεκεμβρίου 1828 Α/Α 1196
Αποστολείς: παππά Θεοδόσιος Οἰκονόµου καί Νικολῆς Σταθογιάννης.
Περίληψις:  ἀπαντοῦν εἰς τήν ὑπ’ ἀριθµόν 978 διαταγήν. ἀναφέρουν ὅτι οἱ Λαζαρέοι θεωροῦνται ἐπιβλαβεῖς.»
  
[Όπως θα δούμε στο σχετικό υπ Α/Α 978 εξερχόμενο έγγραφο, η υπόθεση αφορούσε καταγγελία κατοίκου των Λευκακίων (Σπαϊτζίκου). Για το λόγο αυτό ο παπα Θεοδόσης έχει ερευνήσει συνοδευόμενος από τον Λευκακιώτη Νικολή Σταθογιάννη. Τα Λευκάκια τότε ήταν μικρός οικισμός, μάλιστα μικρότερος από το Τσέλου και ανήκαν στην κοινότητα της Ασίνης (Τζαφέραγα). Το επώνυμο «Σταθογιάννης» εξελίχθηκε σε «Σταθογιανόπουλος».]


«Έγγραφο Δεκεμβρίου 1828 Α/Α 1232
Αποστολέας: Γιάννης Καβέζος.
Περίληψις: ἐξαιτεῖται νά ἐπικυρωθῆ ἕν ἀποδεικτικόν ἔγγραφον.»
(σχετικό με εξερχόμενο Α/Α 1046)


«Έγγραφο Ιανουαρίου 1829 Α/Α 1278
Αποστολέας: 'Αρσένιος ἱεροµόναχος.
Περίληψις: ζητεῖ νά ὑποχρεωθῆ ὁ ΓληγόρηςΤζηλιγγίρης διά νά πληρώσῃ τό τοῦ ἐργαστηρίου του ἐνοίκιον.»
«Έγγραφο 8 Ιανουαρίου 1829 Α/Α 1310
Αποστολέας: 'Αρσένιος ἱεροµόναχος Μεγασπηλαιότης.
Περίληψις: ἐνάγει τόν Γραµµατικόν τοῦ Χατζῆ Μιχάλη δι’ ὅσα ἄδικα ἐπῆρεν χρήµατα.»
  
[Εάν πρόκειται για τον τελευταίο ηγούμενο της αγια Σωτείρας, προκύπτει ότι αυτός προηγουμένως εμόναζε στο Μέγα Σπήλαιο (Μεγασπηλαιότης).]


«Έγγραφο 1 Φεβρουαρίου 1829 Α/Α 1474
Περίληψις: Ἐξοµολόγησις τοῦ ἡγουµένου τῆς µονῆς τοῦ Αὐγοῦ Ἀγαπίου.»
  
[Πρόκειται άραγε για τον πρώην ηγούμενο της αγια Σωτείρας; Αν είναι έτσι φαίνεται ότι σε αναγνώριση των υπηρεσιών του είχε μετακινηθεί στο μοναστήρι Αυγού που ήταν μεγαλύτερο.]
   

«Έγγραφο Φεβρουαρίου 1829 Α/Α 1483
Αποστολείς: Σπ. παππᾶ Σακελάριος καί παππᾶ Γεώργ. Μπιλίνης. 
Περίληψις: αναφέρονται κατά τοῦ Ἀναγνώστου Ζέρβα διά χωράφια.»



«Έγγραφο Φεβρουαρίου 1829 Α/Α 1488
Αποστολέας: Κυριάκος Γιάνης ἀπό Τζαφέραγα. 
Περίληψις: ἐνάγει τόν Γιάννην καί ∆ηµήτριον Τριπολιτζιώτας περί 50 γροσίων καί ῥουχῶν του.»
(σχετικό με εξερχόμενο Α/Α 1273)


«Έγγραφο 7 Φεβρουαρίου 1829 Α/Α 1511
Αποστολέας: ὁ Ἡγούµενος τοῦ Αὐγοῦ Ἀγάπιος. 
Περίληψις: αἰτεῖ νά τόν δοθῇ ἡ ἄδεια ν’ ἀπέλθῃ εἰς Αἴγιναν πρός τήν ἐκκλησιαστικήν ἐπιτροπήν ἤ να ὁδηγηθῇ περί τοῦ ποιητέου.»


