Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2020

Η μεγάλη σύγκρουση Δρυόπων και Δωριέων. Οι Δρύοπες εκπατρίζονται, νέο τους κέντρο η Ασίνη.

Ένας πολύ γενναίος θεσσαλικός λαός, οι  Λαπίθες, ήταν γειτονικός των Δρυόπων. Αρχηγοί και βασιλιάδες τους πήραν μέρος στα πιο σημαντικά μυθικά γεγονότα. Όμως, ήρθε η ώρα να νικηθούν και αυτοί. Ο βασιλιάς τους Κόρωνος και ο τότε βασιλιάς των Δρυόπων ΛΑΟΓΟΡΑΣ κήρυξαν πόλεμο στον Αιγίμιο βασιλιά των Δωριέων. Ο Αιγίμιος ζήτησε τη βοήθεια του Ηρακλή που σαν Δωριέας και αυτός συμμάχησε μαζί του. Από παλιά ο Κόρωνος ήταν φίλος με τον Ηρακλή, κάποτε μάλιστα τον φιλοξένησε και είχε ψήσει δυο βόδια από τα οποία έφαγε ο Ηρακλής το ένα μόνος του. Τώρα όμως στέκονταν ως εχθροί ο ένας απέναντι στον άλλο. Στη μάχη που έγινε ο Ηρακλής νίκησε σκοτώνοντας πολλούς, ανάμεσά τους και το βασιλιά Κόρωνο και ανάγκασε τους άλλους να γυρίσουν στην πατρίδα τους. Ύστερα κατέβηκε προς τα νότια και έφθασε στον Παρνασσό για να δώσει μια ακόμα μάχη με τους Δρύοπες επειδή είχαν διαπράξει πολλές αδικίες. Συγκεκριμένα, γενόμενοι πολυπληθείς σε έναν άγονο τόπο, είχαν αρχίσει να διαπράττουν ληστείες2. Επιπλέον, ο βασιλιάς τους Λαογόρας είχε κάποτε διαπράξει την ασέβεια να οργανώσει φαγοπότι μέσα στο ιερό του Απόλλωνα. Ο Ηρακλής τους νίκησε, σκότωσε το Λαογόρα, τα παιδιά του και αρκετούς από τους στρατιώτες. Τους υπόλοιπους τους αιχμαλώτισε και τους έκανε δώρο στον Απόλλωνα, ρωτώντας το μαντείο στους Δελφούς τι θα έπρεπε να τους κάνει. Το μαντείο τον συμβούλεψε να τους μεταφέρει στην Πελοπόννησο. Πράγματι, όπως και ιστορικά είναι διαπιστωμένο, ο κύριος ίσως όγκος αυτού του λαού, πέρασε στην Πελοπόννησο, κατέκλυσαν την Αργολική χερσόνησο και τα γύρω νησιά, με σπουδαιότερη εγκατάστασή τους την Ασίνη που έγινε θρησκευτικό και φυλετικό τους κέντρο. Όμως, οι ίδιοι οι Δρύοπες της Ασίνης διηγούνταν αλλιώς την ιστορία τους: Συμφωνούν ότι ο Ηρακλής τους πολέμησε στον Παρνασσό και κυρίεψε την πόλη τους, αλλά όχι ότι τους πήγε αιχμαλώτους στους Δελφούς. Αντίθετα, έλεγαν, όταν οι άνδρες του Ηρακλή άρχισαν να πηδούν πάνω από τα τείχη τους κατάλαβαν ότι όλα ήταν χαμένα, εγκατέλειψαν την πόλη και κατέφυγαν στις πλαγιές του Παρνασσού. Από εκεί μερικοί έφυγαν και έφτασαν στην Εύβοια, όπου έχτισαν την Κάρυστο, ενώ άλλοι μπήκαν σε καράβια και ταξίδεψαν κατά το νοτιά [Κέα, Κύθνος(υπάρχει σήμερα χωριό Δρυοπίδα)], φθάνοντας ακόμα και στην Κύπρο. Οι πιο πολλοί όμως πέρασαν στην Πελοπόννησο. Οι ίδιοι κατέφυγαν στον Ευρυσθέα, που τους δέχτηκε από μίσος ενάντια στον Ηρακλή. Ως ικέτες του ζήτησαν άσυλο και τους επέτρεψε να εγκατασταθούν στην Ασίνη.

Αυτοί οι αντικρουόμενοι αλλά γοητευτικοί μύθοι δεν απηχούν απλώς τη λαϊκή παράδοση των Δωριέων ή των Δρυόπων, αλλά βασικά τους εθνικούς θρύλους και την ιστορική παράδοση που δίδασκαν σαν ιστορία τους οι δυο λαοί. Οι αρνητικές αναφορές για τους Δρύοπες, τις οποίες αντικρούουν οι Ασιναίοι, είναι οι λόγοι που επικαλείται η παράδοση των Δωριέων για να αιτιολογήσει το μένος τους κατά των Δρυόπων. Ασφαλώς η πραγματική αιτία δεν ήταν άλλη από την ανάγκη τους να ανοίξουν το δρόμο για την κάθοδό τους νοτιότερα. Είναι τουλάχιστον παράξενο να αναλαμβάνει - και μάλιστα αυτόκλητα – την τιμωρία του Λαογόρα ο Ηρακλής, που, τόσο ως ημίθεος όσο και αργότερα ως θεός, πάντα κινείτο ανταγωνιστικά προς το θεό Απόλλωνα. Κάποτε μάλιστα διέπραξε ιεροσυλία αρπάζοντας τον ιερό τρίποδα από το Μαντείο των Δελφών, ήρθε στα χέρια με τον Απόλλωνα για να τους χωρίσει τελικά ο Ζευς μ’ ένα κεραυνό. Όσο για κάποια ληστρική δραστηριότητα, εάν και στο βαθμό που ενδεχομένως συνέβαινε, ας έχουμε υπόψη μας ότι ήταν ένα γενικότερο και διαχρονικό φαινόμενο μέχρι τους νεότερους χρόνους. Οι ορεινοί όγκοι της Ελλάδας το ευνοούσαν. Μάλιστα φαίνεται ότι τότε δεν θεωρείτο και τόσο αξιόποινη πράξη,  μάλλον θεωρείτο παληκαριά. Είδαμε σε άλλη εργασία μου την υπόσχεση του Αίαντα προς τον Τυνδάρεω για κερδίσει την ωραία Ελένη. Όντας ξακουστός κονταρομάχος, υποσχέθηκε όλα τα βόδια και τα πρόβατα που έβοσκαν στην Τροιζήνα, την Επίδαυρο, την Αίγινα, τα Μέγαρα, την Κόρινθο, την Ερμιόνη και την Ασίνη: θα τα άρπαζε με τη βία και θα τα έφερνε στον Τυνδάρεω!  Ο ίδιος ο Ηρακλής σε άλλους μύθους έχει διαπράξει όχι μόνο ληστεία,  αλλά όλες τις αξιόποινες πράξεις. Είναι δεδομένο ότι οι μύθοι προβάλλονται επιλεκτικά. Παραδείγματος χάριν γνωρίζουμε για τους άθλους του Ηρακλή και για τον δήθεν δειλό Ευρυσθέα που κρυβόταν στο πιθάρι, όμως πόσο γνωστός είναι ο μύθος σύμφωνα με τον οποίο, όταν πλέον είχε σπάσει το φράγμα των Δρυόπων, ο Ευρυσθέας ηγήθηκε της τελικής μάχης για να ανακόψει την κάθοδο των Δωριέων πολεμώντας ηρωικά στον Ισθμό, όπου σκοτώθηκε από τον γιό του Ηρακλή Ύλλο;  Και να μην ξεχνάμε ότι οι μύθοι έχουν πάντα ιστορικό υπόβαθρο.

Ο Ηρακλής δεν έπληξε μόνο τον πυρήνα της χώρας των Δρυόπων. Στη Θεσπρωτία επίσης πολέμησε το Δρύοπα βασιλιά ΦΥΛΑΝΤΑ3. Μάλιστα ο Φύλαντας φονεύτηκε, ο Ηρακλής άρπαξε ως τρόπαιο την κόρη του με την οποία απέκτησε ένα γιό, τον Τληπόλεμο, μετέπειτα ήρωα του Τρωϊκού πολέμου. Την ίδια τύχη είχε και  ένας άλλος Δρύοπας βασιλιάς στην Οιχαλία, ο Εύρυτος, αλλά θα δούμε αμέσως στη συνέχεια την ιστορία αυτή πιο αναλυτικά.

Τελευταία σύγκρουση - θάνατος του Ηρακλή

Ο  ΕΥΡΥΤΟΣ  ήταν μυθικός βασιλιάς της Οιχαλίας και φημισμένος τοξότης, υπήρξε μάλιστα δάσκαλος τοξοβολίας του Ηρακλή. Από αυτόν πήρε το όνομά της η Ευρυτανία. Ήταν γιός του βασιλιά των Δρυόπων ΜΕΛΑΝΕΑ, που με την παληκαριά του είχε επεκτείνει την κυριαρχία των Δρυόπων σε όλη την Ήπειρο, και της Οιχαλίας ή Στρατονίκης. Κόρη του η πανέμορφη Ιόλη, που την ερωτεύτηκε παράφορα ο Ηρακλής αλλά υπήρξε γι’ αυτόν η μοιραία γυναίκα. Για να την αποκτήσει έλαβε μέρος σε αγώνες τοξοβολίας που είχε οργανώσει ο πατέρας της με έπαθλο την ίδια και νίκησε. Ο Εύρυτος όμως, λόγω της μανίας που είχε καταλάβει κάποτε τον Ηρακλή με αποτέλεσμα να σκοτώσει τη γυναίκα του και τα παιδιά του, είπε ότι έχει  ήδη σύζυγο, την Διηάνειρα. Ύστερα από λίγο καιρό ο Ηρακλής επέστρεψε, άρχισε πόλεμο εναντίον της Οιχαλίας και μετά τη νίκη του σκότωσε τον Εύρυτο και τους γιούς του. Η Ιόλη στην απόγνωσή της ερρίφθη από τα τείχη αλλά σώθηκε καθώς τα ρούχα ή τα μαλλιά της μπλέχτηκαν στα κλαδιά ενός δένδρου, έτσι ο Ηρακλής την πήρε μαζί του για να την κάνει ερωμένη του. Αυτό όμως προκάλεσε τη ζήλεια της Διηάνειρας και τελικά το θάνατό του, όταν αυτή του έστειλε τον χιτώνα του ποτισμένο με μαγικό φίλτρο που της είχε δώσει ο Νέσσος, στην προσπάθειά της να τον ξανακάνει δικό της. Ο Κένταυρος Νέσσος ήταν πορθμέας στον ποταμό Εύηνο στην νότια Αιτωλία, τον οποίο ο Ηρακλής πλήρωσε κάποτε για να περάσει τη Διηάνειρα στην άλλη όχθη, ενώ ο ίδιος θα περνούσε μπαίνοντας στα νερά. Ο Νέσσος όμως επιτέθηκε στη Διηάνειρα για να την βιάσει και ο Ηρακλής τον σκότωσε σκοπεύοντας τον με το τόξο κατάστηθα. Πεθαίνοντας ο Νέσσος είπε στη Διηάνειρα να φυλάξει το αίμα που έτρεχε από την πληγή του και είχε αναμιχθεί με το σπέρμα του, καθώς και με το δηλητήριο από τη Λερναία Ύδρα που είχε το βέλος και να το χρησιμοποιήσει ως μαγικό, ερωτικό φίλτρο, αν ποτέ την απατούσε ο Ηρακλής. Τη συμβούλευσε να του δώσει τότε να φορέσει ένα ρούχο ραντισμένο με αυτό το φίλτρο για να τον ξανακερδίσει. Μετά από τις επιτυχίες του στους πολέμους κατά των Λαπίθων και των Δρυόπων ο Ηρακλής θέλησε να πανηγυρίσει τη νίκη του. Ειδοποίησε λοιπόν τη Διηάνειρα να του στείλει τον επίσημο χιτώνα του για να τον φορέσει στη μεγάλη θυσία. Εκείνη όμως, επειδή στο μεταξύ είχε μάθει για τον έρωτά του με την Ιόλη, έβρεξε το χιτώνα με το μαγικό φίλτρο του Νέσσου. Στην πραγματικότητα όμως το υποτιθέμενο φίλτρο ήταν φοβερό δηλητήριο. Ο χιτώνας κολλούσε στο σώμα του Ηρακλή και όταν αυτός προσπάθησε να τον βγάλει δεν κατάφερε παρά να ξεκολλάει μαζί μ’ αυτόν και τις σάρκες του και τελικά πέθανε μέσα σε αφόρητους πόνους. Πεθαίνοντας έδωσε την Ιόλη σύζυγο στον πρωτότοκο γιό του, τον Ύλλο, ενώ η Διηάνειρα όταν πληροφορήθηκε το θάνατο του αυτοκτόνησε. Έτσι ακόμα και ο Ηρακλής δεν ξέφυγε από τη Νέμεση, που κρατάει σε ισοροπία τις ανθρώπινες υποθέσεις και τιμωρεί την έπαρση (την ύβριν).

Στην εικόνα ο Εύρυτος δεξιώνεται τον Ηρακλή, νικητή στον αγώνα τοξοβολίας που είχε ως έπαθλο τη βασιλοπούλα Ιόλη (κέντρο). Κορινθιακός κρατήρας 600 – 590 π. Χ.


Ηλίας Κ. Μηναίος

  

 Σημειώσεις-Παραπομπές

1. Κύρια πηγή για τη συγγραφή του παρόντος υπήρξε η "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ" της Εκδοτικής Αθηνών,  απ' όπου και η εικόνα.

2. «Ἠρακλής τούς Δρύοπας ληστεύοντας ἀπό τῶν περί Πυθώ χωρίων ἐν τῃ Πελοποννήσῳ μετώκισεν, ἰνα διά τήν πολυπληθίαν τῶν ἐνοικούντων εἰργοιντο τοῦ κακουργείν» (Μέγα Ἐτυμολογικόν)

3. Υπάρχει και μια αττική εκδοχή, στην οποία Φύλας ονομαζόταν ο τελευταίος βασιλιάς των Δρυόπων που είχε έδρα την Δρυοπίδα, που τον συναντήσαμε προηγουμένως ως Λαογόρα. Αντίστοιχα και εδώ, ο Ηρακλής, αφού σκοτώνει το βασιλιά ενώνεται με την κόρη του Μήδη, με την οποία αποκτάει τον Αντίοχο. Αναλυτές των μύθων διακρίνουν σ’ αυτή την εκδοχή μια προσπάθεια σύνδεσης του Ηρακλή με την αττική φυλή Αντιοχίδα. Πράγματι, ένας καθοριστικός παράγων που συνέβαλε στην πολυμορφία των μύθων ήταν και η επιθυμία των τοπικών κοινωνιών να θέλουν ως πρόγονό τους κάποιο θεό, ημίθεο ή ήρωα, πιστεύοντας ότι η ευγενής καταγωγή θα τους προσέδιδε ιδιαίτερη αίγλη. Πολλές φορές δανείζονταν τους προγόνους τους από άλλη πόλη ή από άλλο λαό και ως πρόγονο προτιμούσαν ιδιαίτερα τον Δία και τον Ηρακλή και σίγουρα διακρίνουμε εδώ μια τέτοια προσπάθεια. Έχω να παρατηρήσω και κάτι άλλο, ίσως η λέξη «Φύλας» να μην ήταν όνομα, αλλά τίτλος. Η ρίζα «φυλ» με κάνει να σκέπτομαι ότι ίσως έτσι να αποκαλούσαν τον εκάστοτε ηγέτη της φυλής.

Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2020

Η αρπαγή του Ύλα από τις Νύμφες


Οι Δρύοπες ήσαν ένας από τους παλαιούς λαούς του ελληνικού χώρου, τους Πρωτοελληνικούς, κλάδος Πελασγικός. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη κατάγονταν από Πελασγούς της μετέπειτα Αρκαδίας, οι οποίοι με αρχηγέτη τον Δρύοπα αποίκησαν τις περί τον Παρνασσό, την Οίτη και την κοιλάδα του Σπερχειού περιοχές, συμπαρασύροντας στο πέρασμά τους και Αργείους Πελασγούς.
Το όνομα του βασιλιά Δρύοπα [εκ του Δρυς(=βαλανιδιά), που συνεκδοχικά σημαίνει κάθε δένδρο], παραπέμπει σε ένα λατρευτικό επίπεδο παλαιό, όταν λατρεύονταν τα δένδρα, και κατά συνέπεια σε έναν από τους πιο παλαιούς λαούς του ελληνικού χώρου, όπως πράγματι ήσαν οι Δρύοπες. Θεωρείται επίσης προσπάθεια να γενεαλογηθεί ένας λαός που χρωστούσε το όνομά του στη φύση της χώρας του (χώρα με βαλανιδιές ή γενικώτερα δασώδης χώρα).           

Η μετέπειτα Αρκαδία, ήταν σίγουρα μια δασώδης χώρα, το πρώτο όνομά της ήταν «Δρυμώδης» και όλα ως εδώ δείχνουν ότι ο λαός αυτός όφειλε το όνομά του στη φύση της χώρας αυτής, όπου αρχικά κατοικούσε και είχε ως αφετηρία του. Επόμενο ήταν να δώσουν το όνομά τους στο χώρο που εποίκισαν όταν έγιναν πολυπληθείς, ο οποίος περιελάμβανε τις βόρειες πλαγιές του Παρνασσού και τις γειτονικές της Οίτης, ονομάζοντάς τον Δρυοπιδα.

Όπως προκύπτει από τους μύθους (που βεβαίως έχουν ιστορικό υπόβαθρο), σε διάστημα ολίγων γενεών έχοντας ορμητήριο την Δρυοπίδα επεξέτειναν την κυριαρχία τους στην Φωκίδα, στην Ευρυτανία και σε όλη την έκταση της Ηπείρου. Καθώς όμως οι Δρύοπες κατείχαν μια περιοχή που εκτεινόταν σε όλο το εύρος της χερσονήσου μας, αποτελούσαν το φράγμα που εμπόδιζε την κάθοδο των λαών που ήθελαν να κατέλθουν νοτιότερα. Θα μπορούσε κανείς να σκεφθεί ότι ίσως για το σκοπό αυτό είχαν οδηγηθεί εκεί. Έτσι, θα ακολουθήσει μια σειρά από σφοδρές συγκρούσεις κυρίως με τους Δωριείς (Ηρακλής), σε ένα πόλεμο διαρκείας που θα αποβεί καταστροφικός για τους Δρύοπες. Ξεριζωμένοι θα διασπαρούν σε άλλες περιοχές μεταξύ των οποίων η αργολική χερσόνησος με τα γύρω νησιά και νησίδες, με κυριώτερη εγκατάστασή τους την Ασίνη.

Για πρώτη φορά οι Δρύοπες έρχονται αντιμέτωποι με τον Ηρακλή όταν αυτός βρισκόταν στο δρόμο της εξορίας, αναγκασμένος να εγκαταλείψει την Καλυδώνα για να εξαγνιστεί από κάποιο φόνο. Μαζί του η Διηάνειρα με το γιό τους Ύλλο που ήταν ακόμα παιδί. Έτυχε να περνούν πεινασμένοι από τη χώρα των Δρυόπων και συνάντησαν εκεί ένα χωρικό που όργωνε έχοντας ζεμένα στο αλέτρι δυο βόδια. Αυτός όμως δεν ήταν απλός χωρικός αλλά ο τότε βασιλιάς των Δρυόπων, ο ΘΕΙΟΔΑΜΑΣ. Ο Ηρακλής του ζήτησε λίγο φαγητό, τουλάχιστον για το παιδί. Ο Θειοδάμας αρνήθηκε με απότομο τρόπο και ο Ηρακλής θύμωσε. Λένε όμως ότι από την αρχή ο Ηρακλής ήταν εριστικός, επεδιώκοντας να φθάσουν τα πράγματα σε σύγκρουση για να έχει αφορμή να κάνει πόλεμο με τους Δρύοπες. Δεν ήταν άλλωστε δύσκολο γι΄ αυτόν, δεδομένου ότι επρόκειτο για έναν απολίτιστο, άξεστο ήρωα, όπως ήταν οι Δωριείς τον καιρό της «καθόδου». Μετά την άρνηση του ζευγολάτη-βασιλιά, ο Ηρακλής σταμάτησε τα βόδια, ξέζεψε το ένα, το θυσίασε και το έφαγαν. Ο Θειοδάμας γύρισε στην πόλη, μάζεψε στρατό και επιτέθηκε. Στην αρχή ο Ηρακλής τα βρήκε δύσκολα, τόσο που, για να μπορέσουν να τους αντιμετωπίσουν αναγκάστηκε να οπλίσει και τη Διηάνειρα, που μάλιστα πληγώθηκε στο στήθος. Στο τέλος όμως ο Ηρακλής νίκησε, σκότωσε το Θειοδάμαντα, πήρε όμως μαζί του το ανήλικο παιδί του βασιλιά, τον Ύλα, να το φροντίζει.

Ανάμεσα στους ονομαστούς ήρωες που πήραν μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία ήταν και ο Ηρακλής. Μαζί του και το βασιλόπουλο των Δρυόπων, ο Ύλας, μεγαλωμένος υπό την καθοδήγηση του ήρωα ώστε να γίνει στρατιώτης-ακόλουθός του. Όταν οι Αργοναύτες βρίσκονταν στη Μυσία, στις εκβολές του ποταμού Κίου, τους σώθηκε το νερό και έστειλαν τον Ύλα στο δάσος να φέρει από μια πηγή. Εκεί όμως τον είδαν οι Νύμφες της πηγής, τους άρεσε, καθώς ήταν πολύ όμορφος και τον άρπαξαν. Μάλιστα, μια παραλλαγή του μύθου θέλει την αρπαγή να γίνεται από την Νύμφη πλέον Δρυόπη, βασιλοπούλα και αυτή, πρόγονή του, που οι Νύμφες την ευνόησαν παίρνοντάς την μαζί τους. Ο Ηρακλής άρχισε να τον αναζητάει, τριγυρνώντας μέσα στο δάσος και φωνάζοντας το όνομά του, χωρίς αποτέλεσμα, αφού οι Νύμφες μεταμορφώνουν τον Ύλα σε αντίλαλο που απαντά πολλές φορές στο κάλεσμα του Ηρακλή. Μια άλλη από τις πολλές παραλλαγές του μύθου μας λέει ότι ο Ηρακλής ακολουθώντας τους Αργοναύτες υποχρέωσε προηγουμένως  τους κατοίκους της Μυσίας να συνεχίσουν να ψάχνουν τον Ύλα και μάλιστα ότι, για να τους κάνει να κρατήσουν την υπόσχεσή τους, πήρε ομήρους νέους από τις καλύτερες οικογένειες. Οι κάτοικοι της περιοχής καθιέρωσαν γιορτή προς τιμήν του Ύλα, κατά την οποία πρόσφεραν θυσία στην πηγή που είχε αυτός χαθεί. Ο Ιερέας φώναζε το όνομά του τρείς φορές και ισάριθμες απαντούσε ο αντίλαλος. Οι κάτοικοι της Κίου ή της Προύσας τον λάτρεψαν ως θεό της βλάστησης, τον γιόρταζαν τρέχοντας στα βουνά και καλώντας τον με το όνομά του «Ύλα, Ύλα, Ύλα». Αυτή η γιορτή γιορταζόταν ως την εποχή του Στράβωνα, ενώ την αναβίωσε προ ολίγων ετών σχολείο της Νέας Κίου στην Αργολίδα.

Η απεικόνιση της ιστορίας του Ύλα στη Μυσία υπήρξε ένα από τα αγαπημένα θέματα της ζωγραφικής, ενώ επίσης τον μύθο διαπραγματεύθηκαν πολλοί ποιητές, μεταξύ των οποίων ο Θεόκριτος από το έργο του οποίου οι παρακάτω στίχοι:

«Ἀλλά καί Ἀμφιτρύονος ὁ χαλκεοκάρδιος υἱός,

Ὄς τόν λῖν ὑπέμεινε τόν ἄγριον, ἤρατο παιδός,

Τῳ χαρίεντος Υλα, τῳ τάν πλοκαμῖδα φορεῦντος,

Καί νιν πάντ’ ἐδίδαξε, πατήρ ὡσεί φίλον υἶα,

Ὄσσα μαθών ἀγαθός καί ἀοίδιμος αὐτός ἐγένετο.»

Δηλαδή: ακόμα και ο γιος του Αμφιτρύωνα με την ατσάλινη καρδιά, που νίκησε τον άγριο λέοντα, αγάπησε ένα γοητευτικό νέο τον Ύλα, που τα μαλλιά του πέφτανε σε μπούκλες, και όπως ο πατέρας με αγαπημένο γιο, του έμαθε όλα τα πράγματα που τον έκαναν ισχυρό άντρα, και διάσημο.

Ανωτέρω πίνακας του Waterhouse (Πινακοθήκη του Μάντσεστερ, Αγγλία) με θέμα: ο Ύλας και οι Νύμφες. Βέβαια εδώ η απεικόνιση του Ύλα δεν συμφωνεί με την περιγραφή του Θεοκρίτου,  στους στίχους του οποίου ο Ύλας ήταν ξανθός («Ὕλας ὁ ξανθός ὕδωρ ἐπιδόρπιον οἴσων») και τα μαλλιά του πέφτανε σε μπούκλες.


Ηλίας Κ. Μηναίος


Πηγές:

Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα τόμ. 11, λ. Αρκαδία(αρχαία)/Ιστορία

Μηνιαίο περιοδικό ιστορικής ύλης: Ιστορία εικονογραφημένη,  τεύχ. 290, σ. 9-12,

 «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ» Εκδοτικής Αθηνών Τόμ. 3 και 4

Θεοκρίτου "Ειδύλλια"

Περιοδικά «ΜΥΣΤΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ» τεύχ. 37, και «ΙΧΩΡ» τεύχ. 62, στα οποία περιέχεται ο πίνακας του Waterhouse «Ο Ύλας και οι Νύμφες» με τις σχετικές πληροφορίες 

 


Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2020

Η ΑΣΙΝΗ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟ ΚΑΙ ΦΥΛΕΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΩΝ ΔΡΥΟΠΩΝ

Στη Βιβλιοθήκη VICTORIA UNIVERSITY, στο Τορόντο του Καναδά, βρίσκεται σήμερα ένας πάπυρος από την Αίγυπτο στον οποίο περιλαμβάνεται ένα απόσπασμα χαμένου παιάνα του Βακχυλίδη. Ο παιάνας γράφτηκε τον 5ο αιώνα π. Χ. αλλά αναφέρεται σε πολύ παλαιότερο μύθο αναγόμενο στα μυκηναϊκά χρόνια. 

Σύμφωνα με το μύθο αυτό, ο Μελάμπους, ο παλαιότατος γενάρχης των μάντεων και θεραπευτών της αρχαιότητας, ο «τήν διά φαρμάκων καί καθαρμῶν θεραπείαν πρῶτος εὑρών» (Απολλόδωρου Β΄ , 2, 1) με την εύνοια του θεού Απόλλωνος, αφού θεράπευσε τη γυναίκα και τις κόρες του βασιλιά Προίτου της Τίρυνθας από τη μανία  που τις είχε καταλάβει και πήρε για σύζυγο μια από αυτές, την Ιφιάνασσα, μαζί με μεγάλο μέρος του βασιλείου της Τίρυνθας για αντάλλαγμα, στη συνέχεια ίδρυσε στην Ασίνη το ιερό του Απόλλωνος Πυθαέως. Για το σκοπό αυτό προηγήθηκε ένα ταξίδι του Μελάμποδος σε όλο το δρυοπικής πληθυσμιακής σύνθεσης τμήμα της Αργολικής και από κάθε πόλη έφερε κάτι, αφού όλοι αυτοί, ως Δρύοπες, θα μετείχαν στη λατρεία. Δρυοπικού πληθυσμιακού στοιχείου ήταν όλα τα μεταξύ των περιοχών Επιδαύρου και Ναυπλίου παράλια μαζί με την ενδοχώρα τους και τις γύρω νήσους και νησίδες. Το γεγονός της συμμετοχής όλων αυτών των πληθυσμών στον λατρευτικό κύκλο του ιερού του Απόλλωνος Πυθαέως στην Ασίνη, αναδεικνύει αυτήν σε θρησκευτικό κέντρο όλων αυτών των Δρυόπων, σε πόλη ιερή [λεπτομερειακή ανάλυση του θέματος: W. S. BARRET BACCHYLIDES, ASINE AND APOLLO PYTHAIEUS (HERMES 1954, σελ. 421-442)].

Οι Δρύοπες, από τότε που κατοικούσαν στην Δρυοπίδα χώρα (μεταξύ Παρνασσού, Οίτης και εκβολών του Σπερχειού) πλάι στους Δελφούς (Πυθώ κατά τους ομηρικούς χρόνους), τιμούσαν ιδιαίτερα τον Απόλλωνα. Τον θεωρούσαν μάλιστα γενάρχη της βασιλικής τους οικογένειας ύστερα από ερωτικό του σμίξιμο με την βασιλοπούλα Δρυόπη, κάποια ημέρα που αυτή έβοσκε τα πρόβατα του πατέρα της στις πλαγιές της Οίτης. Την λατρεία του μετέφεραν πάντα στις νέες τους εγκαταστάσεις κατά την ιστορική τους διαδρομή.


Στην εικόνα η Δρυόπη κρατώντας  στην αγκαλιά τον Άμφισσο, καρπό από το ερωτικό σμίξιμό της με τον Απόλλωνα (από γκραβούρα  Crispijn van de Passe (I), Johannes Posthius, 1602-1607, Άμστερνταμ, Rijksmuseum).

Είναι γνωστό ότι ισχυρό μέσο για την πολιτική επιβολή μιας πόλης ήταν η καθιέρωσή της ως θρησκευτικό κέντρο. Μέσα από το θρησκευτικό κύρος που τότε αποκτούσε προσπαθούσε να πετύχει τον έλεγχο των άλλων πόλεων που συμμετείχαν στη λατρεία. Το ιερό αυτό του Πυθαέως Απόλλωνος, σεβαστό σε όλους τους Δρύοπες της αργολικής χερσονήσου και των πέριξ νήσων, έδινε στην Ασίνη αυτό το πλεονέκτημα, αναδεικνύοντάς την όχι μόνο ως θρησκευτικό αλλά και φυλετικό τους κέντρο, μέχρις την καταστροφή της από τους Αργείους κατά τα τέλη του 8ου με αρχές του 7ου π. Χ. αιώνα. Μάλιστα και οι Αργείοι το σεβάστηκαν, δεν το κατέστρεψαν, ενταφιάζοντας εκεί τον Λυσίστρατο που έπεσε κατά την κραταιά άμυνα των Ασιναίων.

Τον 7ο αιώνα, μετά από την καταστροφή της Ασίνης, ιδρύεται από τους υπόλοιπους Δρύοπες της χερσονήσου μας η Αμφικτυονία της Καλαυρείας. Σε σχετικό δημοσίευμα διαβάζουμε:

«… είναι πιθανή η προέλευση της Αμφικτυονίας της Καλαυρείας από κάποιο προγενέστερο φυλετικό και θρησκευτικό δέσιμο των Δρυοπικών πόλεων που απετέλεσε το προζύμι για την ισχυρή πολιτική Αμφικτυονία … (7ος αιώνας π. Χ.) προκειμένου να προστατευθούν από τον επεκτατισμό του Άργους» (περιοδικό «Έπαθλο», τεύχος 24).

Σίγουρα αυτό το προγενέστερο φυλετικό και θρησκευτικό δέσιμο των Δρυόπων σφυρηλατήθηκε στην Ασίνη με τη λατρεία του Απόλλωνα και η καταστροφή της γέννησε την ανάγκη ίδρυσης της Αμφικτυονίας της Καλαυρείας, προκειμένου να προστατευθούν από τον επεκτατισμό του Άργους.

