Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2022

Ο ΔΗΜΟΣ ΑΣΙΝΗΣ (19ου αι.) ΚΑΙ Η ΑΠΟΜΥΘΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΜΙΝΩΑΣ

Τα πρώτα επαναστατικά χρόνια στην Ελλάδα διατηρείτο ο θεσμός των κοινοτήτων, σύστημα διοίκησης και κατά την Οθωμανική εποχή. Μια κοινότητα περιλάμβανε έναν ή περισσότερους οικισμούς και ήταν αυτοδιοικούμενη. Εξέλεγε τους δικούς της τοπικούς άρχοντες, γνωστούς ως γέροντες ή προεστούς, που είχαν ως κύριο έργο τη συλλογή των φόρων και την απόδοσή τους στην κεντρική διοίκηση. Υπήρξε ένας σημαντικός θεσμός, σε πολλές περιπτώσεις οι κοινότητες αναπτύχθηκαν σημαντικά, συμβάλλοντας στην διαμόρφωση, ενίσχυση και διατήρηση της εθνικής συνείδησης, στην επιβίωση δηλαδή του Ελληνισμού. Όμως ευνοούσε την ολιγαρχία των οπλαρχηγών και των προεστών, οι οποίοι μετά την Επανάσταση συγκέντρωναν στα χέρια τους ολοένα και μεγαλύτερη δύναμη. Πρώτος ο Καποδίστριας προσπάθησε να αφαιρέσει από τους προεστούς τον έλεγχο των κοινοτήτων, αλλά συνάντησε την έντονη αντίδραση από τους δεύτερους και δεν μπόρεσε να εκπληρώσει το εγχείρημά του μέχρι τη δολοφονία του. Αυτό που δεν πρόλαβε να κάνει ο Κυβερνήτης το πραγματοποίησε η πρώτη βαυαρική αντιβασιλεία υπό τον Μάουρερ. Στα πλαίσια της διοικητικής ανασυγκρότησης της χώρας, με το νόμο της 27ης Δεκεμβρίου 1833 «περί συστάσεως των δήμων» (ΦΕΚ Α΄ 3/1834) αποφασίστηκε η διαίρεση της επικράτειας σε δήμους. Με την καθιέρωση των δήμων οι έως τότε αυτοδιοικούμενες κοινότητες έχαναν τον πολιτικό χαρακτήρα που είχαν. Για το λόγο αυτό ο Μάουρερ δέχτηκε κριτική, κατηγορούμενος ότι με την κατάργηση του κοινοτισμού περιόριζε τις πολιτικές ελευθερίες των Ελλήνων.

Ας δούμε τώρα πως εφαρμόστηκε ο νόμος στην επαρχία μας και κυρίως  στην ιδιαίτερη περιοχή μας, καθώς και τις εξελίξεις  σε βάθος χρόνου:

«Με Β. Δ. της 28ης Απριλίου (10 Μαΐου) 1834 (ΦΕΚ 19),  Περί της οροθεσίας και της εις δήμους διαιρέσεως του νομού Αργολίδος και Κορινθίας» σχηματίσθηκαν οι οκτώ δήμοι της επαρχίας (Ναυπλίας) : 1. Ναυπλίας (-έων), 2. Επιδαύρου (-ίων), 3. Αραχναίου, 4. Μηδείας (Μιδέας), 5. Τιρυνθίδος, 6. Ασίνης, 7. Λήσσης, 8. Προσύμνης»    (Σκιαδάς, «Ιστορικό διάγραμμα…»2σελ. 258)

Ο νόμος προέβλεπε τρεις τάξεις δήμων: πρώτης τάξεως αυτούς που αριθμούσαν τουλάχιστον 10.000 κατοίκους, δεύτερης με όριο τους 2000 και τρίτης με όριο τους 300. Ο δήμος Ασίνης με 441 κατοίκους κατατάχθηκε στην Γ΄ τάξη: 

«Ο δήμος Ασίνης () Κατατάχθηκε στη Γ΄ τάξη, με πληθυσμό 441 κατοίκους και έδρα την Ασίνη (Χαϊδάρι)» «Χωρία του δήμου Ασίνης: Ασίνη (Χαϊδάρι) (119), Τσέλλον (54), Μουράταγα (24), Σπαϊτζίκου και Τζαφέραγα (187), Μοναί Αυγού και Μεταμορφώσεως (8), Ηρία ή Ίρια (49), Κάνδια, Σουληνάρι. Ο πληθυσμός που συνοδεύει τα χωρία και τους οικισμούς () αφορά τον χρόνο σχηματισμού του (1934)» (Σκιαδάς, σελ. 259 και 263)

Η σφραγίδα του δήμου Ασιναίων, διάμετρος 0.028, σε έγγραφο του 1838 (Τρ. Σκλαβενίτης, Ευρετήριο Δημ. Αρχείου Ναυπλίου 1828-1912,  σελ. 130) 

Κορμός του δήμου Ασίνης ήταν η περιοχή Δρεπανοχωρίων [από το όνομα της κατεστραμμένης (1686) μεσαιωνικής κώμης Δρέπανον, μεταξύ Τζαφέραγα και Τσέλου, στην οποία όφειλε το όνομά της ολόκληρη η ευρύτερη περιοχή καθώς και ο παρακείμενος της λιμένας Δρέπανον (όπου το Βιβάρι), επίσης σημαντικός εμπορικός λιμένας του παρελθόντος, όπως μαρτυρούν και οι ενετικές οχυρώσεις], με τα χωριά Τσέλον, Σπαϊτζίκου, Τζαφέραγα, Μουράταγα, Χαϊντάρι και την μονή Μεταμορφώσεως. Μεγαλύτερο και κεντρικό χωριό της περιοχής ήταν το Τζαφέραγα. Στην απογραφή αυτή βλέπουμε να συναριθμούνται οι κάτοικοι Τζαφέραγα και Σπαϊτζίκου τα οποία αποτελούν κοινότητα. Το δεύτερο ήταν τότε ένας ασήμαντος οικισμός αυτής της κοινότητας. Προς τούτο παραθέτω και την απογραφή του 1828 που είναι αναλυτική3 (τα χωριά σε γεωγραφική σειρά): 

Τσέλο 64, Σπαϊτζίκου 27, Τζαφέραγα 139, Μουράταγα 79, Χαϊντάρι 128, Μονή Μεταμορφώσεως 2. 