«Έγγραφο 7 Φεβρουαρίου 1829 Α/Α 1514
Περίληψις: ∆ιεύθυνσις ἀναφορᾶς (...) τοῦ Ἀναγ. Ἰωάν. Ζέρβα προβάλλοντος ὅτι περί τόν Κιουλουτεπέν εἶχεν ἀνοίξει ἐθν[ικήν] χέρσον γῆν, καί ὅτι ἤδη ἐνοχλεῖται ἀπό τόν παππᾶ Σακκελάριον κ.τ.λ.»
«Έγγραφο 11 Φεβρουαρίου 1829 Α/Α 1533
Αποστολέας: Σακκελάριος Κακκάνης. 
Περίληψις: ὅτι ἐκαθάρισε τήν χέρσον καί ὅτι ἐνοχλεῖται παρά τινος Ἀναγνώστ[ου] Ζέρβα.»
«Έγγραφο 11 Φεβρουαρίου 1829 Α/Α 1550
Αποστολέας: ∆ιοικητής Ναυπλίας.
Περίληψις: διευθύνει ἀναφοράν τοῦ Ἀναγ. Ἰωάν. Ζέρβα ἀναφεροµένου ὅτι ἐνοχλεῖται ἀπό τόν παππᾶ Σακκελάριον νά καλλιεργήση γῆν ἐθνικήν.»
  
[Μέσα από τη διένεξη αυτή προκύπτει ένα λησμονημένο σήμερα τοπωνύμιο της περιοχής μας, το «Κιουλουτεπέ» ή «Κιουλού τεπέ», όπως θα το συναντήσουμε παρακάτω. Στα τουρκικά «τεπέ» σημαίνει «λόφος», ενώ το «Κιουλού» ίσως έχει σχέση με το επίσης τουρκικό  «Κιουλάχ», που σημαίνει «κώνος», οπότε το «Κιουλού τεπέ» σημαίνει τον κωνοειδή λόφο. Είναι πιθανό να έχουμε εδώ μια ακόμα ονομασία του σημερινού Αγιολιά Ασίνης, που ακριβώς λόγω του χαρακτηριστικού κωνοειδούς σχήματός του παλαιότερα ονομαζόταν «Πιλάφι» (βλέπε και σχετική εργασία μου).]


«Έγγραφο 13 Φεβρουαρίου 1829 Α/Α 1554
Αποστολέας: Ἀναγνώστης Καρκαζής.
Περίληψις: κατά τοῦ ποιµένος τοῦ Βαλσαµῆ κ.τ.λ. διά τινας προβατίνας.»
  
[Κάποιος Στέλιος Καρκαζής, προφανώς απόγονος του αναφερομένου Αρκάδα ποιμένα, νυμφεύθηκε την Ασιναία Γιούλα θυγατέρα του Γεωργίου Πέτρου Καλλιάνου, αδελφή της γιαγιάς μου Κατίνας. Ο Στέλιος, κάτοικος Τριπόλεως, υπήρξε διευθυντής των Σιδηροδρόμων Πειραιώς-Αθηνών-Πελοποννήσου (ΣΠΑΠ).]


«Έγγραφο 13 Φεβρουαρίου 1829 Α/Α 1560
Αποστολέας: Ἀναστάσιος Κολιτζιρίκος.
Περίληψις: ζητεῖ νά προσκληθοῦν οἱ Γεώργιος Μπιτίνης ἀπό Ντζαφέραγα Κωνσταντίς Νικολάκενας, Πανάγος Βλάχος καί Μήτρος Βαρδής εἰς ἀπόδωσιν τῶν ποιµνίων και Αἰγῶν του τῶν παρ’ αὐτῶν κλευθέντων.»
  
[Το «Αναστάσιος Κολιτζιρίκος» πρέπει να διαβαστεί ως Αναστάσιος Τσιρίκος του Νικολάου/Κόλλια. Το επώνυμο «Νικολάκενας» αργότερα στα Λευκάκια αντικαταστάθηκε από τα «Μίχος» και «Μιχόπουλος». Επίσης είναι πολύ πιθανό ο αναφερόμενος Πανάγος Βλάχος να είναι κοινός πρόγονος  των Βλάχων και των Παναγαίων της Ασίνης. Την εποχή εκείνη έχουμε πολλές περιπτώσεις κατά τις οποίες το πατρώνυμο πήρε τη θέση του επωνύμου.]


«Έγγραφο 21 Φεβρουαρίου 1829 Α/Α 1606
Αποστολέας: Ἀθανάσιος Πατραῖος.
Περίληψις: Αἰτεῖ νά σταλῇ ἄνθρωπος ἐξ ἐπίτηδες να θεωρήσῃ τήν πάχτωσιν τοῦ παρά τούς Σαγγιώτας χαλασθέντος περιβολίου του καί ἑποµένως νά εἰδοποιήσῃ τήν ∆ηµογεροντίαν ταύτην διά νά βιάσῃ αὐτούς νά τόν ἀποζηµιώσουν.»


