Σάββατο 15 Μαΐου 2021

ΜΟΥΣΙΚΗ ΑΣΙΝΗ. ΚΟΥΡΕΙΟΝ – ΜΠΑΚΑΛΟΤΑΒΕΡΝΑ - ΜΟΥΣΙΚΟ ΜΕΓΑΡΟ «ΜΠΕΤΟΒΕΝ».

Οι λαϊκοί οργανοπαίχτες ήσαν ως επί το πλείστον πρακτικοί, αυτοδίδακτοι ή μαθήτευσαν κοντά σε άλλους μουσικούς. Είχαν από τη φύση τους ανεπτυγμένο το ταλέντο, το καλλιέργησαν, το αξιοποίησαν, για κάποιους μάλιστα η ενασχόληση με τη μουσική ήταν οικογενειακή παράδοση. Ήσαν απλοί, καθημερινοί άνθρωποι του μόχθου και της βιοπάλης, οι περισσότεροι είχαν τη μουσική ως δεύτερη δουλειά, για ενίσχυση του εισοδήματός τους. Έπαιζαν σε πανηγύρια, γάμους, παρέες φίλων, διάφορες εκδηλώσεις. Σε κάθε τόπο ακόμα και μικρές κοινωνίες είχαν δικούς τους οργανοπαίχτες. Φυσικά η Ασίνη δεν μπορούσε να υστερήσει, όχι μόνο σε αυτό αλλά και γενικότερα στα μουσικά δρώμενα της εποχής. Εδώ μάλιστα συνέβη κάτι εξαιρετικό. Αφ’ ενός κάποιοι ιδιαίτερα προικισμένοι μουσικοί μας είχαν αξιόλογη συμβολή στο δένδρο της ελληνικής μουσικής παράδοσης, το όνομά τους πέρασε στη βιβλιογραφία της λαϊκής και της ρεμπέτικης μουσικής, ακόμα και στη δισκογραφία, ενώ αφ’ ετέρου η δραστηριότητα κάποιων από αυτούς μαζί με την οικονομική άνθηση του χωριού προσήλκυσε καλλιτέχνες πανελλήνιας εμβέλειας. Ήδη σε κάποιο άλλο γραπτό μου έχω αναφερθεί στους δεσμούς του Κώστα Ρούκουνα με την Ασίνη, εδώ θα συναντήσουμε και άλλους.  Ας ξεκινήσουμε όμως με τους δικούς μας, τους Ασιναίους ή Ασινιώτες όπως συνηθίζαμε να λέμε παλαιότερα. 

Θα αρχίσω με ένα απόσπασμα από το λόγο που εκφώνησε στις 31-01-1937 ο απερχόμενος δάσκαλος του χωριού Θεόδωρος Δ. Γιαννακάκης, στα εγκαίνια του σχολικού κτιρίου της Ασίνης [Εφημερίδα «Ναυπλιακή Ηχώ» (14-02-1937)]. Αναφέροντας μια-μια τις προόδους των Ασιναίων, που τους είχαν φέρει σε θέση υπεροχής έναντι των γύρω χωριών, μεταξύ των άλλων βλέπουμε να τους επαινεί και για την εξέλιξη στην ενόργανο μουσική:

«Ὅλα (…) Κύριοι δέν τά ἀφήσατε ὡς τά ἐκληρονομήσατε ἀπό τούς γονεῖς Σας, ἀλλά πρός τήν πρόοδον καί τήν ἑξέλιξιν τα ὡθήσατε, ὅλους τούς θυμαρῶνας καί δαφνῶνας εἰς ἀγροπερίβολα καί δενδροπερίβολα μετεβάλατε καί τήν ἄρδευσίν των διά πετρελαιοκινήτων Μηχανῶν καί ἡλεκτρικοῦ ῥεύματος ἐπεδιώξατε, τήν χειροβιομηχανίαν τῆς τομάτας εἰς πολτόν προηγάγατε εἰς Κονσερβοποιεῖα τά Μόνα ἐν Άνατολῆ. Τήν ἤν ἐκληρονομήσατε ἐνδυμασίαν σας ἐκποδῶν ἐποιήσατε καί τέλειοι Εὐρωπαῖοι ἐγίνατε. Σεῖς δέ αἱ γυναῖνες τήν τελευταίαν μόδαν ἀκολουθεῖτε Παρισιαναί ἐγίνατε, τήν αὐτήν ἐξέλιξιν καί πρόοδον ἠκολουθήσατε καί εἰς τήν Ἐπιστήμην, Ἱερωσύνην, ξυλουργικήν, τοιχοποιΐαν, ἐνόργανον Μουσικήν καί Μελισσοκομίαν καί αὐτούς ἀκόμη τούς σταύλους τῶν ζώων σας ἐπί τό ἀναπαυτικώτερον, ὑγιέστερον καί θερμότερον μετεβάλατε (…) ὅλα πρός τήν ἑξέλιξιν, τήν τελευταίαν Πρόοδον ὡθήσατε.»