Όσον αφορά την έδρα των δήμων ο νόμος προέβλεπε να είναι όχι μόνο το μεγαλύτερο χωριό, αλλά κυρίως το κεντρικότερο. Βλέπουμε όμως ότι ο δήμος Ασίνης στην προέκτασή του περιλάμβανε ακόμα και τα Ίρια. Με το τρόπο αυτό το Τζαφέραγα έχανε την κεντρικότητά του και έδρα ορίστηκε το Χαϊντάρι, που για το λόγο αυτό φιγουράρει στον σχετικό πίνακα ως Ασίνη (Χαϊντάρι). Όμως η ονομασία «Ασίνη» δεν θα ριζώσει εκεί.

Παραδίπλα, η περιοχή του σημερινού  Τολού ήταν ακόμα ακατοίκητη. Από την εποχή των Ενετών ο εκεί λιμένας χρησιμοποιείτο ως ναύσταθμος. Από εκεί σαλπάρισε για την πολιορκία της Αθήνας ο Φραγκίσκος Μοροζίνι (FRANCESCO MAUROGENUS) με το στόλο του, τότε που αυτός ο καθώς φαίνεται… ελληνικής καταγωγής Λατίνος (Μαυρογένης) βομβάρδισε και κατέστρεψε τον Παρθενώνα, έχοντας την πληροφορία ότι οι Τούρκοι έχουν φυλάξει εκεί την πυρίτιδά τους. Ακόμα και κατά την παλιγγενεσία, όσο το Ναύπλιο ήταν πρωτεύουσα, προοριζόταν για ναύσταθμος. Όμως, με διάταγμα της 18ης Σεπτεμβρίου του 1834 της αντιβασιλείας  η Αθήνα ανακηρύσσεται πρωτεύουσα: «Η καθέδρα ημών μετατίθεται κατά την α΄ Δεκεμβρίου τρέχοντος έτους εκ Ναυπλίου εις Αθήνας»

Με τη μεταφορά της καθέδρας στην Αθήνα όπως ήταν φυσικό παύει η προοπτική δημιουργίας του ναυστάθμου στο Τολό. Τότε οι Κρήτες πρόσφυγες, που σύμφωνα με την Τολιανή προφορική παράδοση ήταν εγκατεστημένοι σε κάποια ακτή της περιοχής Πορτοχελίου, υπέβαλαν αίτημα να μεταφερθούν στο Τολό:

«Ο χώρος που το Κράτος είχε αποφασίσει να διαθέση στις Κρητικές οικογένειες, οι οποίες επιθυμούσαν να μεταναστεύσουν ζητώντας άσυλο στο ελεύθερο έδαφός του, αποδείχτηκε ακατάλληλος, ένεκα ανθυγιεινών συνθηκών που ευνοούσαν τη φοβερή μάστιγα της εποχής, την ελονοσία. Το θέμα αυτό έγινε αντικείμενο συζητήσεων και αλληλογραφίας Όθωνος και Σακορράφου, συμπέρασμα των οποιων υπήρξε η εκλογή, για σύμπηξι του προσφυγικού οικισμού, της παραλιακής λωρίδας του Τολού. Το Τολό, κατά την ίδρυσι του Ελληνικού Κράτους, είχε προορισθή για ναύσταθμος, με την μεταφορά όμως της πρωτεύουσας στην Αθήνα η ιδέα αυτή αναγκαστικά εγκαταλείφθηκε και έτσι ο παραλιακός αυτός χώρος έμεινε αχρησιμοποίητος και βρέθηκε διαθέσιμος…»    (Πολυξένη Ε. Σέκερη4, «Τολό», σελ. 25)

«Με το Β. Δ. της 13ης (25) Οκτωβρίου 1834 (αριθ. 16951), το οποίο δε δημοσιεύτηκε στην Ε. τ. Κ., αποφασίσθηκε « 1. Να κτισθεί εις τον λιμένα των Τολών, πόλις υπό το όνομα Μινώα, 2. Να προσκληθούν να οικήσουν αυτή οι εν τω Βασιλείω διεσπαρμένοι Κρήτες…» «(Η περιοχή Τολού) δεν είχε συνοικιστεί ακόμη. Όπως παρατηρεί ο αναγνώστης, η απόφαση για το σχηματισμό πόλεως εκδόθηκε περίπου πέντε μήνες μετά τον σχηματισμό των δήμων»    (Σκιαδάς, σελ. 263)

Ως νομική βάση για την δημιουργία του οικισμού χρησιμοποιήθηκε ένα ψήφισμα του Καποδίστρια (αρ. 3382 ψήφισμα ΚΔ΄ της 13ης (25) Μαρτίου 1831) και ας δούμε τι λέει αυτό για  τους Κρήτες πρόσφυγες:

«Οι προσφυγούντες εις την Ελλάδα Κρήτες θέλουν διαμερισθή παρά της Κυβερνήσεως εις τας διαφόρους επαρχίας όπου ήθελε κριθή εύλογον ν΄ αποκατασταθώσιν.»