Η θέση του ναού  Απόλλωνος Πυθαέως Ασίνης δεν είναι εξακριβωμένη. Κατά τον 19ο αι. πιστευόταν ότι ήταν στην Κάντια, όπου ίχνη αρχαίου ναού. Στις αρχές του 20ου αιώνα οι Σουηδοί ανασκαφείς πιθανολόγησαν ότι βρισκόταν στην κορυφή της Μπαρμπούνας, όπου επίσης υπήρχαν απομεινάρια αρχαίου ναού. Σήμερα πιθανολογείται η ταύτισή του με αρχαίο ναό τα ίχνη του οποίου εντοπίστηκαν στα Λευκάκια, πλάι στον σημερινό ναό της Υπαπαντής. 

Η λατρεία του Απόλλωνα δεν ήταν η μόνη που συνέδεε τους Δρύοπες. Λάτρευαν επίσης τον γενάρχη τους Δρύοπα τον οποίο είχαν θεοποιήσει. Ένα από τα ιερά της Ασίνης ήταν αφιερωμένο σε αυτόν, είχαν μάλιστα εκεί ένα άγαλμά του θεού που το είχαν φέρει από τη Δρυοπίδα όταν ήρθαν εδώ ως πρόσφυγες και το πήραν πάλι μαζί τους όταν μετά την καταστροφή από τους Αργείους, κατέφυγαν τελικά στην Μεσσηνία. Ο Παυσανίας ("Μεσσηνιακά" κεφ. 34) μιλώντας για τους Ασιναίους της Μεσσηνίας μας λέει (σε ελεύθερη απόδοση): "Έχουν ένα ναό του Απόλλωνα και ένα ιερό του Δρύοπα με άγαλμα αρχαίο". 

Τον κατάλογο των δρυοπικών πόλεων και νήσων της αργολικής χερσονήσου μας δίνει ο Αδ. Κύρου ("Στο σταυροδρόμι του Αργολικού κόλπου" τ. Α΄), ο οποίος επίσης μας μεταφέρει τη συγκεκριμένη πληροφορία για τον παιάνα του Βακχυλίδη: Ασίνη, Ηιόνες,  Μάσης (στους λόφους Φούρνοι και Κάστρο, κοντά στην Κοιλάδα), Αλίκη ή Αλική (μετέπειτα Αλία, Αλιείς, σήμερα Πορτοχέλι), Ερμιών (Ερμιώνη),  Δρυόπη («Δρυόπη η πόλις περί την Ερμιώνα», γράφει ο Στέφ. Βυζάντιος), Πιτυούσα (ν. Σπέτσαι), Απεροπία (ν. Δοκός), Υδρέα ( ν. Ύδρα), Καλαυρία (ν. Πόρος).


Ηλίας Κ. Μηναίος




Κυριακή 9 Αυγούστου 2020

ΤΟ ΣΠΑΪΤΖΙΚΟΥ ΩΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΤΖΑΦΕΡΑΓΑ

ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΝΟΡΙΑΣ ΥΠΑΠΑΝΤΗΣ ΛΕΥΚΑΚΙΩΝ

Α΄) Ενετική εκκλησιαστική απογραφή του 1696, πρώτη αναφορά του οικισμού Σπαΐ (Σπαϊτζίκου=σήμερα Λευκάκια).

Στα πλαίσια της ενετικής εκκλησιαστικής απογραφής του 1696, συγκεντρώθηκαν στις 22 Αυγούστου οι βεβαιώσεις-απογραφικά δελτία των ιερέων της περιοχής Δρεπάνου, όπως ονομαζόταν η περιοχή μας ένεκα της υπάρξεως εδώ μεσαιωνικής κώμης υπό την ονομασία Δρέπανο (να μην συγχέεται με το σημερινό ομώνυμο χωριό, πρώην Χαϊντάρι). Με το απογραφικό δελτίο της ενορίας Παλαιοκάστρου (αρχαίας Ασίνης), εισέρχεται στην ζωή του τόπου μας ο οικισμός Σπαΐ (μετέπειτα Σπαϊτζίκου, σημερινά Λευκάκια).

Μια ματιά στο οικιστικό περιβάλλον της περιοχής κατά το 1696

Στην περιοχή μας, παραμονές της β΄ ενετικής κυριαρχίας υπάρχει μια κώμη, η κώμη Δρέπανον, η οποία από έκθεση του Ολλανδού Ναυάρχου JEAN  HENRI  VAN  KINSBERGEN προκύπτει ευρισκομένη μετά τον όρμο Καστρακίου (αρχ. Ασίνης) επί των υψωμάτων προς την κατεύθυνση του Ναυπλίου, των ασιναίων υψωμάτων, όπως τα ονομάζει ο ποιητής μας Ν. Καρούζος: «"υπεράνω των ασιναίων υψωμάτων η μοίρα μου  τ’ Ανάπλι», ο δε Αντώνης Μηλιαράκης, στο μνημειώδες γεωγραφικό έργο του, με μια μικρή απόκλιση από την ακριβή της θέση την ταυτίζει με το σημερινό Τσέλου. Όπως προκύπτει από προφορική παράδοση των Τσελιωτών, την οποία μου μετέφερε ο αείμνηστος θείος μου Κυριάκος Σαγκιώτης, εκεί, γύρω από την Αγία Παρασκευή ήταν το κοιμητήριο της κώμης (κατά τις εργασίες επέκτασης του ναού καθώς και σε έργα οδοποιίας αποκάτω ευρέθησαν τάφοι), ενώ ο πυρήνας του οικισμού εντοπιζόταν μέχρι το πρώτο μισό του 20ου αι. στους πρόποδες του υψώματος Πιλάφι/Αγιολιάς, πλάι και άνω του σημερινού κοιμητηρίου της Ασίνης. Υπήρχαν εκεί  απομεινάρια οικιών, ως εφαίνετο επιμελημένης κατασκευής (είχαν αποκάτω και κάτι σαν πηγαδάκια, κατά τη γνώμη του κρύπτες ένεκα του κινδύνου των πειρατών). Με την ανακύκλωση όμως του δομικού υλικού βαθμιαία εξαφανίστηκαν ολοκληρωτικά τα ίχνη του και στη θέση αυτή έγιναν αναβαθμίδες με ελιόδενδρα). Ο Αντ. Μηλιαράκης αναφέρει εκείνο το Δρέπανον ως «τό ἀρχαιότατον ὄν τῶν τοῦ αὐλῶνος». Μια πληροφορία που μου μετέφερε στις 18 Απριλίου 2015 ο παπα-Πολύβιος Μίλλης, μελετητής εκκλησιαστικών κειμένων και συγγραφέας, λέει ότι ονομάστηκε έτσι διότι κάποτε εγκαταστάθηκαν εκεί έποικοι από το Δρέπανο της Βηθυνίας, πατρίδας της αγίας Ελένης. Συνάντησε είπε την πληροφορία τυχαία κάποτε σε ένα συναξάριο. Η πληροφορία αυτή μας οδηγεί στον 9ο μ. Χ. αιώνα. Είναι γεγονός ότι κατά το 810, επί Νικηφόρου Α΄, έγινε μαζική μεταφορά πληθυσμών από όλα τα μέρη του κράτους σε περιοχές που πριν είχαν υποφέρει από τους Σλάβους και ανακτήθηκαν από τους Βυζαντινούς. Μεταξύ των περιοχών αυτών, όπως λέει ο Κωνσταντίνος Ζ΄ ο Πορφυρογέννητος, ήταν βέβαια και η Πελοπόννησος. Προηγουμένως, οι επιθέσεις των Σλάβων που «τάς τῶν γειτόνων οἰκίας τῶν Γραικῶν ἐξεπόρθουν καί εἰς ἀρπαγήν ἐτίθεντο» καθώς και μια τρομερή επιδημία χολέρας (κατ’ άλλους πανούκλας) με μεταφορά κατοίκων από τα παράλια στην κυρίως πληγείσα Κωνσταντινούπολη για να συμπληρωθεί ο πληθυσμός της, είχαν αποτέλεσμα να αραιωθεί ο πληθυσμός των Ελλήνων, κυρίως στα παράλια της Πελοποννήσου. Όπως προκύπτει από δημοσιευμένη έρευνά μου, στην περιοχή μας οι εναπομείναντες κάτοικοι κατά τα χρόνια της έξαρσης του σλαβικού επεισοδίου είχαν καταφύγει στη νησίδα Ορόβη (Ρόμβη), ενώ κάποια σλαβικά τοπωνύμια μαρτυρούν εδώ την παρουσία Σλάβων. Είναι λοιπόν πολύ φυσικό, μετά την εκδίωξή τους να έγινε και εδώ εποικισμός με Έλληνες από άλλα μέρη του κράτους, προς ενίσχυση του πληθυσμιακού στοιχείου της περιοχής. 

Ας πάμε όμως στο 1696 και πιο συγκεκριμένα στις 20 Ιουλίου, που οι Ενετοί αποβιβάζονται στον κολπίσκο Τολού - πρωτίστως στο λιμένα Καστρακίου Ασίνης - και βαδίζουν προς το Ναύπλιο. Από την περιγραφή των γεγονότων που κάνει ο Μιχ. Λαμπρυνίδης προκύπτει ότι ταυτόχρονα δημιουργείται ένα ρεύμα φυγής των Ελλήνων κατοίκων, με κατεύθυνση τις ανατολικές περιοχές ακόμα και τα κοντινά νησιά. Κατά τις επιχειρήσεις κατάληψης του Ναυπλίου έγιναν φονικές μάχες με εκατοντάδες νεκρούς. Μια αχρονολόγητη απογραφή της εδώ β΄ ενετοκρατίας, που αναφέρει «11 κώμες καταστραφείσες υπό του πολέμου», σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία από τα ενετικά αρχεία, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το ευρισκόμενο στο θέατρο των μαχών μεσαιωνικό Δρέπανον κατεστράφη και ως φαίνεται δεν ξανακατοικήθηκε. Οι κάτοικοί του είχαν καταφύγει σε ανατολικότερες περιοχές [από το Χαϊντάρι μέχρι και τα Ίρια, κυρίως στο Μπραήμπεη (στο σημερινό κολπίσκο Βιβαρίου)] και παρέμειναν εκεί, δεδομένου ότι στην υπόλοιπη περιοχή εγκατέστησαν οι Ενετοί έποικους από άλλες  κτήσεις τους (γίνεται λόγος για  Εύβοια, Θήβα, Αθήνα, Μέγαρα). Το κενό αναπληρώθηκε με την εξέλιξη του εγγύτατα οικισμού Τζαφέραγα (σημερινή Ασίνη), που για ένα διάστημα κληρονόμησε και την ονομασία «Δρέπανο» όπως διαφαίνεται εις την απογραφή του 1700, την έκθεση του Ολλανδού ναυάρχου και την παλιά χαρτογραφία. Εν τω μεταξύ όμως, εκ του μεσαιωνικού εκείνου Δρεπάνου πήρε το όνομά της ολόκληρη η περιοχή. Η παρακείμενη πεδιάδα ονομάσθη Πεδιάδα Δρέπανον ή Δρεπάνου και ο γειτνιάζων με αυτήν σημερινός λιμήν Βιβαρίου, στον οποίο οι Ενετοί απέδιδαν ιδιαίτερη σημασία (γι’ αυτό και οι οχυρώσεις), ονομάσθη επίσης λιμήν Δρέπανον ή Δρεπάνου. Όπως θα δούμε στην  απογραφή του 1696, σε όλη την έκταση της πεδιάδας υπάρχουν διάσπαρτα μικρά ή μεγάλα ζευγολατιά, δηλαδή σταθμοί ζευγηλατών (=αροτριέων) που καλλιεργούσαν τα γύρω τους χωράφια. Κάποια από τα ζευγολατιά αυτά θα εξελιχθούν στα σημερινά χωριά, μάλιστα κάποια ευμεγέθη ήδη από την β΄ ενετοκρατία  θα καλούνται χωριά, όπως τα Τζαφέραγα και Χαϊντάρι. Όλα αυτά θα ονομαστούν επίσης Δρεπανοχώρια.

Στο προαναφερθέν δελτίο απογραφής της Ενορίας Παλαιοκάστρου (αρχαίας Ασίνης) βλέπουμε ότι σε όλους τους οικισμούς της έχουν εγκατασταθεί έποικοι (ξένοι). Αναλυτικά έχει ως εξής (αντεγράφη επακριβώς - οι αγκύλες και οι παρενθέσεις δικές μου):

Παλαιόκαστρο, Τζαφέραγα, Σπαΐ, και Λούζη περιοχής Δρεπάνου

«χωρίον Τζαφέραγα ἔχει ἐκκλησία, Ἅγιος Κῶνσταντίνως ὑποστατηκά δέν ἔχει. εἶναι σπίτηα αὐθεντηκά ὁποῦ κάθουνται οἱ ξένοι 20, ἄνδρες ξένοι πανδρεμένοι καί ἀνίπανδρι 10, γυναῖκες πανδρεμένες καί ἀνίπανδρες 20, παιδία ἀρσενηκά καί θυληκά 7 (σύνολο κατοίκων 37).

ζευγαλατίον Σπαΐ (Σπαϊτζίκου) ἐκκλησία Ἅγιος Νικόλαος δεν ἔχει ὑποστατηκά. εἶναι σπίτηα αὐθεντικά, ὁποῦ κάθονται οἱ ξένοι 6, εἶναι καί πύργος 1, ἄνδρες ξένοι πανδρεμένοι καί ἀνίπανδρι 5, γυναῖκες πανδρεμένες καί ἀνήπανδρες 5, παιδία ἀρσενικά και θυληκά 7 (σύνολο κατοίκων 17).

Παλαιώκαστρω ἐκκλησία Παναγία ἔχει καί παρακκλήσια 2 ὑπόστατηκά δέν ἔχουν. εἶναι σπίτηα αὐθεντηκά, ὁποῦ κάθουνται οἱ ξένοι 7, ἄνδρες πανδρεμένοι ξένοι 2, γυναῖκες πανδρεμένες ξένες 2, παιδία ἀρσενηκά καί θυληκά 2 [σύνολο κατοίκων 6,  μετά του ιερέως 7 (έχουν απογραφεί μόνο έγγαμοι άνδρες, άρα όχι και ο ιερέας που ήταν μοναχός, τον οποίο προσθέτω εγώ)].

Λούζη, ζευγαλατίον (μεταξύ Σπαιτζίκου και Μερζέ), σπίτηα αὐθεντηκά καί πύργος ἕνας σουμα 5, ἄνδρες ξένοι πανδρεμένοι 4, γυναῖκες πανδρεμένες 4, παιδία ἀρσενηκά καἰ θυληκά 5 (σύνολο κατοίκων 13).

Διωνισιως ηερομοναχος και εὑφημεριος τού Παλαιωκαστρου βεβεονώ*.»[*Προφανώς εκ παλαιοτέρας παραδόσεως έδρα της ενορίας είναι το Παλαιόκαστρο (αρχ. Ασίνη) με εκκλησία την Παναγία (ήδη κατά τις πρόσφατες εργασίες ανάδειξης του αρχαιολογικού χώρου απεκαλύφθησαν θεμέλια μεσαιωνικού ναού που υπήρχε στη θέση του σημερινού)].

Β΄) Ιερέας Γεώργιος Παναγιωτόπουλος-Μηναίος, πρώτος εφημέριος Υπαπαντής Σπαϊτζίκου    

«Με Β. Δ. της 28ης Απριλίου (10 Μαΐου) 1834 (ΦΕΚ 19), Περί της οροθεσίας και της εις δήμους διαιρέσεως του νομού Αργολίδος και Κορινθίας» σχηματίσθηκαν οι οκτώ δήμοι της επαρχίας (Ναυπλίας): 1. Ναυπλίας (-έων), 2. Επιδαύρου (-ίων), 3. Αραχναίου, 4. Μηδείας (Μιδέας), 5. Τιρυνθίδος, 6. Ασίνης, 7. Λήσσης, 8. Προσύμνης»

Η ιδία πηγή μας πληροφορεί ότι ο δήμος Ασίνης κατατάχθηκε στη Γ΄ τάξη, με πληθυσμό 441 κατοίκους. Χωρία και οικισμοί του δήμου Ασίνης καθώς και ο πληθυσμός τους κατά τον χρόνο σχηματισμού του ήταν:

Χαϊδάρι (119), Τσέλλον (54), Μουράταγα (24), Τζαφέραγα και Σπαϊτζίκου (187), Μοναί Αυγού και Μεταμορφώσεως (8), Ηρία ή Ίρια (49), Κάνδια, Σουληνάρι.