Με τη διατύπωση του ο δάσκαλος στο τέλος του αποσπάσματος: «προς την εξέλξιν…» αφήνει έτσι να εννοηθεί ότι υπήρχε παλιά παράδοση, όμως οι παλαιότεροι εκείνοι μουσικοί θα παραμείνουν αφανείς, αφού τα ονόματά τους κανείς πλέον δεν γνωρίζει. 

Επίσης στο ίδιο δημοσίευμα διαβάζουμε ότι μετά την τελετή των εγκαινίων ακολούθησε ολονύκτιο γλέντι στο οποίο «επαιάνισε εξαμελής όμιλος μουσικών», ασφαλώς Ασιναίων. Φαντάζομαι τον Συγγριμή με το ταμπούρλο του να δίνει το ρυθμό, εξ ου και το προσωνύμιό του «Ταμπουρλιέρης» με το οποίο έμεινε στη μνήμη μας. Επίσης τον μπαρμπα-Νίκο Τσιρίκο/Γκιτζίρη που, γέροντας πλέον, μου διηγείτο με τα παρακάτω λόγια ότι με το βιολί του στήριξε την πατρική του οικογένεια:

-Κάθε πρωί έδινα στη μάνα μου ένα τάλιρο, μ’ αυτό το τάλιρο κράτησα όρθια την οικογένεια.

Ακόμα, τους δυο αδελφούς Σεραφείμ ή Κουτσαβαίους με το μπάντζο και το λαούτο τους, καθώς και τον νεαρό ανηψιό τους Κώστα Μπιτινή  επίσης με το βιολί του. Ο Μητσιοκόλιας ήταν ακόμα μικρό παιδί.

Οι τέσσερις τελευταίοι ήσαν που έγραψαν ιδιαίτερη ιστορία.  Οι αδελφοί Σεραφείμ και οι ετεροθελείς αδελφοί Κώστας Μπιτινής και Δημήτρης Κόλιας ή Μητσιοκόλιας. Και των τεσσάρων τα ονόματα κέρδισαν σημαντική θέση στη βιβλιογραφία της Ρεμπέτικης και της Λαϊκής μουσικής, συνδέοντας μάλιστα το όνομά τους με το ξεκίνημα, την πορεία και γενικότερα τη ζωή του μεγάλου Μανώλη Χιώτη.

 Στην τοπική εφημερίδα «Παρατηρητής» (08 Σεπτ. 1993)  συνάντησα κάποτε μια πρώτη αναφορά σε έναν από τους Σεραφείμ, που προηγούνται χρονικά:

«Εκεί στο χορό ο τραγουδιστής πολλές φορές αυτοσχεδιάζει (…) κάποιες φορές παρεμβάλλονται κάποιοι σατιρικοί  πειραχτικοί ή προτρεπτικοί στίχοι, όπως αυτός που απεύθυνε ο παλιός οργανοπαίχτης Σεραφείμ - Κουτσάβας απ’ την Ασίνη, σε μια κοπέλα που χόρευε διστακτικά:

Χόρεψε παναθεμά σε

πασουμάκια μη λυπάσαι,

θα σε πάω στον τσαγκάρη

να σου κάνει άλλο ζευγάρι»

Πρόσφατα συνάντησα ακόμα δυο καταγεγραμμένες αφηγήσεις. Στην πρώτη, ο συγγενής τους Δημήτριος Σεραφείμ που ήταν δημοσιογράφος με δική του εφημερίδα υπό τον τίτλο «Πρόοδος Ασσίνης», συνδικαλιστής και πολιτευτής του Αγροτικού κόμματος, μας λέει:

«Οι αδελφοί Σεραφείμ είχαν το παρατσούκλι «Κουτσαβαίοι» από τη λέξη κουτσαβάκι γιατί ήταν μάγκες και νταήδες της εποχής εκείνης στην περιοχή. Ήταν αυτοδίδακτοι μουσικοί, που παίζανε μπάντζο και λαούτο. Στο «κουρείον» τότε και μπακαλοταβέρνα, που είχαν επονομάσει «Μπετόβεν», μαζευόντουσαν και παίζανε. Εκεί πήγαινε και ο Μανώλης ο Χιώτης, μικρό παιδί τότε, και έπαιζε μαζί τους. Αυτοί οι Κουτσαβαίοι ήταν ξακουστοί στη  ευρύτερη περιοχή της Αργολίδας γιατί έπαιζαν σε όλους τους γάμους και τα πανηγύρια που γινόντουσαν εκεί. Έτσι ξεκίνησε και ο Χιώτης».