Την εποχή του Καποδίστρια η ανακούφιση των κυρίων αναγκών των προσφύγων της περιοχής Ναυπλίας επιχειρείτο στον οικισμό Πρόνοια του Ναυπλίου (Κρητικός μαχαλάς) ο οποίος συνεστήθη το 1828 και «με δειλά αρχικώς βήματα». Σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ο οικισμός Μινώα στο Τολό ιδρύθηκε από τον Κυβερνήτη, τέτοιες αναφορές είναι ψευδείς. Το πρώτο διάταγμα που αφορούσε τον σχηματισμό νέων εποικισμών εκδόθηκε από τους Βαυαρούς τον Αύγουστο του 1834, και ο εποικισμός του Τολού έγινε με το ανωτέρω αναφερόμενο βασιλικό διάταγμα της 13ης (25) Οκτωβρίου 1834 (αρ. 16951).

Τελικά όμως δεν ιδρύθηκε απλά ένας νέος οικισμός, αλλά η εγκατάσταση εδώ των εποίκων αυτών χρησιμοποιήθηκε για τη δημιουργία ξεχωριστού δήμου. Όπως επίσης μας λέει ο Σκιαδάς:

«Προβλεπόταν να γίνει μόνιμη εγκατάσταση εποίκων σ’ ένα μέρος, κι εκεί έπρεπε να σχηματιστεί ξεχωριστός δήμος, ή τουλάχιστον ένας πρώτος πυρήνας για μελλοντική ανάπτυξη σε δήμο».

Ως φαίνεται, προς τα τέλη του 1836 είχε σχηματιστεί  αυτός ο πρώτος πυρήνας και το 1837 ιδρύθηκε ο δήμος Μινώας:

«…σύμφωνα με τον Γενικό πίνακα των δήμων του Κράτους (Παράρτημα του υπ’  αριθμ. 2 ΦΕΚ (1837) στους υπάρχοντες οκτώ δήμους, προστέθηκε ο δήμος Μινώας»     (Σκιαδάς, σελ. 258)].

Ενδιαφέρον στο σημείο αυτό παρουσιάζει ένας πίνακας των δήμων της επαρχίας Ναυπλίας, χρονολογουμένων κατά το έτος 1836, στο βιβλίο των Δρακάκη - Κούνδουρου5. Το βιβλίο αυτό περιέργως έχει ως αφετηρία το έτος 1836 παραβλέποντας το αρχικό ιδρυτικό των δήμων (αυτό του 1834). Ο πίνακας έχει ως εξής:

1.    Ναυπλίας………………

2.    Επιδαύρου……………..

3.    Αραχναίου……………..

4.    Μηδείας………………..

5.    Τίρυνθος……………….

6. Ασίνης (Γ΄). Ασίνη-Χαϊδάρι, Τσεφέραγα και Σπαϊτσίδικο, Τσέλο, Μουράταγα, Ήρι, Τουλό, Σουληνάρι και Κάνδια, Μονή Αυγού και της Μεταμορφώσεως.

7.    Λήσσης………………...

8.    Προσύνμης…………….

9.    Μινώας (Γ΄). Μινώα Πορτ Τουλών. 

Η ίδρυση του δήμου Μινώας με έδρα το Πορτ Τουλών (sic), δηλαδή το σημερινό Τολό, προφανώς ψηφίστηκε τέλη του 1836, δεδομένου ότι δημοσιεύτηκε στο 2ο κιόλας Φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως του 1837. Έτσι οι συγγραφείς προσθέτουν στον πίνακα αυτό το νέο (ένατο) δήμο, έστω και λίγο πρόωρα αλλά κάπως δικαιολογημένα. Απορία προκαλεί η ταυτόχρονη αναφορά τοπωνυμίου Τολό (Τουλό) και στον δήμο Ασίνης. Στο προαναφερθέν Β. Δ. της 13ης (25) Οκτωβρίου 1834 υπ’ αριθ. 1695 συναντήσαμε τη φράση «εις τον λιμένα των Τολών». Τώρα, στον κατάλογο του 1836, βλέπουμε ένα δεύτερο Τολό στο δήμο Ασίνης. Αυτό δεν μπορεί να είναι άνευ σημασίας.

Μια εξήγηση θα μπορούσε να είναι ότι πρόκειται για τη νησίδα Ρόμβη, που μαζί με το Δασκαλειό, την Πλατειά και την Ψηλή εξακολουθούσαν ακόμα να ανήκουν στο δήμο Ασίνης (Σκιαδάςσελ. 263). Η Ρόμβη σε παλαιούς χάρτες συναντάται και ως «Νήσος Τολόν», όχι όμως επειδή επρόκειτο για μια δεύτερη ονομασία της, αλλά από τη διαχρονική συνήθεια των εντοπίων μέχρι και των ημερών μας να την αποκαλούν περιφραστικά «το νήσί του Τολού». Ο Σκιαδάς αναφέρει τις νησίδες με τα ονόματα «Δασκαλείον, Πλατειά, Ρόβη, Υψηλή», όπως προφανώς τις συνάντησε στα έγγραφα κατά την έρευνά του.

Μια άλλη εξήγηση, η πιθανότερη κατ' εμέ, είναι η ακόλουθη: Ο θαλάσσιος χώρος δυτικά από τον κάβο Καστρακίου της Ασίνης, ο μυχός δηλαδή του κολπίσκου Τολού (ονομασία που επικράτησε για ιστορικούς λόγους από το μεσαίωνα), ήταν ανέκαθεν ένα ενιαίο φυσικό λιμάνι. Το φυσικό λιμάνι είναι ουσιαστικά ένας όρμος που παρέχει προστασία στα πλοία όταν αυτό απαιτείται, έχοντας και ένα βαθύ, δηλαδή ένα σημείο με αρκετό βάθος κοντά στην ξηρά για εμπορική-επιβατική δραστηριότητα. Η βασική λειτουργία του όμως είναι το καταφύγιο που παρέχει στα πλοία από ανέμους και τους κυματισμούς της θάλασσας, έχοντας τα απαραίτητα βάθη και το αναγκαίο πλάτος της θαλάσσιας επιφάνειας για μπορούν αυτά να κάνουν τους ελιγμούς τους και να αγκυροβολούν. Αυτό το καταφύγιο παρέχει ο θαλάσσιος χώρος μεταξύ της νήσου Ρόμβης και της απέναντι ακτής και έτσι δικαιολογείται εκεί η ονομασία Πόρτο Τολό (και όχι βέβαια Τουλών). 