«Έγγραφο 5 Μαρτίου 1829 Α/Α 1674
Αποστολέας: Θεόδωρος Ἁναστασίου Ἀργεῖος.
Περίληψις: Αἰτεῖ νά προσκληθῇ ὁ Ἀθανάσιος Τζαβάρας Σαγγιώτης εἰς τήν ἀπόδοσιν τῶν ὑπ’ αὐτοῦ ἡρπασθέντων ληστρικῶς προβάτων 13 καί γρόσια 60 ὡς τό εἰς χεῖρας του ἐµµάρτυρον διαλαµβάνει.»


«Έγγραφο 7 Μαρτίου 1829 Α/Α 1692
Αποστολέας: Σακελάριος Κακάνης.
Περίληψις: Αἰτεῖ νά διαταχθῇ ὁ Ἀναγνώστης Ζέρβας νά ἀπέχῃ ἐκ τοῦ εἰς Κιουλού τεπέ χωράφιον του ὅστις καί πρό πολλοῦ διαταχθείς οὐκ ὑπήκουσε.»


«Έγγραφο 7 Μαρτίου 1829 Α/Α 1698
Αποστολέας: Θεόδωρος Παναγιωτόπουλος.
Περίληψις: Ὅτι ὁ τῆς Σωτήρας [Καραθώνας] ἠγούµενος τόν ἀδικεῖ, µή δεχόµενος αὐτόν εἰς τόν περίβολον τοῦ Μοναστηρίου κατά τήν συµφωνίαν των ἀλλά ἀποδιώκει αὐτόν µή ἐλθούσης τῆς προθεσµίας.»


«Έγγραφο Μαρτίου 1829 Α/Α 1716
Αποστολέας: Σακελάριος Κακάνης.
Περίληψις: Αἰτεῖ νά προσκληθῇ ὁ Ζέρβας νά παύσῃ ἀπό τοῦ νά ὀργόνη τό χωράφι του.»


«Έγγραφο Μαρτίου 1829 Α/Α 1820
Αποστολέας: Μήτρος Τζῆρος Τζαφεραγιώτης.
Περίληψις: Ὅτι ὁ Γεώργιος Μαλκίνης τον ἔδειρεν.»
   
[Το «Μήτρος Τζῆρος» πρέπει να διαβαστεί ως «Μήτρος Τσίρος». Εδώ συναντούμε για μοναδική φορά τον τύπο «Τζαφεραγιώτης» ως δηλωτικό του καταγόμενου από το Τζαφέραγα, αντί του συνηθισμένου «Τζαφεραΐτης».]



ΕΞΕΡΧΟΜΕΝΑ
    

«Έγγραφο 13 Δεκεμβρίου 1828 Α/Α 962
Παραλήπτες: ποιµένες οἱ κατά τό Ταλιώτη.
Περίληψις: νά ἀσηκώσουν τά ποίµνια ἀπό το µέρος ὅπου εἶναι καί τά ποίµνια τοῦ Ἀνδρέου Νικολάκενας.»


«Έγγραφο 14 Δεκεμβρίου 1828 Α/Α 974
Παραλήπτες: ποιµένες οἱ κατά τήν Καραθῶνα. 
Περίληψις: διατάσσονται νά παύσουν ἀπό τοῦ νά ζηµιοῦν τό Μοναστήριον τήν Μεταµόρφωσιν.»
(σχετικό με εισερχόμενο Α/Α 1173) 


«Έγγραφο 14 Δεκεμβρίου 1828 Α/Α 978
Παραλήπτες: παππά κύριος Θεοδόσιος, καί Γ. Χασάπης.
Περίληψις: προσκαλοῦνται νά δώσουν πληροφορίας, ἄν παρενοχλεῖται ὁ Ἀνδρέας τῆς Νικολάνενας παρά τῶν Λαζαρέων.»
(σχετικό με εισερχόμενο Α.Α 1196)  

«Έγγραφο Δεκεμβρίου 1828 Α/Α 981
Παραλήπτης: τοποτηρητής Ναυπλίας.
Περίληψις: προσκαλεῖται νά παραχωρήσῃ τήν θεώρησιν τῆς διαφορᾶς, διά τήν ὁποίαν ὁ Θεόδορος Σαγκιώτης ἐνάγει ἐπαρχ[ιώτας] Ναυπλ[ίας].»