Όπως βλέπουμε, Τζαφέραγα και Σπαϊτζίκου αποτελούν μια κοινότητα. Πιο σωστά, το Σπαϊτζίκου ανήκε στην κοινότητα Τζαφέραγα, διότι ήταν ένας ασήμαντος οικισμός [ενδεικτικά αναφέρω ότι με την απογραφή του 1828 είχε μόνο 27 κατοίκους, ήταν μικρότερο ακόμα και από το Τσέλου (64 κάτ.), ενώ το Τζαφέραγα αριθμούσε ήδη 139 κατοίκους]. Φυσικό ήταν λοιπόν να εξυπηρετούνται από τον ίδιο ιερέα, έστω και άτυπα να αποτελούν ενιαία ενορία. Εφημέριος της ενορίας ήταν από το 1824 ο πρόγονός μου Ιερέας Γεώργιος Παναγιωτόπουλος-Μηναίος (αρχικά λεγόταν Παναγιωτόπουλος, αργότερα όμως άλλαξε το επώνυμό του σε Μηναίος). Στα περιθώρια των λειτουργικών του βιβλίων εκδοθέντων το 1852, πρώτος αυτός έχει κάνει επανειλημμένα εγγραφές, αλληλοσυμπληρούμενες,  που αφορούν την χειροτονία του. Από αυτές συνδυαστικά προκύπτει:

«Σημείωσις χειροτονίας Γεωργίου Ἱερέως ἐφημερίου τοῦ Ἁγίου Δημητρίου [του χωρίου Τζαφέραγα] καί Ὑπαπαντῆς τοῦ χωρίου Σπαϊτσίκου:

Εἰς τά ᾳωκδ΄ ἤ κε΄  [εις] Σπέτσαις.

Φευρουαρίου α΄, ἡμέρα Κυριακή τοῦ Ἁγίου Τρύφωνος, χειροτονηθείς Ἱεροδιάκων εἰς τούς Ἁγίους Ἀποστόλους. Εἰς τάς β΄ τοῦ αὐτοῦ μηνός, ἠμέρα Δευτέρα, τῆς Ὑπαπαντῆς, [χειροτονηθείς] Ἱερεύς εἰς τήν Μονήν τοῦ Ἁγίου Νικολάου, διά χειρός Διονυσίου Ἀρχιερέως τοῦ πρώην Τριπόλεως, νῦν δε Ἀργολίδος»

Ο γιός του, ο Παπαπαντελής, επιγραμματικά γράφει γι’ αυτόν:

«Γεώργιος  Μηναῖος  Ἱερεύς  γεννηθείς  κατά τό  ἔτος  1800

ἐχειροτονήθη ἐτῶν 24, ἀπεβίωσεν τῃ 5 Φεβρουαρίου  1875 ἡμ. Τετάρτη

ζήσας τά πάντα ἔτη ὡς εἶδεν αὐτός ἐβδομήκοντα πέντε -75        

ὑπηρέτης δε Θεοῦ ἐγένετο ἐν ὅλῳ τῳ βίῳ του ἔτη πεντήκοντα καί ἕν

αἰωνία ἡ μνήμη του »

Τον Παπαγιώργη Μηναίο διαδέχτηκαν στην Ασίνη ο προαναφερθείς γιός του Ιερέας Παντελής, ενώ στα Λευκάκια που απέκτησαν δική τους ενορία οι δυο γαμβροί του Ιερείς, Θεοδόσιος Καλογερόπουλος και Ελευθέριος Αραμπός, που αντίστοιχα νυμφεύτηκαν τις θυγατέρες του Βιολέτα και Ευφροσύνη.

Ιερεύς Γεώργιος Παναγιωτόπουλος-Μηναίος (1800-1875) 

Γ΄) Διηγήσεις του Παπαλευτέρη Τσίρου για την Πρώιμη εποχή της ενορίας Υπαπαντής Λευκακίων ως αυτοτελούς ενορίας

Πριν από χρόνια, ο Παπαλευτέρης Τσίρος είχε τελέσει τον Όρθρο και τη Θεία Λειτουργία της Κυριακής στον Αγ. Νεκτάριο των Εργατικών Κατοικιών Ναυπλίου όπου ήμουν τότε πρωτοψάλτης. Λίγο αργότερα ιερέας και ψάλτες πίναμε καφέ στο σπίτι του, στα Λευκάκια, όπου μου διηγήθηκε τα παρακάτω:

Κάποτε, στα μέσα του 19ου αιώνα, ο δρόμος (καρόδρομος τότε) από το Ναύπλιο μέχρι την Ασίνη και την περιοχή της ήταν σε κακή κατάσταση και η Νομαρχία αποφάσισε να γίνουν οι απαραίτητες επιχωματώσεις. Έριχναν λοιπόν χώμα στις λακκούβες και στα νεροφαγώματα, το έστρωναν και από πάνω περνούσε ένας κύλινδράκος συρόμενος από άλογα. Στις εργασίες επιστατούσε κάποιος Θοδώσης Καλογερόπουλος, ένα παλικάρι από κάποιο χωριό- καμποχώρι της Αργολίδας. Όταν οι εργασίες έφθασαν στην Ασίνη (τότε Τζαφέραγα) γνωρίστηκε με τον Παπαγιώργη Μηναίο και φιλοξενήθηκε στο σπίτι του μέχρι το πέρας των εργασιών, οι οποίες με τα μέσα της εποχής προχωρούσαν με αργούς ρυθμούς. Ο Παπαγιώργης τον συμπάθησε, κατάλαβε ότι έχει καλό χαρακτήρα και του πρότεινε:

- Θέλεις να σε κάνω παιδί μου, να πάρεις για γυναίκα σου τη Βιολέτα;

Αυτός ξαφνιάστηκε και ζήτησε λίγο χρόνο για να απαντήσει. Η απάντησή του ήταν θετική και έγινε ο γάμος. Αργότερα, με προτροπή του Παπαγιώργη, ο Θοδώσης έγινε παπάς στα Λευκάκια (τότε Σπαϊτζίκου), που απέκτησαν  δική τους ενορία, όπου και εγκατέστησε την οικογένειά του.

Μετα από ένα χρονικό διάτημα ο Παπαγιώργης τον ρώτησε αν έχει υπόψη του κάποιο καλό παιδί από τα Λευκάκια για να πανδρέψουν και την Φροσύνη. Αυτός του πρότεινε κάποιον Λευτέρη Αραμπό και προσφέρθηκε να κάνει το προξενιό. Ο Λευτέρης δέχτηκε, νυμφεύθηκε την Φροσύνη, έγινε μάλιστα και αυτός παπάς στα Λευκάκια. Όπως εξήγησε ο αφηγητής, κάποιες ενορίες μπορούσαν να έχουν δυο παπάδες ώστε αυτοί να εξυπηρετούν και τους γύρω μικρούς οικισμούς που διέθεταν έστω ένα μικρό ναό. Μου ανέφερε για παράδειγμα κάποιο οικισμό Καλύβια που κατά το παρελθόν υπήρχε προς τα Πυργιώτικα.

Σχολιάζοντας ο Παπατσίρος είπε: Ο Παπαγιώργης ήταν πανέξυπνος άνθρωπος, έβλεπε μακριά. Βλέποντας ότι η περιοχή ήταν εύφορη και συνεχώς εγκαθίσταντο νέοι κάτοικοι κατάλαβε ότι σύντομα τα Λευκάκια θα γίνουν ξεχωριστή ενορία. Έτσι φρόντισε να γίνουν οι γαμπροί του παπάδες στα Λευκάκια και ο γιός του Παντελής στην Ασίνη (σημείωση δική μου: ο Παπαγιώργης προς το τέλος περιορίστηκε να ασκεί τα καθήκοντά του στην Αγ. Παρασκευή Τσέλου).

Ακόμα δυο χρόνια πρωτύτερα, που είχαμε ξανασυζητήσει, ο συνομιλητής μου είχε διηγηθεί και το εξής συγκινητικό:

Ο Παπαλευτέρης Αραμπός αγαπούσε πάρα πολύ την Φροσύνη, τόσο που μετά το θάνατό της άντεξε μόνο δεκατρείς ημέρες, όσο υπήρχε ψωμί ζυμωμένο από τα χέρια της!!! Ξεψύχησε κρατώντας στα χέρια του την τελευταία σφελίδα ψωμιού. Πράγματι, σύμφωνα με εγγραφή των αδελφών της  σε κάποιο από τα Μηναία του Παπαγιώργη που έχω στην κατοχή μου, η Ευφροσύνη απεβίωσε την 2α και ο Παπαλευτέρης την 15ην Νοεμβρίου του ιδίου έτους, 1879. Βλέπουμε ότι η πρεσβυτέρα Ευφροσύνη και ο Παπαλευτέρης Αραμπός απεβίωσαν σε μέση ηλικία, δηλαδή σχετικά νέοι, μόλις τέσσερα έτη μετά το θάνατο του πατέρα της Ευφροσύνης, που είδαμε ότι απεβίωσε το 1875 σε ηλικία 75 ετών.

Ο Παπατσίρος είχε κάνει μια εργασία αναφερομένη σε όλους τους Ιερείς της Υπαπαντής Λευκακίων μέχρι και των ημερών του. Όπως μου είπε, συνέλεξε τις πληροφορίες από το αρχείο της Μητροπόλεώς μας (από πράξεις βαπτίσεων και γάμων όπου αναφέρεται ο ιερέας που ετέλεσε τα μυστήρια, καθώς και από άλλα έγγραφα). Η εργασία αυτή είναι αναρτημένη αριστερά μετά την είσοδο στο ναό. Εκεί διαβάζουμε:

«Γεώργιος Παναγιωτόπουλος (1834-1849). Είναι ο πρώτος κατά σειράν Εφημέριος του Ιερού Ναού Υπαπαντής του Χριστού της ενορίας Σπαϊτζίκου (νυν Λευκακίων). Διορίστηκε στα χωριά Σπαϊτζίκου, Τζαφέραγα και Τσέλου το έτος 1834 από τον τότε Αρχιεπίσκοπο Αργολίδος Κύριλο» [πιθανώς κατά το έτος αυτό που συμπίπτει και με την δημιουργία των Δήμων έγινε κάποια αναδιοργάνωση της Εκκλησίας και εδόθησαν νέοι διορισμοί. Ίσως ακόμα, τότε να εδόθησαν οι πρώτοι επίσημοι διορισμοί, ενώ πρωτύτερα υπήρχε μια άτυπη πραγματικότητα].

Θεοδόσιος Καλογερόπουλος (1849-1885). Γεννήθηκε στο χωριό Κούτσι (Αργολικό) Αργολίδος [το] 1809. Ενυμφεύθη την Βιολέτα κόρη του Ιερέως Γεωργίου Μηναίου Εφημερίου της Ενορίας Τζαφέραγα (Ασίνης) και αδελφή του Παντελή Γ. Μηναίου, του κατόπιν και αυτού Ιερέως και Εφημερίου Τζαφέραγα. Ο Θεοδόσιος και η Βιολέτα απόκτησαν τρία παιδιά, τον Αναστάσιον, τον Λεωνίδα και [την] Χαρίκλεια. Στις 29 Φεβρουαρίου του έτους 1848 χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος στην Αθήνα στον Ιερό Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στην περιοχή Μέγα Μοναστήρι. Διορίστηκε Εφημέριος στα χωριά Σπαϊτζίκου Μεριζέ και Πυργιώτικα το 1849.

Ελευθέριος Αραμπός, 3ος Εφημέρος (1866-1881). Γεννήθηκε στο χωριό Αδάμι Αργολίδος το έτος 1829 και κατοικούσε στο χωριό Σπαϊτζίκου. Το 1854 στις 10 Ιανουαρίου ενυμφεύθη την δεύτερη κόρη του Ιερέως Γεωργίου Μηναίου, Ευφροσύνη, αδελφή της Βιολέτας. Από το γάμο τους απόκτησαν πέντε παιδιά, τον Νικόλαον, τον Γεώργιον, τον Αθανάσιον, την Δήμητρα και την Αναστασία. Το 1866 στις 20 Μαρτίου Κυριακή των Βαΐων, χειροτονήθηκε στον Ιερό Ναόν Αγίων Αναργύρων Αθηνών και διορίστηκε ως Εφημέριος στα χωριά Τσέλου και Μεριζέ για ένα διάστημα και μετά συνεφημέρευαν με τον Παπαθεοδόση Καλογερόπουλο (σε) Σπαϊτζίκου, Τσέλου, Μεριζέ και Πυργιώτικα.

Ηλίας Κ. Μηναίος

Πρωτοψάλτης  Ι. Ε. Υπαπαντής Λευκακίων (Ιούλιο 2013 - Αύγουστο 2019)                               

Η παρούσα εργασία αρχικά δημιουργήθηκε υπό τον τίτλο: "Ιερά Ενορία Υπαπαντής Λευκακίων - Προϊστορια" στις 24.7.17, παραδόθηκε στο εκκλησιαστικό συμβούλιο και δημοσιεύτηκε εις ypapantilefkakion.tk κατά τις αμέσως επόμενες ημέρες. Αναδημοσιεύτηκε στις 2.2.18 από την εφημερίδα Αργολικές Ειδήσεις. Η φωτογραφία του παπα-Γιώργη είναι από το οικογενειακό μου αρχείο. Αυτή του ναού από το στούντιο Μπουγιώτης-Ρασιάς, η οποία συνόδευε την αναδημοσίευση.

Πηγές:

-    Κ. Ντόκου «Ἡ ἐν Πελοποννήσωι ἐκκλησιαστική περιουσία κατά τήν Β΄ Ἑνετοκρατίαν».

-     Μιχ. Λαμπρυνίδη «Η Ναυπλία» 1950.

-    Αντ. Μηλιαράκη «Γεωγραφία πολιτική νέα και αρχαία του νομού Αργολίδος και Κορινθίας» 1886.

-     Καρλ Χοπφ «Οι Σλάβοι στην Ελλάδα», εκδ. «Νέα Σύνορα» Αθήνα 1995.

-     Ηλία Κ. Μηναίου «Μεσαιωνικές σελίδες της Ασιναίας».

-     Κων/νου Νικ. Σάθα «Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας».

-     Ελευθ. Γ. Σκιαδά «Ιστορικό διάγραμμα των δήμων της Ελλάδος 1833-1912» Αθήνα 1993.

-     Γιώργος Χατζόπουλος / cityofnafplio.com, Πληθυσμός επαρχίας Ναυπλίας 1828.