Το βαθύ όμως δεν είναι μέσα σε αυτόν τον ιδιαίτερο θαλάσσιο χώρο-καταφύγιο, αλλά παραδίπλα σε κάποια απόσταση, αποκομμένο, αφού παρεμβάλλονται οι βραχώδεις παρυφές της Μπαρμπούνας εισχωρώντας στη θάλασσα. Πρόκειται για τον ορμίσκο Ασίνης (το «βαθύ» του Ομήρου), που όμως τότε και αυτό ανεφέρετο με την ίδια ονομασία (πότε ως Τολό, πότε ως Πόρτο Τολό), ως μέρος του ομώνυμου κολπίσκου και δεδομένου ότι η θέση της αρχαίας Ασίνης ήταν ακόμα διαμφισβητούμενη. Για παράδειγμα:

· Στα αρχεία της Δημογεροντίας Ναυπλίου6 υπάρχει το ακόλουθο έγγραφο του Σεπτεμβρίου 1828 με Α/Α 626 και αποστολέα το Υγειονομείο Ναυπλίου: «Περίληψις:  ἁναφέρει τήν ἔλλειψιν τοῦ πλοιάρχου Γιάννη Κλοῖσα καί τῶν ἐπιβατῶν, ὅτι ἀπό Τωλόν ἔφυγον καί διά ξηρᾶς ἦλθον εἰς Ναύπλιον.» [Στην πραγματικότητα έχουμε αναφορά στον όρμο Καστρακίου Ασίνης, αφού εκεί ήταν ο επιβατικός σταθμός της περιοχής].

·    Ο Alessandro Pini7,  γιατρός στο βενετικό στόλο στην Πελοπόννησο, σε περιγραφή της Πελοποννήσου αναφέρει ότι το ούτως ονομαζόμενο λιμάνι (Πόρτο Τολό)  είχε σχηματιστεί μπροστά από τα αρχαία ερείπια.

·    Ο Γερμανός πρίγκηπας-περιηγητής Πύκλερ (Hermann von PücklerMuskau)8 που επισκεύθηκε το Ναύπλιο το 1836, παραφράζοντας την ονομασία σε «Πόρτε Λεόνε» γράφει: «εγώ αποχαιρέτησα το εύθυμο πλήθος που με είχε συνοδεύσει και πήγα, καθέτως στα βουνά προς την κατεύθυνση του Πόρτε Λεόνε που απέχει περίπου δύο ώρες (…). Από εδώ και ένα χαριτωμένο μονοπάτι οδηγεί πρώτα από την ακτή με άμμο μετά από απότομα βράχια σε μία νεόκτιστη κωμόπολη».

Είχαμε δηλαδή: δυτικά τον λιμένα/αγκυροβόλιο Τολό μαζί με την παρακείμενη παραλία στο δήμο Μινώας και ανατολικά τον ομώνυμο λιμένα/διαμετακομιστικό σταθμό πλάι στο αρχαίο κάστρο στο δήμο Ασίνης. Έτσι, στον κατάλογο αποτυπώνεται αυτός ο διαχωρισμός. Θα περάσουν κάποια χρόνια ακόμα μέχρι ο Ερνστ Κούρτιους κάνει τη σωστή ταύτιση της αρχαίας Ασίνης με την οποία συμφώνησε ο Σλήμαν και ακόμα περισσότερα μέχρις ότου οι σουηδικές ανασκαφές φέρουν στο φως το αρχαίο παρελθόν οπότε αποκαταστάθηκε εκεί η ονομασία «Όρμος Ασίνης».


Όμως οι μεταβολές δεν σταμάτησαν με την ίδρυση του δήμου Μινώας, αλλά σύντομα θα ακολουθήσουν και άλλες:

«Το Β. Δ. της 30ης Αυγούστου (11 Σεπτεμβρίου) 1840 (ΦΕΚ 22), «Περί συγχωνεύσεως των δήμων της επαρχίας Ναυπλίας», συγχώνευσε τους εννιά δήμους της επαρχίας, στους εξής τέσσερις: 1. Ναυπλίας (-έων), 2. Μηδείας (Μιδέας), 3. Επιδαύρου (-ίων), 4. Μινώας»    (Σκιαδάς, σελ. 258)

«… Ο Δήμος Ασίνης ενσωματώθηκε, σχεδόν ολόκληρος, στο Δήμο Ναυπλιέων το 1840»    (Σκλαβενίτης, «Ευρετήριο Δημοτικού Αρχείου»9, εισαγωγή σελ. ιη΄)

«Με το Β. Δ. της 30ης Αυγούστου (11 Σεπτεμβρίου) 1840 (ΦΕΚ 22), «Περί συγχωνεύσεως ..», ο δήμος Τιρυνθίδος και τμήμα του δήμου Ασίνης συγχωνεύθηκαν στο  δήμο Ναυπλιέων»    (Σκιαδάς, σελ. 259)

«Με το Β. Δ. της 30ης Αυγούστου (11 Σεπτεμβρίου) 1840 (ΦΕΚ 22), «Περί συγχωνεύσεως ..», τμήμα του δήμου Ασίνης συγχωνεύτηκε στο δήμο Μινώας»    (Σκιαδάς, σελ. 263) 