«Έγγραφο 17 Δεκεμβρίου 1828 Α/Α 1009
Προς: Παναγ. καί λοιπούς Λαζαρέους. 
Περίληψις: διατάττονται νά σηκώσουν το ποίµνιόν τους, ἀπό τήν στάνην τοῦ Ἀνδρέα τῆς Νικολάκενας, ἀφοῦ καί ἔχει µεταδοτικήν ἀσθένειαν.»



«Έγγραφο 21 Δεκεμβρίου 1828 Α/Α 1046 
Περίληψις: Ἐπικύρωσις. ἑνός ἀποδεικτικοῦ ἐγγράφου κατ' αἴτησιν τοῦ Γιαννάκου Καφφεντζή.»
(σχετικό με το εισερχόμενο Α/Α 1232)
     
[Εδώ βλέπουμε το όνομα Γιάννης Καβέζος να παραλλάσσεται σε Γιαννάκος Καφφεντζής.]


«Έγγραφο 03 Ιανουαρίου 1829 Α/Α 1103
Παραλήπτες: ποιµένες εἰς τήν Καραθῶνα.
Περίληψις:  νά παρουσιασθοῦν ὡς ἐναγόµενοι.»


«Έγγραφο Φεβρουαρίου 1829 Α/Α 1273
Προς: Προσωρινή ἀστυνοµία Ναυπλίου. 
Περίληψις: διευθύνεται πρός αὐτήν ἡ ἀναφορά τοῦ Κυριάκου Γιάνη ἀπό Ντζαφέραγα ὅστις ἐνάγει τον ∆ηµ:[ήτριον] καί Γ:[ιάννην] Τριπολ[ιτζιώτας].»
(σχετικό με εισερχόμενο Α/Α 1488)


«Έγγραφο 06 Φεβρουαρίου 1829 Α/Α 1275
Παραλήπτης: Ἀθανάσις Ντζαβάρας Σαγγιότης εἰς Καραθῶνα.
Περίληψις: προσκαλεῖται να παῤῥησιασθῇ ὡς ἔχων ἐνάγοντα.»


Έγγραφα Μαρτίου 1829
«Α/Α 1441
Πρός τούς ∆ηµογέροντας καί προκρίτους ὅλων τῶν χωρίων τῆς ἐπαρχίας Ναυπλίου εἰς τόν κάµπον. ∆ιατάττωνται να καταγράψωσιν τάς ψυχάς ἕκαστος τοῦ χωρίου του.»
«Α/Α 1442
ὅµοιον πρός τούς ∆ηµογέροντας καί Προκρίτους τῶν χωρίων Κάτω Ναχαγέ καί Ἤρι ὁµοίως καί πρός τούς Ἡγουµένους τῶν Μοναστηρίων.»
«Α/Α 1443
ὅµοιον πρός τούς ∆ηµογέροντας καί Προκρίτους τῶν ∆ραπανοχωρίων καί Κάντιας.»


Το πλήρες κείμενο κάποιων εξερχομένων που αναφέρθηκαν προηγουμένως περιληπτικά:


«Έγγραφο της Δημογεροντίας ἀριθμός 962.
Ναύπλιο 13 Δεκεμβρίου 1828
Πρός τούς κατά τό Ταλιώτη Ποιμένας.
ὁ Ἀνδρέας Νικολάκαινας κάμει ἀγωγήν ἐναντίον σας, ὅτι ἐπήγατε καί ἐρίψατε τά ποιμνιά σας εἰς τό αὐτό μέρος ὁποῦ καί οὗτος ἔχει τήν ἰδικήν του στάνην. Διατάττεσθε λοιπόν ἅμα λάβετε τήν παρούσαν νά σηκώσετε τά ποίμνιά σας ἀπό τό πλησίον τῆς στάνης τοῦ Ἀνδρέα Νικολάκαινας μέρος, καί νά τά ῥιψετε εἰς ἄλλον τόπον, πρός ἀποφυγήν ἀναποφεύκτων συγχίσεων διά τήν πλησιότητα. μήν ἀπειθήσετε διότι θέλετε διωχθῇ ὕστερον μέ στρατιωτικήν δύναμιν καί με ζημίαν σας.
τῇ 13 Χβρίου 1828. Ἐν Ναυπλίῳ. Οἱ Δημογέροντες.»