Κυριακή 2 Αυγούστου 2020

ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ΤΗΣ ΑΣΙΝΑΙΑΣ (Α)

Στην περιοχή μας, την Ασιναία της Αργολίδας, ο σκοτεινός μεσαίωνας υπήρξε η αιτία απώλειας του πανάρχαιου ονόματος της περιοχής. Δυο κίνδυνοι προέκυψαν κατά καιρούς από τότε που η Ασίνη έπαυσε να είναι ασινής, δηλαδή ασφαλής. Ήταν η πειρατεία και ενδιάμεσα η πίεση των Σλάβων, παράγοντες που μετατόπιζαν κάθε φορά το κέντρο της περιοχής. Ο Κλαύδιος Πτολεμαίος1 στα Γεωγραφικά του (150 μ. Χ.) προσδιορίζει την Ασίνη στο εσωτερικό της Αργολίδας, ίσως να πρόκειται για την κωμόπολη Ασίνη που αναφέρει ο Στράβων2 (63 π. Χ. – 23 μ. Χ.), που σημαίνει μια πρώτη ίσως μετατόπισή, λόγω του κινδύνου της πειρατείας, στην θέση της σημερινής κώμης. Όμως βλέπουμε και εδώ να διατηρείται η ονομασία. Όποτε οι παράλιες θέσεις γίνονταν ασφαλείς, όπως μπορούμε να φανταστούμε για τα διαστήματα που ο βυζαντινός στόλος εγγυάτο αυτήν την ασφάλεια, η παραλία ξανακατοικείτο. Υπήρχε δηλαδή ένα δίπολο, η παραλία και η μεσογαία Ασίνη.
Η κατάσταση όμως θα μεταβληθεί με την σλαβική διείσδυση τότε που σύμφωνα με το Χρονικό της Μονεμβασίας η Ασιναία  δέχτηκε και μεγάλο όγκο του πληθυσμού του Άργους και της περιοχής του. Το σλαβικό πρόβλημα σε επόμενη φάση, στην κορύφωσή του, ώθησε τελικά  τους κατοίκους  στην απέναντι νησίδα, την σήμερα ονομαζομένη Ρόμβη, εκ του παλαιού ονόματος Ορόβη. Η νησίς τότε θα γίνει κέντρο και με το όνομά της θα εκπροσωπήσει για αιώνες ολόκληρη την παράλια χώρα, σπρώχνοντας  με τον καιρό στη λησμονιά το πανάρχαιο Ασίνη. Τόσο πολύ αυτό παραμερίστηκε, ώστε για τους ιστορικούς η θέση της να γίνει διαμφισβητούμενη, δεδομένης της ύπαρξης αρχαίων ερειπίων και στην Κάντια, με αποτέλεσμα στη χαρτογραφία η Ασίνη να σημειώνεται συχνά πολύ ανατολικότερα, ακόμα και στα Ίρια!

   
Τη σωστή ταύτιση θα κάνει επιτέλους το 1851 ο Ερνστ Κούρτιους3, ενώ θα χρειαστεί να περάσουν δεκαετίες, έως ότου οι αρχαιολογικές ανασκαφές που έγιναν στο διάστημα 1922-1930 επιβεβαιώσουν την ταύτιση αυτή. Ας δούμε όμως πως εξελίχθηκαν τα πράγματα:

Αναζητώντας πληροφορίες για το σλαβικό ζήτημα συνάντησα, πρώτα στο σχετικό βιβλίο του Καρλ Χοπφ4, την πληροφορία για το Χρονικό της Μονεμβασίας,  χειρόγραφο του 10ου αιώνα που βρέθηκε στη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου του Τορίνο και τυπώθηκε με τίτλο «Περί κτίσεως Μονεμβασίας». Αναφέρεται στις συνέπειες της εισβολής των Αβαροσλαύων στην Πελοπόννησο το έτος 589 μ. Χ. και είναι πλέον παραδεκτό ότι περιέχει πυρήνες αληθείας, ιδιαίτερα στις αναφορές για μετοικήσεις πληθυσμών6, όπου μεταξύ άλλων διαβάζουμε:
«…καί καταφθείραντες τά γένη κατώικησαν αὐτοί ἐν αὐτῆι· οἱ δέ δυνηθέντες ἐκφυγεῖν, διεσπάρησαν· - καί ἡ μέν τῶν Πατρῶν πόλις κατῳκίσθη ἐν τῃ τῶν Καλάβρων χώρᾳ τοῦ Ῥηγίου· οἱ δέ Ἀργίοι (sic) ἐν τῃ Ὀρόβῃ· οἱ δέ Κορίνθιοι ἐν τῃ Αἰγίνῃ μετώικησαν. Τότε καί οἱ Λάκονες (sic) τό πατρῶιον ἔδαφος καταλιπόντες ἐν τῃ Σικελίᾳ ἐξέπλευσαν κατοικοῦντες έν τόπῳ καλουμένῳ Δέμενα καί ἀντί Λακεδαιμονιτῶν Δεμαινίται κατονομάζονται. Οἱ δέ λοιποί ἐκ τῶν ἐπισήμων δύσβατον τόπον παρά τόν τῆς θαλάττης αἰγιαλόν εὑρόντες καί πόλιν ὀχυράν οἰκοδομήσαντες καί Μονεμβασίαν ταύτην ὀνομάσαντες· διά τό μίαν ἔχειν τῶν ἐν αυτῶι εἰσπορευσμένων τήν εἴσοδον».
Στην προσπάθειά του ο Κ. Χόπφ να ταυτίσει την Ορόβη και μη δυνάμενος, παραλλάσει την ονομασία της σε  Οροβία, για  να διερωτηθεί παρενθετικά: «τήν ἐρημωμένη Εὔβοια;»
Όμως, ένα μολυβδόβουλο του 8ου αιώνα βρέθηκε προ ετών στο νησί Ρόμβη, με την επιγραφή: «Τρι[σάγιε] Κ(ύρι)ε διά τῆς Θεο[τόκου] σῶσον με [τόν σόν δοῦ]λον Βασίλειον ἐπίσκ(οπον)  Ὀρόβης» [βλ. ΕΙΕ/ΙΒΕ «ΣΥΜΜΕΙΚΤΑ» τόμ. 10 Αθήνα 1996, όπου και σχετική παραπομπή: εκδ. V. PENNAS, “THE ISLAND OF OROVI IN THE ARGOLID: BISHOPRIC AND ADMINISTRATIVE CENTER” (δηλ.: «Η νήσος Ορόβη στην Αργολίδα: Επισκοπή και Διοικητικό κέντρο»), στο N. OIKONOMIDES(ED.), STUDIES IN BYZANTINE SIGILLOGRAPHY 4, WASHINGTON D. C. 1995, 165)]7. Δεν χωρά αμφιβολία ότι, η Ορόβη που αναφέρει το προαναφερθέν χειρόγραφο, είναι το νησί που βρίσκεται απέναντι (νότια) από το σημερινό Τολό και ΝΝΔ του αρχαίου κάστρου της Ασίνης, και τώρα ονομάζεται Ρόμβη. Έχουμε πλέον και συγκεκριμένη γραπτή μαρτυρία για επισκοπή στην αργολική Ασίνη, την Επισκοπή Ορόβης, μαρτυρία όμως του 8ου αιώνα.

Ας περάσουμε τώρα στον Μιχ. Λαμπρυνίδη8, ο οποίος στη «Ναυπλία» του μας λέει: «Ὁπωσδήποτε ὅμως ἀπό τοῦ Βου μέχρι τοῦ Εου μ. Χ. αἰῶνος οὐδαμοῦ σχεδόν γίνεται μνεία τῆς Ναυπλίας (…). Μόλις κατά τήν ἐν ἔτει 589 ἐπιδρομήν τῶν Ἀβάρων, οἵτινες πᾶσαν σχεδόν τήν Πελοπόννησον ἐλεηλάτησαν τότε, ἡ Ναυπλία, ἤ μάλλον τό Ναύπλιον, οὕτως ἔκτοτε καλούμενον ὑπό τῶν Βυζαντινῶν, καταληφθέν ὑπό Βυζαντινῆς φρουρᾶς ἀναφέρεται ὡς ἀντισχόν κατά τῆς μεγάλης ταύτης Σλαβικῆς καταιγίδος. Φαίνεται ὅτι κατά τούς χρόνους τούτους τῶν μεγάλων έπί τήν Πελοπόννησον βαρβαρικῶν ἐπιδρομῶν ἡ βραχώδης αὕτη τοῦ Ναυπλίου ἄκρα ἐκρίθη ὑπό τῶν στρατηγῶν τοῦ Βυζαντίου ὡς ἄξιον λόγου στρατηγικόν καί ναυτικόν σημεῖον, ἐφ’ ὧ καί καταληφθεῖσα στρατιωτικῶς ὠχυρώθη· ἠδυνήθη δ’ οὕτω νά ἀποκρούσῃ τήν φοβεράν ταύτην τῶν Ἀβάρων ἐπιδρομήν, καί νά διαφύγῃ βραδύτερον, τῳ 746, τόν νέον Σλαβικόν τυφῶνα».
Βλέπουμε ότι προ του κινδύνου οι βυζαντινοί χάραξαν τη γραμμή άμυνας στο Ναύπλιο, αφήνοντας το Άργος εκτεθειμένο. Με βάση τα όσα αναφέρθηκαν ως εδώ, δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε τι επακολούθησε: Οι Αργείοι ή πλείστοι εξ αυτών, εγκαταλείπουν έντρομοι την πόλη τους, καταφεύγοντας πίσω από τη γραμμή άμυνας. Άλλοι από αυτούς εγκαθίστανται στο Ναύπλιο και άλλοι, οι περισσότεροι ίσως, για να μην είναι στην κόκκινη γραμμή, προωθούνται στην περιοχή της Ασίνης. Θεία δίκη; εκδίκηση της Ιστορίας; Απόγονοι αυτών που κατέστρεψαν την Ναυπλία και κατέσκαψαν την Ασίνη αιώνες πρωτύτερα, ξεριζώνοντας πληθυσμούς και των δυο αυτών πόλεων, έφθαναν τώρα τρομαγμένοι πρόσφυγες για να κατοικήσουν σ’ αυτά τα χώματα, συμπληρώνοντας τον όποιο προϋπάρχοντα πληθυσμό και ξαναφέρνοντας στο προσκήνιο της Ιστορίας τόσο την πόλη Ναυπλία (Ναύπλιο θα καλείται στο εξής), όσο και την περιοχή Ασίνης.

Ο αριθμός των προσφύγων που έφθασαν στην Ασιναία σίγουρα ήταν μεγάλος, αφού το Χρονικό κάνει ιδιαίτερη μνεία. Ο χρονικογράφος μας λέει ότι αυτοί  εγκαταστάθηκαν στην Ορόβη.  Όμως, αυτό το μικρής έκτασης άγονο νησί, μόνο σαν καταφύγιο σε περίπτωση κινδύνου, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί  από μεγάλο αριθμό προσφύγων. Είναι ευνόητο ότι αυτοί κατέφυγαν στην Ορόβη, ύστερα όμως, στο βαθμό που παρήλθε ο κίνδυνος, όσοι δεν επέστρεψαν στο Άργος εγκαταστάθηκαν κυρίως γύρω από το κάστρο και τον λιμένα της Ασίνης, ώστε: να μπορούν να καλλιεργούν τους αγρούς που ήταν απαραίτητοι για την επιβίωσή τους και να καταφεύγουν τόσο στα απρόσιτα σημεία του κάστρου - το οποίο φέρει μεσαιωνικές επισκευές - όσο και στη νησίδα, όποτε κινδύνευαν9. Άλλωστε, ως προερχόμενοι από το εσωτερικό της Αργολίδας, αρχικά τουλάχιστον δεν ήσαν εξοικειωμένοι με τη θάλασσα. Στη μετοίκηση αυτή Αργείων συνηγορούν εμμέσως τα αποτελέσματα της αρχαιολογικής έρευνας που διαπιστώνει ότι μετά τα μέσα του 6ου αιώνα στο Άργος οι οικοδομές σταματούν, παρατηρείται μόνο μικρή επισκευαστική δραστηριότητα, με μεγάλες ζώνες του οικισμού να εγκαταλείπονται10.
   
   
Μέσα στο χάος που δημιούργησαν οι αβαροσλαβικές αυτές επιδρομές, βρήκαν την ευκαιρία σλαβικές φυλές να μετακινηθούν νοτιότερα. Οι Σλάβοι αυτοί σταδιακά εγκαταστάθηκαν για περισσότερο από δυο αιώνες σε υπαίθριες περιοχές που εγκατέλειπαν οι Έλληνες, ενισχυόμενοι μάλιστα από άλλα μεταγενέστερα σλαβικά μεταναστευτικά κύματα, με μεγαλύτερο αυτό του 746. Η αυτοκρατορία αδυνατούσε να τους αντιμετωπίσει, επειδή διεξήγε μακροχρόνιους πολέμους πρώτα με τους Πέρσες, ύστερα με τους Άραβες και τους Βούλγαρους. Η Ιστορία μας λέει ότι οι Σλάβοι, θεωρώντας εξαρχής πατρίδα τους τις νέες χώρες, βρίσκονται εγκατεστημένοι από την αρχή του 7ου αιώνα ως και την νοτιότερη Πελοπόννησο (Ταΰγετο), σε πεδιάδες και πλαγιές, «νησίδες-νησίδες» που ονομάστηκαν και αυτές  «σκλαβηνίες», ανεξάρτητες η μια από την άλλη. Από εκεί εξορμώντας κατά διαστήματα, «τάς τῶν γειτόνων οἰκίας τῶν Γραικῶν ἐξεπόρθουν καί εἰς ἁρπαγήν ἐτίθεντο», με τους Έλληνες τότε να καταφεύγουν στα κάστρα και άλλες οχυρές ή δυσπρόσιτες τοποθεσίες.

Είδαμε ότι συνεχώς καταφθάνουν όλο και νεότερα σλαβικά μεταναστευτικά κύματα. Κατά συνέπεια, οι ντόπιοι όσο περνούν τα χρόνια αισθάνονται όλο και περισσότερο την πίεση των Σλάβων. Ο πληθυσμός των Ελλήνων, σε σχέση με αυτόν των Σλάβων, αναλογικά καταλαμβάνει όλο και μικρότερο ποσοστό, και αυτή η κατάσταση θα φθάσει στο αποκορύφωμά της στα μέσα του 8ου αιώνα. Τότε: Μια τρομερή επιδημία χολέρας (κατ’ άλλους πανούκλα) από τη Σικελία και την Καλαβρία έπεσε σαν φωτιά στην Μονεμβασία που ήταν ο πρώτος σταθμός των πλοίων που έρχονταν εκεί και έμπαιναν στο Αιγαίο. Από την Μονεμβασία απλώθηκε και στ’ άλλα παράλια και τα νησιά, κυρίως όμως προσβλήθηκε η Κωνσταντινούπολη. Όπου εμφανίστηκε, ο αριθμός των νεκρών ξεπέρασε αυτόν των διασωθέντων. Ενώ η επιδημία επί ένα έτος αποδεκάτιζε τον πληθυσμό της χώρας, παρουσιάζεται το μεγαλύτερο έως τώρα κύμα σλαβικής διείσδυσης, αυτό του 746. Παράλληλα, μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού από την Πελοπόννησο, τα νησιά και την υπόλοιπη Ελλάδα μεταφέρεται στην πρωτεύουσα για να συμπληρώσει τον πληθυσμό της. Ύστερα από αυτή τη μεγάλη και απότομη συρρίκνωση του ελληνικού πληθυσμού, στις περιοχές αυτές, με ταυτόχρονη διόγκωση του σλαβικού, είναι λογικό να τοποθετήσουμε στα μέσα του 8ου αιώνα, που συνέβησαν αυτά, και τη  μεταφορά των λιγοστών πλέον κατοίκων της Ασιναίας στην νησίδα Ορόβη, ως γενομένη για μεγαλύτερη ασφάλεια. Είναι λογικό να στήθηκε εκεί και κάποιος βυζαντινός διοικητικός μηχανισμός για την αντιμετώπιση της κατάστασης, ενώ και η αναφορά σε Επίσκοπο Ορόβης χρονολογείται, επίσης, τον 8ο αιώνα.
Στα νησάκια του Αργολικού κόλπου (Ρόμβη, Δασκαλειό, Πλατειά, Χηνίτσα), τη νήσο Σπέτσες και τη βραχονησίδα Κουνούπι (στο νότιο άκρο του όρμου του Κρανιδίου), έχουν βρεθεί βυζαντινά μολυβδόβουλα, μεταξύ των οποίων και το προαναφερθέν, που, εκτός από αυτό το εκκλησιαστικό αξίωμα, αναφέρουν αξιωματούχους της επαρχιακής διοίκησης, ακόμα και τιτλούχους της βυζαντινής Αυλής (άραγε πόσα άλλα έχουν βρεθεί κατά καιρούς τυχαία, κυρίως από καλλιεργητές, στη χερσαία περιοχή και πόσα από αυτά υπάρχουν ακόμα σε μικρές ιδιωτικές συλλογές εντοπίων;11). Χρονικά καλύπτουν το διάστημα από τον 6ο αι. μέχρι και τον 8ο ή 9ο (εκτός από ένα του 11ου προερχόμενο από τις Σπέτσες). Από τότε που αρχίζει το «σλαβικό επεισόδιο» στην Πελοπόννησο, δηλαδή από τον 6ο κιόλας αιώνα, υπάρχει στα ανατολικά παράλια του Αργολικού κόλπου βυζαντινή υποστήριξη και είναι γνωστό από την Ιστορία ότι το Βυζάντιο, μη δυνάμενο τότε να αντιμετωπίσει την κατάσταση στο εσωτερικό της ελληνικής χερσονήσου, προσπαθούσε να ενισχύει τα νησιά και τα παράλια.
Όλα συνηγορούν στις μέχρις εδώ παρατηρήσεις και συμπεράσματα. Δεν μπορούμε να δεχτούμε επακριβώς τα γραφόμενα στο Χρονικό χωρίς να θεωρηθεί ότι αντιγράφουμε την ακραία θεωρία του Φαλμεράγιερ, που ισχυρίζεται ότι οι Σλάβοι κατείχαν ολοκληρωτικά για 218 χρόνια την Πελοπόννησο, με τους Έλληνες να έχουν καταφύγει στα γύρω νησιά και σε κάποιες νησιάζουσες άκρες (Μονεμβασία, Ναύπλιο): 