Στους πίνακες των συγχωνεύσεων (Σκιαδάς, σελ. 259 και 263) αναφέρονται λεπτομερέστερα οι περιοχές που ανήκαν στους δήμους Τιρυνθίδος και  Ασίνης. Σ αυτό βοήθησε και το ότι στο μεταξύ, ως φαίνεται, κατοικήθηκαν ή ξανακατοικήθηκαν και άλλες θέσεις. Αν επεξεργαστούμε τους πίνακες αυτούς προκύπτει ότι ο δήμος Ασίνης, κατά το σχηματισμό του (1834), περιελάμβανε τουλάχιστον τις θέσεις ή περιοχές: Τσέλου, Σπαϊτζίκου, Τζαφέραγα, Τολό (η κατόπιν Μινώα), Παλαιόκαστρο (μετά του προαναφερθέντος  ορμίσκου), Μουράταγα, Χαϊντάρι, Κάντια, Σουληνάρι, Λυκοτρούπι, Ίρια, Κατσιγιαννέϊκα, Κάντσα ή Καρνεζέϊκα, Σταυροπόδι, Αγία Μονή(;), Μονή Μεταμορφώσεως, Μονή Αυγού, και τα νησιά Ρόμβη, Δασκαλειό, Πλατειά, Ψηλή.  

Η Αγία Μονή ή Μονή Ζωοδόχου Πηγής αναφέρεται στις συγχωνεύσεις με το δήμο Ναυπλιέων. Αυτό σημαίνει ότι πρωτύτερα ανήκε είτε στο δήμο Τιρυνθίδος όπου ανήκε και η Άρια, είτε στο δήμο Ασίνης (σε περίπτωση που μια λωρίδα εδάφους έδινε εδαφική συνέχεια στο δήμο Ναυπλιέων μέχρι το Μερζέ, που από το 1834 ήταν συνδεδεμένο μαζί του, λωρίδα που θα απέκοπτε τη μονή από την Άρια). Η Αγία Μονή, αφενός λόγω της ανωμάλου περιόδου που προηγήθηκελληνική Επανάσταση) και αφετέρου λόγω της πολιτικής των Βαυαρών (κατάργησαν 412 μοναστήρια από τα 500 που υπήρχαν στην τότε ελληνική επικράτεια) ήταν κενή. Θα την συναντήσει διαλυμένη και ο ΑντΜηλιαράκης10 κατά τα έτη 1884-1885.

Παλαιόκαστρο ή Παλιόκαστρο ονόμαζαν τότε την αρχαία Ασίνη, όπως επίσης μας πληροφορεί ο Αντ. Μηλιαράκης. Στους προαναφερθέντες πίνακες συγχωνεύσεων αναφέρεται σαφώς στις συγχωνεύσεις με το δήμο Ναυπλιέων.

Μια πληροφορία του ιδίου ότι: «… ο δήμος (Μινώας) προς Μ(εσημβρίαν) μεν έχει όριον την θάλασσαν του Αργολικού κόλπου, εκ πάντων δε των λοιπών περάτων τον δήμο Ναυπλιέων»  μας ωθεί στη σκέψη ότι και ο όρμος Βουρλιάς με την εκεί  περιοχή ανήκαν στο δήμο Ασίνης

Έτσι που παρουσιάζει ο Σκιαδάς τις συγχωνεύσεις του 1840, δίνει την εντύπωση ότι ο δήμος Ασίνης διαμελίστηκε. Θα μπορούσαμε να το δούμε έτσι αν ο νόμος περί συγχωνεύσεως των δήμων ήταν και ληξιαρχική πράξη θανάτου των αρχικών δήμων. Όμως θα δούμε ότι κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Οι αρχικοί δήμοι ουσιαστικά εξακολούθησαν να επιβιώνουν μέσα στα πλαίσια του ευρύτερου δήμου, ως συστατικοί του δήμοι. Έχουν ακόμα και τη δική τους οικονομία. Π. χ. διαβάζουμε:

«Έσοδα-έξοδα του πρώην Δήμου Ασίνης και χρέη σ αυτόν του Δήμου Ναυπλιέων (1843)»    (Σκλαβενίτης, σελ. 11)

Συνεπώς πιο σωστή είναι η παρουσίαση που είδαμε να κάνει ο Σκλαβενίτης. Ο δήμος Ασίνης δεν διαμελίστηκε αλλά συγχωνεύτηκε με τους δήμους Ναυπλιέων και Τιρυνθίδος, αφού ταυτόχρονα έγινε και κάποια μεταβολή των ορίων του για να ολοκληρωθεί η δημιουργία του δήμου Μινώας.

Θα μπορούσαμε να σκεφθούμε ότι αυτή η μορφή επιβίωσης ίσχυσε αρχικά μόνο, έως ότου ο ευρύτερος δήμος Ναυπλιέων οργανωθεί σε ενιαίο δήμο. Φαίνεται όμως ότι εξακολούθησε, τουλάχιστον περί τις τρεις δεκαετίες. Κάποιες πρώτες ενδείξεις είχα από τις ακόλουθες εγγραφές που είχα συναντήσει σε βιβλία προγόνων μου:


1. Σε «ΛΕΞΙΚΟΝ ΔΙΓΛΩΣΣΟΝ ……..... ΙΤΑΛΟ-ΓΡΑΙΚΙΚΟΝ»: «Πανταλέων Μηναίος Παπαγεωργίου εκ χωρίου Τσαφέραγα του Δήμου Ναυπλίας ή Ασίνης της επαρχίας Ναυπλίας».  

                                    (υπογραφή του ιδίου)

                                                1848»

 

2.   Σε «ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ» (στη δημοτική) του 1844: «Τούτο το ιερόν βιβλίον υπάρχει του Ηλία Παπαγεωργίου Μηναίου εκ του Αγ. Δημητρίου του χωρίου αυτού και του Δήμου Ασίνης, της επαρχίας Ναυπλίας.