«Έγγραφο της Δημογεροντίας ἀριθμός 974.
Ναύπλιο 14 Δεκεμβρίου 1828
Πρός τούς κατά τήν Καραθῶνα Ποιμένας.
Ὁ ἡγούμενος τοῦ Μοναστηρίου τῆς Μεταμορφώσεως ἀναφερόμενος παραπονεῖται, ὅτι εἰς τήν γῆν τοῦ Μοναστηρίου εἰς τό ὁποῖον ἡγουμενεύει, αὐθεραίτως σεῖς βόσκετε τά ποίμνιά σας βλάπτοντες τά σπαρτά τοῦ Μοναστηρίου, μήτε στέργοντες νά συμφωνήσετε μέ αὐτόν διά τό συνηθισμένον εἰς τήν ἰδιόκτητον γῆν περί βοσκημάτων δόσιμον, προβάλλοντες πρός αὐτόν ἄλλα τῶν ἄλλων. ἄν τόν περί βοσκημάτων δασμόν κατήργησεν ἡ Ἐθνική Συνέλευσις, ἐννοεῖται ὅσον ἀπέβλεπε τό δικαίομα τῶν ἐνοικιαστῶν, ὄχι ὅμως καί ἐκεῖνο τῆς ἰδιοκτησίας. ἄν θέλετε λοιπόν νά βόσκεται τά ποίμνιά σας εἰς τήν γῆν τοῦ Μοναστηρίου χρεωστεῖτε νά συμφωνήσετε μέ τόν ἡγούμενον διά τό συνηθισμένον περί βοσκῆς δόσιμον, προσέχοντες νά μήν βλάπτετε τά σπαρτά του, ἀλλέως νά ἀναχωρήσετε μέ τά ποίμνιά σας ἀπό τήν ἰδιόκτητον γῆν τοῦ Μοναστηρίου διά νά μήν διωχθῆτε ὕστερον μέ στρατιωτικήν δύναμιν, ἀφοῦ τόν ἀποζημιώσετε καί δι’ ὅσα προηγουμένως τόν κατέφαγον σπαρτά τά πράγματά σας.
τῇ 14 Χβρίου 1828. Ἐν Ναυπλίῳ. Οἱ Δημογέροντες.»
(σχετικό με εισερχόμενο Α/Α 1173)


«Έγγραφο της Δημογεροντίας ἀριθμός 978
Ναύπλιο 14 Δεκεμβρίου 1828
Προς τους Παππά Θεοδόσιο Οικονόμου και Γεώργιο Χασάπη.
Παρακαλεῖσθε νά ἀπέλθετε εἰς τό χωρίον Ταλιώτη νά παρατηρήσετε ἄν ὁ Παναγιώτης καί λοιποί Λαζαρέοι ἔῤῥιψαν τήν στάνην των πλησίον ἐκείνης τοῦ Ἀνδρέα τῆς Νικολάκαινας παρενοχλοῦντες αὐτόν καί ἄν τῷ ὄντι τά ποίμνια τῶν Λαζαρέων πάσχουν ἀσθένειαν. αὐτάς τάς πληροφορίας ἀπαιτεῖ ἀπό σᾶς ἡ Δημογεροντία καί μήν ἀμελήσετε νά τάς δώσετε τό συντομώτερον.
τῇ 14 Χβρίου 1828. Ἐν Ναυπλίῳ. Οἱ Δημογέροντες.»
(σχετικό με εισερχόμενο Α/Α 1196)
  
[Όπως προανέφερα ο Ανδρέας Νικολάκαινας ήταν από τα Λευκάκια (Σπαϊτζίκου), το επώνυμό αυτό αργότερα αντικαταστάθηκε από τα «Μίχος» και «Μιχόπουλος». Πιστεύω ότι είναι το ίδιο πρόσωπο με τον Ανδρέα Νικολάου που αναφέρεται ως δημογέροντας του χωρίου του, αφού οι  τύποι «γιος του Νικολάου» και «γιος της Νικολάκαινας» στην ουσία είναι ταυτόσημοι. Έτσι, επειδή ο δημογέροντας ήταν ταυτόχρονα και ενάγων, ορίσθηκε αντί αυτού να συμμετάσχει στην έρευνα κάποιος Γεώργιος Χασάπης, προφανώς και αυτός Λευκακιώτης. Στην εκτέλεση του παρόντος (εισερχόμενο Α/Α 1196) είδαμε ότι τελικά αντί του ορισθέντος Γεωργίου Χασάπη συνόδευσε τον παπα-Θεοδώση ο Νικολής Σταθογιάννης.]

Σημείωση: Η σχετικότητα κάποιων εισερχομένων με αντίστοιχα εξερχόμενα έγγραφα και αντιστρόφως, αναφέρεται στους πίνακες του βιβλίου.

Ηλίας Κ. Μηναίος