«Ἐν συμπεράσματι δέον ν’ ἀποκρουσθῆ ἡ ἄποψις περί ἀπολύτου ἰστορικῆς ἀκρίβειας τῶν εἰδήσεων τοῦ χρονικοῦ, καί μάλιστα τῆς πληροφορίας περί τῆς ἐπί διακόσια δεκαοχτώ ἔτη βαρβαρικῆς κατοχῆς.»6


Τόσο στα παράλια, τουλάχιστον καθ’ όλον τον 7ο αιώνα, όσο και στο εσωτερικό διαχρονικά, στις καστροπολιτείες και σε άλλες δυσπρόσιτες περιοχές, ο Ελληνισμός επιβίωνε, ιδιαίτερα στην ανατολική Πελοπόννησο, που είχε σύμμαχό του την τραχύτητα του εδάφους. Ειδικά για το Άργος, η εγγραφή: «Ἰωάννης ἐλέῳ Θεοῦ Ἐπίσκοπος Ἄργους ὁρίσας ὑπέγραψα»12 που συναντάται στα πρακτικά της συγκληθείσας το 680 ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου σε συνδυασμό με εισαγόμενη κεραμική του 7ου αιώνα από τη Μικρά Ασία10 δείχνουν ότι η πόλη επιβιώνει και μετά την άφιξη των Σλάβων, ενώ, η πλησιέστερή του Σκλαβηνία κατά τη φάση αυτή ενδεχομένως βρισκόταν στις Μυκήνες, αν δεχτούμε την θέση του Καρλ Χοπφ που επισημαίνει το τοπωνύμιο «Χαρβάτι» ως σλαβικό (στα σλαβικά: Χαρβάτ=Κροάτης, Χαρβάτσκι=Κροατικός-ή-ό).
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο ακόλουθος πίνακας που συνέταξα με βάση τη χρονολόγηση και τον τόπο προέλευσης των μολυβδόβουλων που έχουν δημοσιευτεί:
   
   
Σ’ αυτόν παρατηρούμε:
α) Τα πλείστα χρονολογούνται τον 8ο αιώνα.
β) Τα πλείστα του 8ου αι. προέρχονται από Ρόμβη και Δασκαλειό (6/10 αν συμπεριλάβουμε αυτά που έχουν χρονολογηθεί κατά προσέγγιση ή 6/7 χωρίς αυτά).
γ)  Σχεδόν όλα τα χρονολογημένα που προέρχονται από Ρόμβη και Δασκαλειό είναι του 8ου αι. (συγκεκριμένα τα 6/7).
Από τις παρατηρήσεις αυτές, σε συνδυασμό με την αναφορά σε Επίσκοπο Ορόβης, νομίζω δικαιολογείται το συμπέρασμα ότι στα μέσα του 8ου αιώνα, όταν και εδώ η σλαβική πίεση έγινε έντονα αισθητή, στήθηκε στη Ορόβη κάποιο διοικητικό κέντρο για την αντιμετώπιση της κατάστασης. Όμως, είναι δυνατόν να ιδρύεται Επισκοπή μετά από τέτοια συρρίκνωση του πληθυσμού, όταν έχουν απομείνει πλέον λιγοστοί κάτοικοι στην περιοχή; Μήπως αυτή προϋπήρχε και απλά μεταφέρθηκε και επιβίωνε;
Έχει διατυπωθεί η εικασία ότι ενδεχομένως επρόκειτο για την Επισκοπή Άργους, μεταφερθείσα εδώ για ασφάλεια. Όμως το Άργος δεν εγκαταλείφθηκε πλήρως, όχι μόνο κατά τον 7ο αιώνα, αλλά και στη συνέχεια. Θεωρείται ότι ανήκει στις πόλεις που έχουν συνεχή κατοίκηση από τους αρχαίους χρόνους. Εξακολουθούσε και τότε να παραμένει ικανός αριθμός κατοίκων,  διάγοντας πλέον λόγω των συγκυριών βίο ταπεινό, με επικεφαλής τον επίσκοπό τους, γι αυτό και κάποια στασιμότητα που παρατηρείται. Άλλωστε οι εναπομένοντες Αργείοι σε κρίσιμες ώρες μπορούσαν να καταφεύγουν στο κάστρο Λάρισα στο οποίο υπήρχε φρουρά. Στα ανωτέρω συνηγορεί και το τοπωνυμικό, δεδομένου ότι σε σύγκριση με άλλες περιοχές της Πελοποννήσου εδώ έχουν επιβιώσει λίγα σλαβικά τοπωνύμια, όλα σε αγροτικές περιοχές, και είναι γνωστό ότι οι Σλάβοι νομάδες έποικοι επέλεγαν για την εγκατάστασή τους σημεία πρόσφορα για την κτηνοτροφία και τη γεωργική καλλιέργεια. Την ίδια εποχή, όπως προκύπτει από την αρχαιολογική έρευνα παρατηρείται γενικά οπισθοχώρηση των Ελλήνων από πολλές αγροτικές θέσεις. Χαρακτηριστικά είναι τα σλαβικά τοπωνύμια που καταγράφονται στην Αργολίδα, όπως τα παρουσιάζει ο  Δικαίος Βαγιακάκος13 - Επίτιμος Γενικός Διευθυντής του Κέντρου Συντάξεως του Ιστορικού Λεξικού της Ακαδημίας Αθηνών, όπου παρατηρούμε ότι το περιεχόμενο όλων σχετίζεται με την υπαίθρια χώρα:

Βάλτος (πιθ. αρχ. σλαβικό balto = τόπος τελματώδης, έλος)
Βιρό-Βιρός-Βιρά (σλαβ. vir = τέλμα)
Ζάστανο-Ζαστανάκι (σλαβ. za= όπισθεν + stanc= κατοικία)
Κορύτα (σλαβ. Koryto = ξυλίνη σκάφη)
Οβορός-Βορός-Νοβορός (σλαβ. obor = αυλή)
Πάνιτσα (σλαβ. banjica = λουτρόν)
Πολιάνα (σλαβ. poljana = λιβάδι)
Μαγούλα (πιθ. σλαβ. mogyla = λόφος)
Όλα αυτά καταρρίπτουν τη θεωρία ότι ενδεχομένως είχε μεταφερθεί στην Ορόβη η Επισκοπή Άργους για ασφάλεια, αφού καθώς προκύπτει ο πυρήνας της πόλης δεν εγκαταλείφθηκε. Μήπως λοιπόν ιδρύθηκε μια ξεχωριστή Επισκοπή στην Ασίνη, όταν με την έλευση πληθυσμού από τις περιφερειακές κατοικίες του Άργους και των γύρω του οικισμών η περιοχή της έγινε πολυπληθής; Άλλωστε μιλάμε απλά για επισκοπή και μάλιστα της εποχής εκείνης, κάτι σαν ευρεία ενορία και όχι για μητρόπολη.
   
Η ανάδειξη της Ορόβης και σε διοικητικό κέντρο κατά τον 8ο αιώνα, εξηγεί την απώλεια εδώ του ονόματος «Ασίνη», που διήρκεσε μέχρι το δεύτερο τέταρτο του 19ου αι.: Σε ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του ο Βαγγέλης Πανταζής14 μεταξύ άλλων αναφέρει διεξοδικά όλους τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να επέλθει η απώλεια μιας γεωγραφικής ονομασίας. Μεταξύ των άλλων βλέπουμε ότι μια πόλη, μια περιοχή, ακόμη και ολόκληρη χώρα μπορεί να χάσει το όνομά της τόσο αποτελεσματικά, όταν: «…μιά ἐπιμέρους, συχνά μικρή, περιοχή, ἀποκτώντας δύναμη καί «ὄνομα», κερδίζει τέτοια φήμη, ὥστε μέ τόν καιρό νά ἐκπροσωπεῖ ὁλόκληρη τή χώρα μέ τό δικό της ὄνομα, ἐκτοπίζοντας ὁποιοδήποτε προηγούμενο». Μια τέτοια εξέλιξη φαίνεται ότι είχαμε και εδώ, από τότε που η Ορόβη έγινε κέντρο, το όνομά της σταδιακά επικρατεί στην περιοχή. Το όνομα της Ασίνης σταδιακά παραμερίζεται και θα αναφέρεται πλέον ως Παλαιόκαστρο, ενώ ολόκληρος ο θαλάσσιος χώρος μαζί με τον λιμένα Ασίνης (που ήταν το πέραμα για τη διεκπεραίωση στη νησίδα), θα γίνει λιμήν Ορόβης (τα περί «λιμένος Αυλώνος» που μας λέει ο Πουκεβίλ ανήκουν στη σφαίρα της φαντασίας). Οι Ενετοί συνηθίζοντας να αλλοιώνουν τα τοπωνύμια, συχνά μάλιστα αδιαφορώντας για το περιεχόμενο του τοπωνυμίου που εύρισκαν,  τον ονόμασαν “PORTO DI ROGDI” και εξ αυτού είχαμε την εξέλιξη: ΠΟΡΤΟ ΡΟΔΙ – ΤΟΡΟ – ΤΟΛΟ. Ο τύπος «Τορό(ν)» συναντάται σε μελέτη του Ολλανδού Ναυάρχου J. E. V.  KINSBERGEN που δημοσιεύτηκε τον 18ο αιώνα, ενώ είναι γνωστό ότι στην ελληνική γλώσσα συχνά το ένα υγρό σύμφωνο παίρνει τη θέση του άλλου, με μια χαρακτηριστικότατη περίπτωση τον Ερυθρίνιο Ιχθύ, του έγινε Ερυθρίνι και ύστερα Λυθρίνι.