                               ᾳωξθ΄ (1869) Ιουνίου ιε΄   

                               Γεώργιος ιερεύς Μηναίος »

 

3.  Στο τέλος του προηγουμένου βιβλίου: «Τούτον το ιερόν βιβλίον υπάρχει του Ηλία Παπαγεωργίου Μηναίου, εκ του Αγ. Δημητρίου χωρίου του Δήμου Ασίνης, νυν δε Ναυπλίας.

                               ᾳωξθ΄ (1869) Ιουνίου κζ΄

                               Ηλίας Παπαγεωργίου»

Στις δυο τελευταίες εγγραφές παρατηρούμε ότι αντί του τουρκογενούς ονόματος του χωριού, δηλαδή «Τζαφέραγα», χρησιμοποιείται το όνομα του προστάτη Αγίου, δηλαδή το όνομα της ενορίας και αυτό είναι δικαιολογημένο, ιδιαίτερα για μια οικογένεια ιερέως. Όμως το όνομα «Ασίνη» είδαμε ότι είχε δοθεί στο Χαϊντάρι επειδή αυτό ορίστηκε ως έδρα του δήμου, έστω και αν δεν ρίζωσε εκεί. Θα περάσουν δεκαετίες ώσπου να δοθεί στο Τζαφέραγα (1906). Άρα δεν είχαν κάποιο συναισθηματικό λόγο να μνημονεύουν ένα δήμο που είχε παρέλθει. Η αναφορά αυτή δεν μπορεί να είναι αυθαίρετη, όταν μάλιστα γίνεται από τον Ηλία Παπαγεωργίου Μηναίο που ήταν υπάλληλος του δήμου Ναυπλιέων (κατάλλη εκδοχή της Νομαρχίας) και από τον ιερέα πατέρα του που ήταν σημαντική προσωπικότητα του τόπου μας τα χρόνια εκείνα. Για την ορθότητα του συμπεράσματος έχουμε την επιβεβαίωση από επίσημα χείλη της εποχής εκείνης, από τον Γεν. Επιθεωρητή Δημοτικής Εκπαιδεύσεως Σκαρλάτο Δ. Βυζάντιο, που βρίσκεται το 1855 στην Αργολίδα για επιθεώρηση των σχολείων11. Στην Έκθεσή του, παρατηρώντας ότι ο δήμος Μινώας είναι μικρός, εκφράζει τη γνώμη ότι θα μπορούσε να αποτελέσει μέρος ενός ευρύτερου Δήμου Ασίνης. Συγκεκριμένα αναφέρει:

«καλόν μοί φαίνεται, ὅταν δήμος τόσον ὀλιγάριθμος, δεν παρκῆ εἰς τάς ἀναποφεύκτους αὐτοῦ ἀνάγκας, να συγχωνευθῆ με τον πλησίον, τῆς Ἀσίνης, μετά τοῦ τῆς Ναυπλίας»

Ας επιστρέψουμε τώρα στη Μινώα, όπου οι Βαυαροί πίστεψαν ότι θα μπορέσουν να συγκεντρώσουν τους «εν τω Βασιλείω διεσπαρμένους Κρήτες» και να δημιουργήσουν πόλη: «Να κτισθεί (…) πόλις υπό το όνομα Μινώα», είδαμε να λέει το σχετικό διάταγμα, όμως αυτή η προσδοκώμενη πόλη δεν έγινε.

«Οι αδέξιοι χειρισμοί όχι μόνον της Αντιβασιλείας αλλά και των Κυβερνήσεων που την διαδέχτηκαν, σε συνδυασμό με την διοικητική απειρία και την απαράδεκτη τακτική των εκτελεστών του νόμου, οδήγησαν σε αποτυχία τους επιχειρούμενους εποικισμούς (…). Σε αρκετές περιπτώσεις δεν διασώθηκε τίποτε από τους επιχειρούμενους συνοικισμούς»    (Σκιαδάς, σελ. 49)

Παρά την επιμονή των Κυβερνήσεων στην περίπτωση της Μινώας, και  αυτό φαίνεται από το πλήθος των διαταγμάτων και νόμων σε βάθος χρόνου (μέχρι και το 1860), το τελικό αποτέλεσμα ήταν πενιχρό με τη δημιουργία εκεί ενός ακόμα χωριού. Οι Κρητικοί έρχονταν για να πάρουν κατά οικογένεια τη γη που ως δέλεαρ τους είχαν υποσχεθεί, ύστερα την πουλούσαν και έφευγαν. Κατά τον τρόπον αυτό περιήλθαν κυρίως σε Τζαφεραΐτες κτήματα ακόμα και της ανατολικής Πλάκας, μέχρι τα πρόθυρα του Χαϊνταρίου, τα οποία αν και ευρίσκοντο έξω από τα όρια του δήμου Μινώας δόθηκαν σε Κρητικούς βάσει του άρθρου 2 του νόμου ΡΙΔ΄ της 15ης Σεπτεμβρίου 1848 (ΦΕΚ αρ. 25 ημ. 27/09/ 1848) «Περί αποικισμού Κρητών», που έλεγε:

«Εάν εις τους νυν αποίκους της Μινώας δεν εδόθη έκτασις γαιών κατά τους όρους του περί συνοικισμού τούτου  Βασιλικού Διατάγματος, θέλει συμπληρωθή το ελλείπον από εθνικάς γαίας, κειμένας και εκτός του δήμου Μινώας…»   (Πολυξένη Ε. Σέκερη, σελ. 29-30)