Σε μια δεύτερη, ο λαϊκός συνθέτης και κιθαρίστας Γιάννης Μπαφούνης ή Σαμιώτης,  αναφέρει:

«Με τον Μανώλη (Χιώτη) γνωρίστηκα προπολεμικά στ’ Ανάπλι. Τότε γνώρισα και την οικογένειά του (…). Στ’ Ανάπλι ήσαν δυο αδερφοί Σεραφείμ που παίζανε μπάντζο και ούτι. Μαζί τους είχαν και έναν ανιψιό τους, τον Μπιτινή, που έπαιζε βιολί. Ο ένας μάλιστα είχε και κουρείο που το λέγανε «Μπετόβεν» και πήγαινα τα πρωινά και με μαθαίνανε κουρέα. Μ’ αυτούς λοιπόν πρωτοδούλεψα πότε στα πανηγύρια και πότε στο «Αρία» που ’ταν λίγο έξω απ’ τ’ Ανάπλι και το είχε ο Γιάννης Ρετάλης ή Τσολής. Εκεί (στ’ Ανάπλι) δούλεψα και με τον Μανώλη –και από τότε γίναμε φίλοι (…)»

Συμπληρωματικά αναφέρω ότι το παρατσούκλι τους «Κουτσάβας» καθώς και το υποκοριστικό «Κουτσαβάκι» ετυμολογούνται εκ του «κουτσά βαίνω», επειδή οι μάγκες συνήθιζαν να περπατάνε με έναν τρόπο που έμοιαζε σαν να κουτσαίνουν. Στην κύρια βιβλιογραφική πηγήπου έχω εδώ χρησιμοποιήσει διαβάζουμε επίσης:

«Στο Ναύπλιο (…) ο νεαρός Χιώτης γράφεται και στο ωδείο της πόλης με δάσκαλο τον Χαραμή  (…). Που να χωρέσει όμως το ωδείο έναν ολόκληρο Χιώτη, έστω και σε ηλικία 11-12 χρονών. Ανταμώνει με τους Κουτσαβαίους, τους αδελφούς Σεραφείμ, αυτοδίδακτους μουσικούς της περιοχής και μαγκίτες ολκής. Σύχναζαν στο κουρείο «Μπετόβεν» (στην Ασίνη), το οποίο μεταξύ άλλων λειτουργούσε και ως μπακαλοταβέρνα, και έπαιζαν στους γάμους και στα πανηγύρια της ευρύτερης περιοχής. Εκεί γνωρίζεται και με το Δημήτρη Κόλλια και γίνονται φίλοι παντοτινοί»

Ήρθε όμως η ώρα να αναφερθούμε στην αίθουσα αυτή, την αίθουσα των Κουτσαβαίων, που δεν είχε μόνο τις προαναφερθείσες χρήσεις. Λειτουργούσε και ως κέντρο  διασκέδασης, σε τακτική βάση, φιλοξενώντας  μεγάλα ονόματα του τραγουδιού, με πιο γνωστά την μεγάλη τότε Γεωργία Μπλάνα στο μεσουράνημά της και τον Περπινιάδη στο ξεκίνημα του.

Ας αφήσουμε για μια ακόμα  φορά, το φίλο και λάτρη της τοπικής μας παράδοσης Τάσσο Σπ. Μουταβελή να μας διηγηθεί:

«Ερχότανε η Γιωργία Μπλάνα και ο Περπινιάδης, αλλά η Γιωργία ήτανε μεγαλύτερο όνομα τότε, το 1956-57. Ερχότανε πότε με τον Περπινιάδη πότε με κανέναν άλλον. Άμα τραγούδαγε η Γιωργία πήγαινε κόσμος. Ερχότανε μέχρι 1959. Για να το θυμάμαι θα ήμουνα 10 χρονών, αλλά και 8 να ήμουνα, άιντε να ’τανε το ’57. Όλη τη δεκαετία του ’50. Έδινε και έπαιρνε τότε. Η Μπλάνα σίγουρα, τι να σου πω, κάθε 15 μέρες ήτανε εδώ. Ο Περπινιάδης ήτανε ακόμα δεύτερη φωνή, άρχισε να τραγουδάει σαν πρώτη φωνή το ’56 με ’57.  Μια φορά, το ’55 με ’56, τραγούδησε και στου Γιαννέλη, όπου βάλανε για πάλκο δέματα τελάρα. Δέματα-δέματα και είχε ανέβει επάνω για να τραγουδήσει, αλλά γλίστρησε, έπεσε κάτω και στραμπούλιξε το πόδι του. Τονε πήγανε στην Κουμπουρίτσαινα και του τ’ όφτιαξε για να πάει να τραγουδήσει. Ήτανε του αγίου Δημητριού το πανηγύρι. Είχανε κλείσει το δρόμο, δεν περνάγανε τα αυτοκίνητα, τα στέλνανε από πάνω, από την εκκλησία. Τι αυτοκίνητα περνάγανε τότε, άιντε να περνάγανε στο δίωρο 5 με 7. Τους βόλευε να βάλουνε και στο δρόμο καθίσματα, ήτανε υπόθεση. Τότε ο Περπινιάδης δεν είχε γίνει ακόμα φίρμα. Τονε ξέρανε, αλλά στα πανηγύρια. Δεν είχε γυρίσει δίσκο, ο πρώτος δίσκος που είχε γυρίσει μόνος του ήτανε το ’56 με ’57. Αυτά τα άκουγα εγώ εκεί κάτω στου παππού μου, που περνάγανε όλοι και τα συζητάγανε. Και για τον Περπινιάδη και για την Γιωργία.

-         Τραγουδάει η Γιωργία, λέγανε.

Λες και ήτανε η δική τους Γιωργία. Ήτανε η Γιωργία με το όνομα που λέμε, μεγάλη τραγουδίστρια για τότε, δεν ήτανε καμιά τυχαία δηλαδή.

-         Που τραγουδάει η Γιωργία, ρωτάγανε,

-         Στους Κουτσαβαίους.»

Στη βιογραφία της2 διαβάζουμε: Η Γεωργία Μπλάνα ήταν από τα Τρίκαλα, Ξεκίνησε την επαγγελματική της σταδιοδρομία στο τραγούδι σε ηλκία 20 ετών, το 1950. Αρχές της δεκαετίας του 1950 ξεκίνησε και τη δισκογραφία, με πιο γνωστά τραγούδια της τα: «Όλα τα δέντρα ανθίσανε»«Χελιδόνι μου»,  «Νύχτα εγώ σε φίλησα», «Παντρεύεται η Αναστασιά», «Η Ελενη από τη Δράμα», και άλλα πολλά. Εργάσθηκε σε πάρα πολλά κέντρα της Αθήνας συνεργαζόμενη με τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες της εποχής. Εργάσθηκε και  στο εξωτερικό. Με τη εξαιρετική καθαρότατη φωνή της κατατάσσεται μεταξύ  των πρώτων της γενιάς της. Τελικά όμως την κέρδισε ο μητρικός ρόλος και αποσύρθηκε το 1965.

Όπως βλέπουμε, στην Ασίνη ερχόταν στο μεσουράνημα της καριέρας της και αυτό είναι σημαντικό.

Στην επόμενη φωτογραφία βλέπουμε ότι το κτίριο είχε αρκετό μήκος, ώστε μπορούσε ο ισόγειό του να χρησιμοποιείται ως αίθουσα ψυχαγωγίας. Επίσης μπροστά και πίσω υπάρχει πολύ μεγάλος υπαίθριος χώρος όπου μπορούσαν να γίνονται καλοκαιρινές εκδηλώσεις.

Η ακόλουθη φωτογραφία είναι από λεύκωμα του πρ. Δήμου Ασίνης, στην οποία φαίνεται η θέση του κτιρίου με το εμβληματικό κωνοειδές ύψωμα, τον  Αγιολιά, να δεσπόζει υπεράνω της Ασίνης.