Για την ετυμολογία του ονόματος «Ορόβη» με πληροφόρησε πρώτος ο καλός συνάδελφος κ. Γεώργιος Αργυρόπαις από την Εύβοια, όπου συναντάται επίσης αρχαίο τοπωνύμιο «Οροβιαί» που έχει εξελιχθεί σε «Ροβιές» (η σκέψη του Καρλ Χόπφ δεν πήγε εκεί χωρίς λόγο, όμως πρόκειται για απλή σύμπτωση που τον οδήγησε λανθασμένα να θεωρεί μύθο την μετανάστευση Αργείων): Όροβος (ο) (βότανον) γένος φυτών εκ των ελλοβοκάρπων, του οποίου τα σπέρματα χρησιμοποιούνται ως φορβή, ιδίως βοών, κοιν. ορόβι και ρόβι, λατινικά ervum, σήμερα βίκος. Για λόγους αντικειμενικότητας και επειδή ομιλούμε για όνομα νήσου, οφείλουμε να αναφέρουμε και τη σλαβική λέξη “ostrov” που σημαίνει νησί. Όμως θεωρώ ότι πρόκειται για σύμπτωση και δεν πρέπει να τη συνδέουμε με το τοπωνύμιο. Άλλωστε τουλάχιστον η Ρόμβη παρέμενε στον έλεγχο των Ελλήνων. Είναι εμφανέστατο ότι από τον ελληνικό τύπο ρόβι σε συνδυασμό με την απόδοσή του στα λατινικά ervum και με κάποιο αναγραμματισμό προέκυψε κατά την ξενοκρατία η ονομασία «Ρόμβη» της νησίδας. Το σύμφωνο «μ» μόνο στο ervum υπάρχει.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η ετυμολόγηση των τοπωνυμίων «Βορός» (της μικρής κοιλάδας ανάμεσα στη σημερινή κώμη Ασίνη και στα 
ΝΝΔ υψώματα) και «Μπαρμπούνα» (του όρους όπου βρίσκεται η νεκρόπολη της αρχαίας Ασίνης, απέναντι από το κάστρο της):
Μια ετυμολογία του «Βορός»  είδαμε να δίνει ο Δικαίος Βαγιακάκος13 ο οποίος θεωρεί τα τοπωνύμια «Οβορός», «Βορός», «Νοβορός» σλαβικής προέλευσης που στα ελληνικά σημαίνουν «αυλή».  Δεν γνωρίζω πως ακριβώς  είναι η λέξη αυτή στα Παλαιοσλαβικά, από τις γνώσεις μου στη ρωσική γνωρίζω ότι η ελληνική λέξη «αυλή» στη γλώσσα αυτή είναι «Ντβορ» και πρέπει κρατήσουμε υπόψη μας την ανωτέρω εκδοχή. Όμως στο περιοδικό «Αθηνά» του 1831 συναντούμε μια άλλη εκδοχή: «Βορός (o) τόπος, όπου διαμένουσι τετράποδα ζώα οιον γελαδοβορός, ο τόπος, όπου έχουσι την διαμονήν των τα γελάδια» εννοώντας προφανώς ότι εκεί εκτρέφονται αυτά, άρα εκ του «βορά», που όμως κυρίως σημαίνει  τροφή των σαρκοβόρων θηρίων (συχνά μάλιστα την ανθρωποφαγία) και σπανιότερα απλή τροφή15.
Όσο για το «Μπαρμπούνα», αμέσως η σκέψη μας πηγαίνει στο νοστιμότατο αλίευμα με το ομόηχο όνομα «μπαρμπούνι». Μπορεί άραγε τα δυο αυτά ονόματα να έχουν σχέση – πέρα από το ότι είναι ομόηχα - ή πρόκειται για απλή σύμπτωση; Και αν είναι σύμπτωση τι μπορεί να σημαίνει το τοπωνύμιο; Σε κείμενο του Γιώργου Θ. Καρδαρά16  σχετικό με  την  αίρεση του  βογομιλισμού  στην  μεσαιωνική   Σερβία, διαβάζουμε: «Στη Σερβία οι Βογόμιλοι ήταν γνωστοί είτε ως Μπαμπούνοι είτε ως Κουδούγεροι. Ο όρος «Μπαμπούνοι» προέρχεται ή από το όνομα της θεότητας BABO (…στους μύθους των γνωστικών ως  BARBO  ή  BARBELO ...)(…). Η λατρεία του DABO ή BABO, από το όνομα του οποίου επικράτησε στη σερβική γραμματεία η ονομασία Μπαμπούνοι ως δηλωτικό των Βογομίλων, ανήκει στην παλαιά κληρονομιά της παγανιστικής λατρείας από την οποία ο χριστιανικός κόσμος δεν είχε ακόμη απαλλαγεί» και σε άλλο σημείο: «Ο IVANOV επισημαίνει ότι τα ονόματα κάποιων χωριών (…), θυμίζουν την παρουσία Βογομίλων κατά το παρελθόν. Οι Βογόμιλοι της κεντρικής Μακεδονίας φέρουν το όνομα BABUNI (στην περιοχή μεταξύ Βέλες και Πριλάπου) στις πλαγιές του όρους BABUNA, όπου υπάρχει ακόμα ένα χωριό κι ένας ποταμός με το όνομα BABUNA …». Είδαμε, λοιπόν, ότι από τον τύπο “BABO” του ονόματος αυτής της θεότητας προέκυψε τοπωνύμιο (όρος κ. ά.) «Μπαμπούνα» που θα μπορούσε να είναι και «Μπαρμπούνα», είτε απλά εφθαρμένα, είτε δεδομένου και του τύπου “BARBO”. Αυτό βέβαια συνέβη στη μακρινή Μακεδονία, γιατί όμως να μην συνέβη και εδώ; Μήπως, τελικά, την εποχή εκείνη κάποια μικρή Σκλαβηνία βρισκόταν στην αυλή μας; Δεδομένης και της χρησιμοποίησης της Ορόβης για μόνιμη πλέον κατοίκηση, αφού εκεί εδρεύει ακόμα και η Επισκοπή, είναι νομίζω λογικό να δεχθούμε την παρουσία Σλάβων και στην Ασίνη, αλλά μόνο για κάποιο χρονικό διάστημα από το 746 μέχρι το 784 ή το πολύ μέχρι το 807.
Από τα τέλη του 8ου αι. και ύστερα, η Ορόβη σιγά-σιγά θα χάσει τη σπουδαιότητά της. Η αυτοκράτειρα Ειρήνη η Αθηναία, όταν έκανε ειρήνη με τους Άραβες, έστειλε τον πατρίκιο Σταυράκιο εναντίον των Σκλαβηνών. Ο Σταυράκιος υπέταξε όλες τις σλαβικές φυλές και τις έκανε υποτελείς του Βυζαντίου. Από την Πελοπόννησο αναχώρησε με άφθονα λάφυρα και πολλούς αιχμαλώτους και τον Ιανουάριο του 784 έκανε μεγαλοπρεπή θρίαμβο (εορτή που συνοδευόταν από παρέλαση των αιχμαλώτων και των λαφύρων, ενώ, συγχρόνως εκτελούνταν οι αρχηγοί των ηττημένων). Ύστερα από μια εξέγερσή τους, οι Σλάβοι θα δεχτούν το τελικό χτύπημα από τον αυτοκρατορικό στρατηγό της Πελοποννήσου Σκληρό (προκάτοχο και πιθανώς πατέρα του Λέοντα) κατά το τέταρτο έτος της βασιλείας του αυτοκράτορα Νικηφόρου Α΄ (802-811). Στο Χρονικό της Μονεμβασίας διαβάζουμε ότι αυτός:
«…τῶν Σθλαβιανῶν ἔθνει πολεμικῶς εἶλέ τε καί ἠφάνισεν εἰς τέλος, καί τοῖς ἀρχῆθεν οἰκήτορσιν, ἀποκαταστῆναι τά οἰκεῖα παρέσχεν…»
Και ακριβώς στην συνέχεια:
«…τοῦτο μαθών ὁ προειρημένος βασιλεύς Νικηφόρος, καί χαρᾶς πλησθείς  διά φροντίδος ἔθετο τάς πόλεις ἀνακαινίσαι, καί ἅς  οἱ βάρβαροι  κατηδάφισαν  ἐκκλησίας  ἀνοικοδομήσαι, καί  αὐτούς τούς Βαρβάρους Χριστιανούς ποιῆσαι…»
Από το 820 και ύστερα έχουμε κάποιες άλλες ραγδαίες εξελίξεις και η κατάσταση αλλάζει ριζικά. Νέος κίνδυνος παρουσιάζεται, που τώρα προέρχεται από τη θάλασσα. Αυτό τον καιρό, σε πολλές μεριές της Αφρικής και αλλού, δημιουργούνται φωλιές Σαρακηνών πειρατών που κάνουν επιδρομές παντού. Κυριεύουν τα μεγάλα νησιά της Μεσογείου, πρώτα την Κρήτη (κατά τη δεκαετία το 820) και τα κάνουν ορμητήριά τους. Το Βυζάντιο χάνει τον έλεγχο στη θάλασσα. Η κατάσταση αυτή θα διαρκέσει περισσότερο από ένα αιώνα, συγκεκριμένα μέχρι το 961 που ο Νικηφόρος Φωκάς θα ανακαταλάβει την Κρήτη. Μέχρι τότε, από τις φωλιές των Σαρακηνών πειρατών της Αιγύπτου, της Συρίας, της Κρήτης και της Σικελίας εξορμούν ολόκληροι στόλοι προς όλες τις βυζαντινές παραλίες. Πολλές συμφορές έπαθε τότε ο παραλιακός Ελληνισμός και χιλιάδες αιχμάλωτοι πουλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της Συρίας. Η Ιστορία μας λέει ότι, σε περιόδους έξαρσης της πειρατικής δραστηριότητας οι κάτοικοι αποτραβιόνταν στα ενδότερα, σε πιο ασφαλή και αθέατα σημεία. Η περιοχή μας δεν ήταν δυνατό να αποτελέσει εξαίρεση. Τα παράλιά μας εγκαταλείπονται ξανά από τον αραιωμένο, πλέον, πληθυσμό τους και το τοπικό κέντρο μεταφέρεται για άλλη μια φορά πίσω από τα πρώτα υψώματα, όπου η σημερινή κώμη Ασίνη. Δεν είναι τυχαίο ότι, από τα πολύ παλιά χρόνια, οι Ασιναίοι ονομάζουν αυτά τα υψώματα: Ντάπιες, δηλαδή Προμαχώνες. Μια νέα εποχή αρχίζει για τον τόπο μας. Φυσικά και για την Επισκοπή δεν υπήρχε, πλέον, δυνατότητα ούτε λόγος ύπαρξης πάνω στη νησίδα Ορόβη. Όμως, διαλύθηκε ή μεταφέρθηκε; Μήπως η Μονή Μεταμόρφωσης (Αγία Σωτείρα) ήταν μετεξέλιξή της;17 Σύμφωνα με την παράδοση, τα εκκλησιαστικά κτίσματα στο Δασκαλειό ανήκαν στην δικαιοδοσία της Μονής αυτής, η οποία είναι άγνωστο πότε ιδρύθηκε, έζησε μέχρι τα πρώτα χρόνια της ελληνικής ανεξαρτησίας και διαλύθηκε (μαζί με άλλες 411) με νόμο των Βαυαρών του 1833.
Πάνω στις νησίδες Ρόμβη και Δασκαλειό που λέγεται ότι κάποτε ήταν τεχνητά ενωμένες μεταξύ τους, σώζονται τα απομεινάρια οχυρώσεων  και οικιών στην πρώτη, ενώ στο Δασκαλειό υπάρχει οχυρωμένος ναός. Όμως και το κάστρο της αρχαίας Ασίνης μαζί με το χώρο γύρω από τον εκεί όρμο ήταν πάντοτε τόπος ιερός. Στην πλαγιά της Μπαρμπούνας, πιο πάνω από τα “Κόκκινα Λιθάρια” και το “Λιθάρι του Μυλωνά”, υπήρχε παμπάλαιος ναός του Αγίου Σπυρίδωνα, που καταστράφηκε από κατολισθήσεις. Μέσα από τα ερείπια ανέσυραν την εικόνα του Αγίου και την τοποθέτησαν στο σημερινό ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου, στο αρχαίο κάστρο, μέχρις ότου εκλάπη από αρχαιοκάπηλο(λους). Άραγε, ποιας μακρινής εποχής ήταν έργο, ποια η καλλιτεχνική και συλλεκτική της αξία, ώστε να γίνει στόχος αρχαιοκαπηλίας; Το γεγονός είχε κάνει μεγάλη αίσθηση στην κοινωνία της Ασίνης, διότι η εικόνα θεωρείτο θαυματουργή. Έχουμε επίσης σαφή αναφορά σε ύπαρξη άλλου, παλαιοτέρου ναού της Παναγίας στο Καστράκι και συγκεκριμένα την εποχή λίγο πριν και κατά την επανάσταση του 1821, σε παράδοση καταγεγραμμένη από τον Πάνο Λιαλιάτση18, ενώ ο σημερινός είναι γνωστό ότι οικοδομήθηκε μετά την ελληνική ανεξαρτησία. Ο ναός της Κοίμησης, η «Παναΐτσα» όπως την αποκαλούν οι Ασιναίοι, ακόμα και με τα σημερινά μέτρα σύγκρισης είναι αρκετά ευμεγέθης και γίνονται εκεί πολλές ιεροπραξίες (γάμοι, βαπτίσεις). Γιατί τότε να λέγεται «Παναΐτσα» και όχι  «Παναγιά», όπως αντίθετα ονομάζεται η γύρω και η εγγύς παραλιακή αγροτική περιοχή της Ασίνης; Αυτό οδήγησε τους σύγχρονούς μου να φαντάζονται ότι εκεί προϋπήρχε κάποιο ναΰδριο της Παναγίας που αντικαταστάθηκε με τον σημερινό ναό.
- Η εκκλησία αφιερώθηκε στην Παναγία επειδή σ’ αυτήν ήταν αφιερωμένο το εκκλησάκι της κατακόμβης,
είχα ακούσει να λένε πριν πάρα πολλά χρόνια, εκλαμβάνοντας ως κατακόμβη ένα πλησίον μικρό αρχαίο όρυγμα, που δίνει την εντύπωση υπόγειου απόκρυφου χώρου, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για μια τρίχωρη δεξαμενή. Όμως κατά τις εργασίες ανάδειξης του αρχαιολογικού χώρου που έγιναν τα τελευταία χρόνια απεκαλύφθησαν στη θέση του σημερινού τα ίχνη βυζαντινού μεγαλύτερου ναού, που εκτιμάται ότι επρόκειτο για τρίκλιτη Βασιλική, μέρος των θεμελίων του οποίου είναι ορατά πλέον πλάι στη βόρεια πλευρά.
   
   
Εκείνη λοιπόν, η μεγαλύτερη ήταν η «Παναγιά», και  η σημερινή πράγματι η «Παναΐτσα». Εκείνος ήταν ο ναός του Παλαιοκάστρου που συναντούμε το 1696 στη ενετική εκκλησιαστική απογραφή19 ως έδρα τότε της ενορίας Παλαιοκάστρου, Τζαφέρ αγά, Σπαϊτζίκου και Λούτζι, αν και οι περισσότεροι ενορίτες κατοικούσαν στο εσωτερικό με το Τζαφέραγα να υπερέχει όλων πληθυσμιακά. Μόνη εξήγηση είναι ότι κάποια παμπάλαια παράδοση όριζε εκεί την ενοριακή έδρα της περιοχής, παράλληλα με το μοναστικό κέντρο, την αγια-Σωτείρα που επίσης απογράφεται. Μήπως λοιπόν το αρχαίο κάστρο ήταν η αφετηρία της επισκοπής, πριν αυτή διεκπεραιωθεί στην απέναντι νησίδα; Ο μακαριστός μητροπολίτης μας Χρυσόστομος Δεληγιανόπουλος12 μας λέει ότι:

«Εἰς τοῦτο μαρτυρεῖ καί ἀρχαία παράδοσις μεταφερομένη συνεχῶς ἀπό στόματος εἰς στόμα, ὅτι δηλαδή ἐν τῆι ἡμετέρα Ἀσίνῃ ὑπῆρχε ἄλλοτε Ἐπισκοπή καί Ἐπίσκοπος».

Ας περάσουμε τώρα σε μια αναφορά περί Επισκοπής Ασίνης σε Τακτικό του Πατριαρχείου της Κων/πόλεως. Τα εκκλησιαστικά Τακτικά είναι επίσημα κείμενα που αποτυπώνουν την ιεραρχία των εκκλησιαστικών εδρών. Σε αυτά αναγράφονται περιοδικά οι έδρες ανά εκκλησιαστική επαρχία (στην περίπτωσή μας: στην εκκλησιαστική επαρχία Πελοποννήσου με έδρα την μητρόπολη Κορίνθου) με τη σειρά που έχουν κάθε φορά στην εκκλησιαστική διοίκηση20. Η αναφορά υπάρχει στο επονομαζόμενο «εικονομαχικό» τακτικό (Cod. Par. 1555A, № 3), που χρονολογείται στα μέσα ή τέλη του 8ου αιώνα.
Δεδομένου ότι κάποια Επισκοπή Ασίνης αναγράφεται μεταξύ μεσσηνιακών επισκοπών, η σειρά στο σημείο αυτό του καταλόγου εκλαμβάνεται και ως γεωγραφική, από σοβαρούς μελετητές, που θεωρούν ότι αφορά τη μεσσηνιακή Ασίνη, την μετονομασθείσα σε Κορώνη, παρ ότι στον κατάλογο αναφέρεται και επίσκοπος Κορώνης. Εκεί μετοίκησαν υπό την πίεση των Σλάβων οι κάτοικοι της παλαιάς Κορώνης (σήμερα Πεταλίδι) μεταφέροντας το όνομα της πόλης τους21. Όμως όπως προελέχθη η δυτική Πελοπόννησος ήταν που εβίωσε πιο έντονα και ενωρίτερα τις επανειλημμένες βαρβαρικές αυτές επιδρομές, από τον 7ο κιόλας αιώνα, άρα είναι λογικό να τοποθετήσουμε την μετοικεσία των Κορωναίων στην Ασίνη σε χρόνο προγενέστερο, συμπέρασμα που δεν συνηγορεί στην περί μεσσηνιακής Ασίνης εκδοχή της επισκοπής. Να μην ξεχνάμε ότι ο κατάλογος είναι κατά βάση ιεραρχικός και όχι γεωγραφικός. Αποτυπώνει την ιεραρχία των εκκλησιαστικών εδρών, δηλαδή τη σειρά που είχαν οι επίσκοποί τους στην εκκλησιαστική διοίκηση. Έτσι δεν είναι περίεργο σε γειτονικές επισκοπές να παρεμβάλλεται κάποια άλλης περιοχής και δεν είναι η μόνη περίπτωση. Στον ίδιο κατάλογο βλέπουμε π. χ. τις επισκοπές: νήσου Αίγινας ανάμεσα σε Επιδαύρου Λημηράς και Κυθήρων, νήσου Πιτυούσας (Σπετσών) μεταξύ Κυθήρων και Πατρών, Μαντινείας μεταξύ Κυπαρισίας και Μεθώνης κ. ά.

Ασίνη όμως υπήρχε και στη Λακωνία, όπου μετά την ελληνική επανάσταση και την ανεξαρτησία συναντάται επισκοπή Ασίνης (πριν Λαγίας) στη λακωνική παραλιακή Μάνη22. Δεν φαίνεται όμως να ήταν επισκοπή του μακρινού εκείνου παρελθόντος η οποία ανασυστάθηκε. Ο χριστιανισμός εκεί άργησε να πάει, οι κάτοικοι του Ταϋγέτου δεν είχαν δεχθεί τη νέα θρησκεία μέχρι τουλάχιστον την εποχή  του Βασιλείου Α΄ του Μακεδόνος (867-886). Μάλιστα ο Κ. Σάθας23  γράφει σχετικά: «Ενώ ο Πορφυρογέννητος διαβεβαιοί ότι επί του πάππου του Βασιλείου είχεν εκχριστιανισθή και η Μάνη, μεταγενέστερα και αυτού του Πορφυρογεννήτου αγιογραφικά μνημεία διαβεβαιούσιν ότι εν Λακωνία εβασίλευον άρχοντες μη χριστιανοί, τρομεροί μοναχοφάγοι (διώκτες των μοναχών). Ενώ ο ORIENS CHRISTIANUS καταγράφει την σειράν όλων των εν τη χριστιανική Ανατολή επεσκοπευσάντων, αι ελληνικαί επισκοπαί δεν έχουσι σειράς επισκόπων, αι πλείστοι δε ομολογούνται ως ιδρύματα της Τουρκοκρατίας…». Οι πολλές Επισκοπές της Μάνης ήταν πράγματι φαινόμενο της Τουρκοκρατίας και των πρώτων μετεπαναστατικών χρόνων. Όπως μου είχε εξηγήσει σε συνομιλία μας ο επί μακρόν θητεύσας εκεί μακαριστός πλέον πατήρ Γεώργιος Χώρας: «εκεί υπήρχαν τότε πολλά Καπετανάτα και ο κάθε Καπετάνιος ήθελε να έχει το δικό του Επίσκοπο» (πολύ εύστοχα το σχολίασε κάποιος άλλος συνομιλητής μου λέγοντας: «η πολιτική εξουσία έπρεπε να συμβαδίζει με τη θρησκευτική»).