Ας δούμε τώρα τι μας λέει ο Σκαρλάτος Δ. Βυζάντιος, στην έκθεσή του της 14ης Ιουλίου του 1855, την οποία μας παρουσιάζει σε εξαιρετική εργασία του ο φίλος Γεώργιος Κόνδης στα  Ναυπλιακά Ανάλεκτα VIII, σελ. 443 και 450). Αξίζει στο σημείο αυτό να δούμε το πλήρες κείμενο:

«Τῃ 1ῃ Ἰουλίου μετέβην εἰς Μινώαν (Τουλών), τήν λεγομένην ἀποικίαν Κρητῶν, ὑπό τήν ὁδηγίαν τοῦ δημοδιδασκάλου, Ἐμμαν. Παππαδάκη. Ὁ λεγόμενος οὗτος δῆμος συγκροτεῖται ἐκ 50 περίπου προσγείων οἰκίσκων, ὧν τά τρία πέμπτα εἶνε ἔρημοι, ἐκλιπόντων, ὅσῳ το πλεῖστον, τῶν κατοίκων, οἱ δε σῳζόμενοι στεγάζουν ἀθλίας τινάς χήρας γυναίκας, και δέκα-δώδεκα μόνον άνδρας, ἐν οἷς ο δήμαρχος (!!) με ἐνδυμασίαν και ἦθος ὀπωροφύλακος, παραπονούμενος ὅτι αἱ 700-800 δραχμαί τῶν δημοτικῶν προσόδων εἶνε κατεσχεμέναι ὑπό τοῦ προκατόχου του, ὥστε ὄχι μόνον δεν ἐπαρκεῖ (…) διά τον μισθόν τοῦ δημοδιδασκάλου, ἀλλ’ οὔτε αὐτός (ὁ δήμαρχος) οὔτε ὁ γραμματεύς δε λαμβάνουσι λεπτόν (…). Εἰς δε την παρατήρησίν μου ὅτι καλόν ἦτον ἐάν ἔλειπεν ὁ γραμματικός τῆς δημαρχίας, και τά καθήκοντα αὐτοῦ ἀνεπλήρου, ὡς μη πολύ βαρέα, ὁ δημοδιδάσκαλος, ὁ δήμαρχος ἀντέταξε λόγον ἰσχυρόν ὅτι, δεν συμφέρει (ἔπειτα ἔμαθον ὅτι ὁ γραμματικός εἶνε συγγενής του). Ἄλλο ἕν δεν συμφέρει ἦτον ἡ ἀπάντησίς του εἰς τήν δευτέραν μου ταπεινήν γνώμην ὅτι, καλόν μοί φαίνεται, ὅταν ὁ δήμος τόσον ὀλιγάριθμος, δεν ἐπαρκῆ εἰς τάς ἀναποφεύκτους αὐτοῦ ἀνάγκας, να συγχωνευθῆ με τον πλησίον, τῆς Ἀσίνης, ἤ μετά τοῦ τῆς Ναυπλίας. Ἀλλ’ ἐνθυμήθην ἔπειτα ὅτι τότε δεν ἔμελλε ἴσως να εἶνε αὐτός δήμαρχος, και ἀληθῶς εἶπον ἐν ἐμαυτῶ: Δεν συμφέρει. Ὁ διδάσκαλος ἐν τούτοις, οἰκογενειάρχης, Κρής και αὐτός, ἔχει να λαμβάνῆ ἑπτά μηνιαῖα, και μ’ ὅλα ταῦτα, ἐγκαρτερεῖ διδάσκων 25-30 πάμπτωχα παιδάρια ἐντός μικροῦ τινός χαμωγείου, ἐξ ὧν 7-8 θήλεα, και, το παραδοξότερον, δεν φαίνεται ματαιοπονῶν, ὥστε ἐάν ἡ Κυβέρνησις δεν ἀναλάβῃ ὁλόκληρον αὐτοῦ τἠν μισθοδοσίαν, και ἀναγκασθῆ αὐτός να μακρυνθῆ, τά πτωχά ταῦτα παιδάρια θα στερηθῶσι και τῆς ὀλίγης ταύτης ἀγωγῆς, διά τῆς ὁποίας ἰσως βελτιώσωσι το μέλλον των.»

Όμοια κατάσταση συναντά το 1886 ο γεωγράφος Αντ. Μηλιαράκης, που μας πληροφορεί ότι:

«Το χωρίο Τολό ήδη ευρίσκεται εν παρακμή διότι οι πλείστοι των κατοίκων μη δυνάμενοι να ζήσωσιν ένεκα του περιωρισμένου χώρου, εγκατέλειπον αυτό, αλλαχού διασπαρέντες. Ολόκληρος εν Τολώ συνοικία, ο Σφακιανός μαχαλάς, παριστά ερείπια εγκαταλειφθεισών οικιών. Σήμερον εν τω χωρίω βιούσι πενιχρώς 50 οικογένειαι»

Ο ίδιος μας πληροφορεί ότι ολόκληρος ο δήμος Μινώας με βάση την απογραφή του 1879 «οικείται υπό 518 ψυχών», κάτι που συμφωνεί και με τα στοιχεία που παραθέτει ο Σκιαδάς.

 Συγκριτικά αναφέρω ότι, σύμφωνα με πληροφορίες της ιδίας Γεωγραφίας, κατά την ίδια απογραφή (του 1879) στην περιοχή που απέμεινε στον δήμο Ασίνης αθροιστικά κατοικούσαν ήδη 1245 ψυχές. Και γράφω «απέμεινε» διότι δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πριν συγχωνευτεί με τους δήμους Τιρυνθίδος και Ναυπλιέων υπέστη σοβαρό ακρωτηριασμό προς όφελος του δήμου Μινώας.