Είναι ώρα όμως να ασχοληθούμε με την επόμενη γενιά Ασιναίων καλλιτεχνών, επίσης ενδιαφέρουσα. Στα αποσπάσματα είδαμε αναφορές στον ανεψιό των Κουτσαβαίων, Κώστα  Μπιτινή, που έπαιζε βιολί, καθώς και στον Δημήτρη Κόλλια. Πρόκειται όπως είπα για ετεροθαλή αδέλφια με την ίδια μητέρα, που είχε χηρέψει και ξαναπανδρεύτηκε (έτσι τη θυμόμαστε ως κυρα-Γιούλα Κόλλιαινα). Και οι δυο έκαναν σπουδαία καριέρα, ο πρώτος με το βιολί του, ο δεύτερος με την κιθάρα του.

Ο Κώστας Μπιτινής υπήρξε και εξαιρετικός μουσικοσυνθέτης, αλλά και τραγουδιστής. Δικής του σύνθεσης τραγούδια που έγιναν δίσκοι, όπως τα: «Η γυναίκα που μ’ αρέσει» που τραγούδησε ο Στέλιος Καζαντζίδης, «Η Ελένη από τη Δράμα» που τραγούδησε προαναφερθείσα η Γεωργία Μπλάνα, ενώ ακούμε τον ίδιο σε δίσκο να τραγουδάει με εξαιρετική φωνή το Δημοτικό «Ένα πουλάκι πέταξε».

Για το Δημήτρη Κόλλια υπάρχει αναρτημένο3 στο διαδύκτιο το εξής μικρό βιογραφικό:

«Ο Δημήτρης Κόλλιας συνεργάστηκε, παίζοντας κιθάρα, με όλους σχεδόν τους τραγουδιστές από το 1940 και μετά. Το 1962 πήγε στην Αμερική, με τον Μανώλη Χιώτη και τη Μαίρυ Λίντα. Έμεινε εκεί, ως το 1976.»

Μαζί με το μικρό αυτό βιογραφικό είναι δημοσιευμένη η άνω φωτογραφία, όπου εικονίζεται ο Δημήτρης Κόλιας με την κιθάρα του πλάι στον Μανώλη Χιώτη στην Αμερική. Προέρχεται από την κυρία πηγή μας, όπου είναι επίσης  δημοσιευμένη μια επιστολή του Μανώλη Χιώτη και της Μαίρης Λίντα προς τον Δημήτρη. Σε αυτήν διαπιστώνεται η μεγάλη οικειότητα και αδελφική φιλία που υπήρχε μεταξύ τους. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, απόμαχος πλέον, ζούσε στην Ασίνη καλλιεργώντας το δενδροπερίβολό του και το καλοκαίρι έπαιζε κιθάρα στο πανηγύρι την Αγίας Παρασκευής στο Τσέλου. Περνώντας με το αγροτικό του αυτοκίνητο για να πάει προς το Τσέλου, όταν με έβλεπε στην αυλή μου σταματούσε να με χαιρετίσει, ενώ δεν παρέλειπε να αναφέρει κάποια συγγένεια των οικογενειών μας.

Η παράδοση αυτή συνεχίζεται αδιάκοπα μέχρι σήμερα. Νεώτεροι  πήραν η σκυτάλη, συνέχισαν και συνεχίζουν, άλλοι με το μπουζούκι, άλλος με την κιθάρα,  γράφοντας τα δική τους ιστορία.

Οι φωτογραφίες του κτιρίου στο ισόγειο του οποίου ήταν το κουρείο-μπακαλοταβέρνα «Μπετόβεν» είναι του 2019, δικής μου λήψης. Το κτίριο αυτό όταν το φωτογράφησα ήταν προς πώληση, ίσως ακόμα δεν έχει πωληθεί. Λόγω της ιστορικότητάς του θα μπορούσε ο δήμος μας να το αγοράσει και να το αναπαλαιώσει, για να γίνονται εκεί μουσικές και άλλες πολιτιστικές εκδηλώσεις της περιοχής. Η Ασίνη το αξίζει!!! Δήμος Ναυπλιέων δεν είναι μόνο το Ναύπλιο. Κάποτε πρέπει να σταματήσει αυτός ο πολιτιστικός (και όχι μόνο) ιμπεριαλισμός των πόλεων εις βάρος των μικρότερων κοινωνιών οι οποίες τόσα πολλά τους έχουν προσφέρει…


Ηλίας Κ. Μηναίος


Πηγές:

1.  Αντώνης Κασίτας, «Μανώλης Χιώτης – Ο μάγκας που έβαλε  κολόνια στο τραγούδι».

2. Γιάννης Πανουτσακόπουλος,  «Γεωργία Μπλάνα – περασμένη στη λήθη», elkibra-rebetiko.blogspot.com.

3.  rebetiko.sealabs.net, Βιογραφίες.