Επανερχόμεθα τώρα στη δική μας Ασίνη και ας ξεκινήσουμε με το μόνο σίγουρο που έχουμε, την ύπαρξη εδώ της Επισκοπής Ορόβης την οποία βεβαιώνει το μολυβδόβουλο του 8ου αιώνα, δηλαδή τότε περίπου που συντάσσεται το προαναφερθέν εκκλησιαστικό Τακτικό. Πως εξηγείται η απουσία της από τον κατάλογο με τον τόσο μεγάλο αριθμό των 40 επισκοπών (!) της Πελοποννήσου;24 Μήπως δεν απουσιάζει αλλά επισήμως αναφέρεται ως Επισκοπή Ασίνης; Μη μας θολώνει την κρίση η σημερινή πραγματικότητα, νησί της Ασίνης ήταν, μαζί με τα άλλα γύρω νησάκια και νησίδες αποτελούσαν της νησιωτική Ασίνη.

Σκοπός της παρούσης εργασίας δεν είναι να αποδείξει οπωσδήποτε ότι η αναφερομένη στο Τακτικό επισκοπή ανήκε στην περιοχή μας, απλά θέτει το ερώτημα, προβάλλοντας τα όποια επιχειρήματα. Ίσως στο μέλλον προκύψουν περισσότερα στοιχεία και δοθεί μια βεβαία απάντηση. Άλλωστε η ιστορία των σκοτεινών χρόνων της Πελοποννήσου δεν έχει ακόμα γραφεί, βρισκόμαστε στο στάδιο της έρευνας. Η Πελοπόννησος των χρόνων εκείνων ακόμα αναζητά τον ιστορικό της. Προσωπικά θεωρώ ότι, ακόμα και αν δεν πρόκειται για την αναφερομένη στον κατάλογο,  υπήρχε στο αρχαίο κάστρο της αργολικής Ασίνης μια πρώιμη επισκοπή ή έστω κάποιας άλλης μορφής εκκλησιαστική διοίκηση που αναβαθμίστηκε σε επισκοπή, της οποίας η έδρα κατά την μετακίνηση του ποιμνίου της λόγω της σλαβικής πίεσης μεταφέρθηκε στην Ορόβη. Σε σχετική γενομένη συζήτηση ο επίσης μακαριστός Μηροπολίτης μας Ιάκωβος  Β΄ φέρεται ειπών:

-         Στην Ασίνη υπήρχε Επισκοπή, έχομε και λείψανα!


Μετά την τελική συντριβή των Σλάβων της Πελοποννήσου και την αποκατάσταση των Ελλήνων, ο Νικηφόρος Α συμπλήρωσε τον ελληνικό πληθυσμό εγκαθιστώντας εδώ εποίκους από άλλα μέρη της αυτοκρατορίας, γράφοντας έτσι τον επίλογο της πολυτάραχης εκείνης εποχής. Όμως, ένας άλλος, τελευταίος επίλογος της ίδιας εποχής, γράφτηκε μετά από ενάμισι και πλέον αιώνα με την ιεραποστολική δράση ενός «διαπρεπούς κήρυκα του θείου λόγου», του Νίκωνος του «Μετανοείτε». Ας δούμε πως αυτή παρουσιάζεται σε κείμενο της κ. Βούλας Κόντη25: «…πήγε στην Κρήτη, λίγο μετά την ανάκτησή της (961) από το Νικηφόρο Φωκά (…). Κατόρθωσε να τους επαναφέρει στην χριστιανική θρησκεία (…). Έπειτα από επτάχρονη παραμονή στην Κρήτη, αναχώρησε για την Πελοπόννησο, όπου ύστερα από περιπέτειες αποβιβάστηκε στον Δαμαλά, στην ανατολική ακτή της Αργολίδας. Αφού επιτέλεσε ιεραποστολικό έργο στην περιοχή, επισκέφθηκε διαδοχικά την Αθήνα, την Εύβοια, τη Θήβα, την Κόρινθο, το Ενόριον (σημερινό Αγιονόρι), το Άργος και το Ναύπλιο. Παντού κήρυττε τον θείο λόγο (…). Δυο χρόνια περίπου αργότερα, βρέθηκε ξανά στην Πελοπόννησο. Αρχικά πήγε στη «Δωριέων χώραν» (ίσως η Τσακωνιά…). Στη συνέχεια περιόδευσε στη μεσσηνιακή Μάνη, την Καλαμάτα, την Κορώνη, τη Μεθώνη, τη Μεσσήνη, την Κυπαρισσία και αλλού (…) ο Νίκων εγκαταστάθηκε στη Λακεδαιμονία και ίδρυσε ναό του Σωτήρος, της Θεοτόκου και της Αγίας Κυριακής, δίπλα στον οποίο σε κελλί έζησε μέχρι το θάνατό του, πάνω από εικοσιπέντε χρόνια. (…). Η εποχή που ο Νίκων αρχίζει το ιεραποστολικό του έργο στην Κρήτη και στην Πελοπόννησο, είναι περίοδος σημαντική για την ενίσχυση και την εδραίωση της χριστιανικής θρησκείας στις περιοχές αυτές. Πράγματι, η μεν Κρήτη έχει μόλις ανακαταληφθεί από τους Βυζαντινούς (…). Αντίστοιχα η Πελοπόννησος έχει υποστεί τις σλαβικές επιδρομές (…). Έτσι, το έργο του οσίου ήταν η ενίσχυση του χριστιανικού φρονήματος στον ντόπιο  πληθυσμό και ο εκχριστιανισμός των «εθνικών» και άλλων».
Βλέπουμε ότι: 150 και πλέον έτη ύστερα από τη λήξη του «σλαβικού επεισοδίου» στην Πελοπόννησο, εξακολουθούν ακόμα και στη Ναυπλία να είναι έντονα τα σημάδια που άφησε αυτό, ώστε, τελικά, ο Νίκων ο «Μετανοείτε» χρειάστηκε να συμπεριλάβει και αυτήν ανάμεσα στους σημαντικούς σταθμούς της ιεραποστολικής του δράσης [μάλιστα στην πρώτη περιοδεία του η Αργολίδα ήταν αρχή (Δαμαλάς) και τέλος (Άργος και Ναύπλιο)] και σίγουρα τα ανωτέρω είναι μια ισχυρή απόδειξη της βασιμότητας όσων υποστηρίζω στην παρούσα εργασία.
Ύστερα από αυτά, νομίζω ότι χρειάζεται περεταίρω ανίχνευση και προβολή του «σλαβικού επεισοδίου» της μεσαιωνικής μας ιστορίας στην πλήρη και αντικειμενική του διάσταση. Ενός «επεισοδίου» που έφερε πάρα πολύ μεγάλη αναστάτωση στη ζωή των Ελλήνων της εποχής εκείνης, χωρίς να εξαιρείται ο τόπος μας, παρήλθε όμως χωρίς ουσιώδεις συνέπειες για την Ελληνική μας ταυτότητα. Χαρακτηριστικό το απόσπασμα απο την επίσημη αναφορά της ελληνικής αντιπροσωπείας στη Σύνοδο της Φλωρεντίας:

«Και μηδέν οίεσθε μικρόν και αδρανές το Γραικών είναι γένος. Αυτό μεν γαρ ίσως καθ’εαυτό, χρόνους ήδη συχνούς πολιορκηθέν, ωλιγώθη τε και εκακώθη, αλλ’ ούκ εις τέλος εξετρίβη, φυλλάτει γαρ εκ μέρους αυτό Κύριος».

Ηλίας Κ. Μηναίος
       
Εργασία μου επί του ιδίου θέματος, με διαφορετική μορφή, έχω δημοσιεύσει στα «Ναυπλιακά Ανάλεκτα» VII, έτους 2009, του δήμου Ναυπλιέων. Μεγάλο μέρος του κειμένου της έχει μεταφερθεί εδώ αυτούσιο, συμπληρωμένο με στοιχεία που έχουν προκύψει από περαιτέρω έρευνά μου καθώς και από την αποκάλυψη των θεμελίων βυζαντινού ναού στο Κάστρο της αρχαίας Ασίνης. Τρόπον τινά η παρούσα αποτελεί διασκευή της προηγουμένης. Άλλωστε η έρευνα δεν σταματάει ποτέ!..

Βιβλιογραφία – σχόλια – παρατηρήσεις

1. Κλαύδιος Πτολεμαίος  «Γεωγραφικὴ Ὑφήγησις», εξάτομο έργο του 150 μ. Χ.
2. Στράβων (63 π. Χ. – 23 μ. Χ.), «Γεωγραφικά».
3. ERNST CURTIUS «PELOPONNESOS, EINE ISTORISCHE - GEOGRAPHISCE BESCHREIBUNG DER HALBINSEL. GOTHA 1851».
4. Καρλ Χοπφ «Οι Σλάβοι στην Ελλάδα», εκδ. «Νέα Σύνορα» Αθήνα 1995.
5. Κώστα Καλοκαιρινού «Ιστορία Ρωμαϊκή και Μεσαιωνική από το 146 π. Χ. ως το  1453 μ. Χ.» ΟΕΔΒ Αθήναι 1965.
6. Επαμεινώνδας Χρυσανθόπουλος «Περί του «Χρονικού τής Μονεμβασίας»».
7. Άννα Αβραμέα, «Ανέκδοτα μολυβδόβουλλα από τα νησιά του Αργολικού κόλπου», ΕΙΕ/ΙΒΕ  «ΣΥΜΜΕΙΚΤΑ» τόμ. 10ος Αθήνα 1996.
8. Μιχαήλ Γ. Λαμπρυνίδου «Η Ναυπλία», σελ. 17-18, έκδ. Β΄, Αθήναι 1950, τύπ. Κλεισιούνη.
9. Είναι πάμπολλες οι όμοιες περιπτώσεις, τόσο σε τοπικό πλαίσιο όσο και ευρύτερα, που, οι κάτοικοι της χερσαίας  χώρας, σε κάθε τέτοιο μεγάλο κίνδυνο είχαν για καταφύγιο το γειτονικό νησί, αλλά μόνο για όσο χρονικό  διάστημα δεν αισθάνονταν ασφαλείς στη χερσαία περιοχή. Ιδού η πλέον γνωστή, αυτή των Αθηναίων, όπως την αναφέρει στο έργο του: «Αρβανίτες, οι Δωριείς του Νεωτέρου Ελληνισμού» σελ. 241, ο Κ. Η. Μπίρης: «Γενικά, σε κάθε κίνδυνο, σε κάθε ανάγκη, σε κάθε μεγάλη περίστασι οι Αθηναίοι είχαν καταφύγιό τους την Κούλουρη. Τόσο, ώστε η Αθηναϊκή λαογραφία έπλασε, μ’ αυτήν την αλήθεια, την παροιμιώδη έκφρασι, που την χρησιμοποιούμε ακόμη σε τέτοιες περιστάσεις: «πήγε η ψυχή μου στην Κούλουρη!».
10. Άννα Αβραμέα «Η παλαιοχριστιανική και πρωτοβυζαντινή Πελοπόννησος» / ΕΙΕ/ΙΒΕ «Οι μεταμορφώσεις της Πελοποννήσου 4ος-15ος αι.»
11. Στα παιδικά μου χρόνια παίζαμε ένα πολύ ενδιαφέρον παιχνίδι  που το λέγαμε «Τόκα», προφανώς από τον τραπεζικό όρο «τόκος». Σκοπός του παίκτη ήταν να αυγατίσει τα παλαιά κέρματα της μικρής συλλογής του (τόσο μικρής που χωρούσε στις τσέπες του). Θυμάμαι ότι κάποιοι επεδείκνυαν με καμάρι σπανιότατα παλαιά, που τα  λέγαμε «βυζαντινά» και τα οποία φυσικά «δεν τα παίζανε» ή αν ήταν μεγάλα τα χρησιμοποιούσαν μόνο για «μάνα» ώστε να μη διακινδυνεύουν την απώλειά τους.
12. Μητροπολίτης Αργολίδος κυρός Χρυσόστομος Β΄ (Χρυσόστομος Ι. Δεληγιαννόπουλος), σε βιβλίο του: «Ἡ Ἐκκλησία Ἄργους καί Ναυπλίας ἀπό τῆς συστάσεώς της μέχρι σήμερον», τεύχ. Α΄, έκδ. Χριστιανικής Εστίας Άργους 1957, που εξέδωσε όταν ήταν αρχιμανδρίτης-ιεροκήρυκας Αργολίδος.
13. Δικαίος Β. Βαγιακάκος, «Πρακτικά του Β΄ Tοπικού Συνεδρίου Αργολικών Σπουδών (Άργος 30 Μαΐου - 01 Ιουνίου 1986) – Παρατηρήσεις επί του σύγχρονου τοπωνυμικού της Αργολίδος», Αθήναι 1989.
14. Βαγγέλης Πανταζής «Ομηρική γεωγραφία και Ομηρική εποχή», κεφ: «Η αλλαγή των γεωγραφικών ονομασιών» (σ. 235-251), εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1996.
15. Liddell-Scott βορά: ἡ, (ἴδε βιβρώσκω) τροφή, κυρίως ἐπὶ τῆς τροφῆς τῶν σαρκοβόρων θηρίων (…), ἔπειτα ἐπί εὐωχιῶν καννιβαλικῶν (παρατιθεμένων κρεῶν ἀνθρωπίνων) ― σπανιώτερον ἐπὶ ἁπλῆς τροφῆς.
16. Γιώργος Θ. Καρδαράς, «Ιστορικά θέματα» τεύχος 2, σελ. 103-104, Δεκέμβριος 2001.
17. Μήπως οι μοναχοί της Αγίας Σωτείρας ήσαν αυτοί που συνέβαλαν ώστε να διατηρηθεί η ανάμνηση εκείνης της Επισκοπής; Αν πράγματι η Μονή της Αγίας Σωτείρας ήταν μετεξέλιξη εκείνης της Επισκοπής (την εποχή της υποθετικής αυτής μετεξέλιξης είχαν ήδη επικρατήσει οι μοναχοί στα ανώτατα εκκλησιαστικά αξιώματα) αυτό αποτελεί μια καλή απάντηση στο ερώτημα: πώς διετηρείτο η ανάμνησή της μετά από τόσους αιώνες;
18. Πάνος Λιαλιάτσης, «Πρακτικά του Α΄ Συνεδρίου Αργολικών Σπουδών (Ναύπλιον 04-06 Δεκεμβρίου 1976)» Αθήναι 1979.
19. Κωνσταντίνος Ντόκος, «Ἡ ἐν Πελοποννήσῳ ἐκκλησιαστική περιουσία κατά τήν περίοδον τῆς Β’ Ἐνετοκρατίας».
20. Εγκυκλοπαίδεια Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού.
21. Ηλίας Αναγνωστάκης "Οι πελοποννησιακοί σκοτεινοί χρόνοι: Το σλαβικό ζήτημα" / ΕΙΕ/ΙΒΕ «Οι μεταμορφώσεις της Πελοποννήσου 4ος-15ος αι.».
22. Κ. Σάθας «Ἕλληνες Στρατιῶται ἐν τῃ Δύσει», σ. 38.
23. Ηλ. Παπαθανασόπουλος, Μηνιαίο περιοδικό ιστορικής ύλης «ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ», τεύχ. 85/
24. Μόνο στη Μητρόπολη Κορίνθου ανήκαν 37 πελοποννησιακές επισκοπές, ενώ ακόμα 3 ανήκαν στη μητρόπολη Κεφαλληνίας(ως ευρισκόμενες σε κύριους σταθμούς κατά μήκος του θαλασσίου δρόμου Αδριατικής-Ιονίου-περίπλου Πελοποννήσου-βόρειας Εύβοιας, όπου βλέπουμε την Τροιζήνας αναφερομένη μεταξύ Μονεμβασίας και Κέρκυρας!).
25. Βούλας Κόντη «Νίκων ο Μετανοείτε», εφημ. «Η Καθημερινή» - ένθετο «7 ημέρες», 04 Νοεμβρίου 2001.