Ο δήμος Μινώας του 1879 δεν αντέχει σε σύγκριση ούτε με μια από τις κοινότητες που είχαν απομείνει στο δήμο Ασίνης. Τυπικά μόνον λέγεται δήμος, «λεγόμενο δήμο» είδαμε να τον αποκαλεί ο Σκ. Βυζάντιος. Πρόκειται ουσιαστικά για ακόμα μια κοινότητα της επαρχίας μας και σε κοινότητα θα υποβιβαστεί το 1912, ως κοινότητα Τολού πλέον, όταν διά του νόμου ΔΝΖ΄ έπαυσε να υπάρχει αυτή η νόθα κατάσταση.

Ακόμα και μετά τη διάλυση του «βαυαρικού» δήμου Ναυπλιέων (1912) εξακολουθεί η ανάμνηση αλλά και η αίσθηση ύπαρξης του δήμου Ασίνης, καθώς και η αίσθηση της ενότητάς του με το δήμο Ναυπλιέων, αν και πλέον υπάρχει ξεχωριστή κοινότητα Ασίνης στην οποία ανήκει και ο οικισμός Τσέλου. Όπως διηγείτο η σχεδόν αιωνόβια Ελένη χήρα Παναγ. Κωστόπουλου ή Κωστάραινα: όταν κατά την δεκαετία του 1930 εξελέγη δήμαρχος Ναυπλιέων ο Ασιναίος στην καταγωγή ιατρός Γεώργιος Π΄΄Π. Μηναίος (δημάρχευσε κατά το χρονικό διάστημα 1934-1944), στο Τσέλου έστησαν χορό τραγουδώντας αυτοσχέδιο τραγούδι, κάποιοι στοίχοι του οποίου έλεγαν:

                                        «Ψηφίσαν τον Μηναίο

                                        δήμαρχο των Ασιναίων»

και δεν νομίζω ότι η καταγωγή του γιατρού είναι αρκετή αιτιολογία. Πιστεύω ότι αυτό οφείλετο στην ανάμνηση εκείνου του δήμου Ασίνης. Όμως στη δίνη του πολέμου με τις δυνάμεις του άξονα, τη γερμανοϊταλική κατοχή, τον εμφύλιο και τα πέτρινα χρόνια που ακολούθησαν, μέσα στον αγώνα για την επιβίωση όλα αυτά ξεχάστηκαν. Όπως πολύ εύστοχα έχει γράψει ο καθηγητής Δημήτριος Αργείτης, για τους Ασιναίους ισχύει το: «PRIMUM VIVERE DEINDE PHILOSOPHARI», δηλαδή «πρώτον να ζεις και ύστερον να φιλοσοφείς».  Κανείς δεν ξαναμίλησε για την ιστορία αυτή, ώσπου, σε λαϊκή συνέλευση για την ίδρυση δήμου στην περιοχή μας, ο γράφων ανέφερα την ύπαρξη εκείνου του δήμου, βασιζόμενος τότε στις προαναφερθείσες σημειώσεις των προγόνων μου σ αυτά τα βιβλία.

Τους δήμους Ασίνης και Τιρυνθίδος, ως συστατικών δήμων του ευρύτερου δήμου Ναυπλιέων (1840-1912), υπάρχουν για να μας θυμίζουν οι δυο «παράλληλες» μικρού εύρους οδοί στην Πρόνοια Ναυπλίου:

                                        ο δ ό ς    Α σ ί ν η ς,

                                        ο δ ό ς    Τ ί ρ υ ν θ ο ς

Για τον ιστορικό αυτό λόγο, καλό θα είναι ο δήμος Ναυπλιέων να διατηρεί εκεί αυτές τις ονομασίες.





Ηλίας Κ. Μηναίος



Βιβλιογραφία

1.    Αντ. Τετώρος «Η Μεταρρύθμιση στην Τοπική Αυτοδιοίκηση» Αθήναι 2011.

2.   Ελευθ. Γ. Σκιαδάς «Ιστορικό διάγραμμα των δήμων της Ελλάδος 1833-1912» Αθήνα 1993.

3.     Cityofnafplio.com, Πληθυσμός Επαρχίας Ναυπλίας του 1828

4.   Πολυξένη Ε. Σέκερη, «Τολό», Απρίλιος 1980

5.   Αλεξ. Θ. Δρακάκης Στυλ. Ι. Κούνδουρος «Αρχεία περί της συστάσεως και εξελίξεως των δήμων και κοινοτήτων 1836-1939 και της διοικητική διαιρέσεως του κράτους» τομ. Α΄, Αθήναι 1939.

6.  Δημήτρης Χ. Γεωργόπουλος: Το Αρχείο της Επαρχιακής Δημογεροντίας Ναυπλίου (1828-1829), Ναύπλιο 2015.

7. Αλέξης Μ. Μάλλιαρης: Alessandro Pini, Ανέκδοτη περιγραφή της Πελοποννήσου (1703), Βενετία 1997

8.  Ρεγγίνα Quack-Μανουσάκη, «Ναύπλιο 1836 – Hermann von Pückler Muskau/Επίσκεψη του Γερμανού πρίγκιπα Πύκλερ στο Ναύπλιο το 1836, Ναυπλιακά Ανάλεκτα V έκδ. Δήμου Ναυπλιέων 2004

9.   Τριαντάφυλλος Ε. Σκλαβενίτης «Ευρετήριο Δημοτικού Αρχείου Ναυπλίου 1828-1912» Αθήνα 1984.

10. Αντ. Μηλιαράκης «Γεωγραφία Πολιτική νέα και αρχαία του νομού Αργολίδος και Κορινθίας», εν Αθήναις 1886.

11. Γεώργιος Η. Κόνδης «Εκπαίδευση και  σχολικό δίκτυο στην Αργολίδα την Οθωνική Περίοδο», Ναυπλιακά Ανάλεκτα VIII, σελ 443 και 450, Ναύπλιο 2013.