Τετάρτη 24 Ιουνίου 2020

ΑΛΗΜΠΕΗΣ


Στα ενδιάμεσα της οδού που συνδέει την Ασίνη με τον οικισμό Τσέλου, στα δεξιά κατά την άνοδο, ο χώρος που σημειώνεται στον ακόλουθο χάρτη με κόκκινο πλαίσιο ήταν ιδιοκτησία προγόνων μου. Είχε αγοράσει την έκταση αυτή ο Ηλίας παπα-Γεωργίου Μηναίος (1839-1900) και επειδή ο γιος του και προπάππους μου Κωστής την είχε μοιράσει στους τέσσερις γιους του σε λωρίδες ίσης έκτασης έκτοτε η περιοχή αυτή λέγεται «Μηναίικα».


Θυμάμαι ότι στη τρίτη λωρίδα προς τα επάνω, αυτή που είχε κληρονομήσει ο μπαρμπα–Τάσσος, αδελφός του παππού μου, λίγο παραμέσα από το δρόμο υπήρχε μια μεγάλη στέρνα περιτριγυρισμένη από ψηλά και πυκνά  βάτα. Ο πατέρας μου έλεγε ότι υπήρχε χτιστό αυλάκι που κατέβαινε από τα πιο ορεινά του Αγιολιά και κατέληγε στη δεξαμενή αυτή διοχετεύοντας τα νερά κάποιας φλέβας· επίσης ότι πλάι στη στέρνα υπήρχαν τα απομεινάρια οικίας της οποίας η πέτρα, όση είχε απομείνει, ανακυκλώθηκε για την οικοδόμηση της οικίας μας, όπου κατοικώ.

Κάποτε ο θείος Κωστής Αν. Μηναίος μου είχε δείξει τον αρχικό τίτλο ιδιοκτησίας, με τον οποίο το κράτος είχε παραχωρήσει αυτή την έκταση το 1860 στον πρώτο Έλληνα ιδιοκτήτη. Στο έγγραφο αυτό, αντίγραφο του οποίου ευγενικά μου παραχώρησε πρόσφατα η οικογένεια και την ευχαριστώ, αναφέρεται ότι το περιβόλιον κείται παρά το Τσέλου συνορεύον κατά την Μεσημβρίαν με τον «δρόμον Τζαφέραγα». Όπως πολύ σωστά θυμόμουν, σε κάποιο σημείο του αναφέρεται επίσης ότι πρόκειται για περιβόλιον «του πρώην ιδιοκτήτου Οθωμανού Αλήμπεη»


Από την έρευνά μου προκύπτει ότι ο Οθωμανός ιδιοκτήτης ήταν υψηλό πρόσωπο της τελευταίας οθωμανικής περιόδου και παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον τα βιογραφικά του στοιχεία που έχω συγκεντρώσει: 
   
Ο Αλήμπεης αυτός, του οποίου το πλήρες όνομα ήταν Αλή Νακίμ Μπέης*, ήταν γόνος παλαιάς μεγάλης και πλούσιας οικογένειας της Πελοποννήσου. Γεννήθηκε στο Ναύπλιο αλλά μεγάλωσε και έζησε στο Άργος, γι αυτό και αναφέρεται ως «Αργίτης Αλή μπέης». Ήταν αδελφός του δυνάστη της Κορίνθου Κιαμίλ μπέη, που ήταν ο πλουσιώτερος Οθωμανός της Πελοποννήσου, και του μεγιστάνα του Άργους «ενδοξοσοφολογιωτάτου» Ιτζέτ μπέη εφέντη, ο οποίος είχε κτίσει τον πρώτο ναό του αγίου Βασιλείου για τους χριστιανούς υπηρέτες και εργάτες του, αφού το σεράγι και το τεράστιο περιβόλι του ήταν εκεί κοντά.

Ο Αλήμπεης ήταν επιφανής Τούρκος του Άργους. Είχε μεγάλο και πολυτελές σεράγι στην αριστοκρατική συνοικία που βρισκόταν στο νότιο τμήμα της πόλης και κατοικείτο από Τούρκους προύχοντες. ΄Ηταν βαθύπλουτος τοκιστής και κυρίως μεγαλογαιοκτήμονας. Είχε τρία παιδιά, ένα αγόρι και δύο κορίτσια και γραμματέας του ήταν ο Αργείος προεστός Θεόδωρος Μοθωνιός. Υπήρξε ο τελευταίος βοεβόντας (διοικητής) του Άργους μέχρι την Επανάσταση που ο τουρκικός πληθυσμός της πόλης μεταφέρθηκε στο Ναύπλιο για ασφάλεια. Ο πλήρης τίτλος που τον συνόδευε, ιδιαιτέρως μεγαλοπρεπής και πομπώδης, ήταν: «ενδοξομεγαλοπρεπέστατος Αλήμπεης εφέντης, σερασκέρμπεη ζαδές, χοντζακιάνης εφέντης της κραταιάς  Βασιλείας, βοεβόντας και ζαπίτης του καζά Άργους»** [** Σερασκέρμπεη ζαδές = απόγονος στρατάρχη. Χοτζακιάν ή Χατζεκιάν = μεγιστάνας, ανώτερος οικονομικός υπάλληλος. Ζαπίτης = δυνάστης. Καζάς = κοινότητα ή υποδιοίκηση].

Όταν το 1821 ο Χουρσίτ πασάς εξεστράτευσε από την Τρίπολη στα Γιάννενα για την εξόντωση του Αλή πασά, συστρατεύθηκε μαζί του και ο Αλήμπεης. Στις στρατιωτικές αυτές επιχειρήσεις διακρίθηκε και έλαβε τον τίτλο του πασά. Κατά μια πληροφορία πήρε συνάμα και τον τίτλο του βεζύρη, που εδίδετο στους πιο σημαντικούς πασάδες : «Ο Αλήμπεης (…) ανήκε εις τον Χουρσίτ πασάν, καθότι αυτός τον προήξε Βεζύρην και από αυτόν εγνώριζε την ευδαιμονίαν του»3. Επιστρέφοντας διορίστηκε Μουχαβούζης (φρούραρχος) Ναυπλίου «διότι το φρούριον ἦτο ἐκ τῶν ἐπισήμων καί δέν ἐδιορίζετο ἄλλος, εἰ μή πασᾶς φρούραρχος»4.

Αργότερα ο Αλή, πασάς πλέον [αν και στην ιστορική μνήμη (εγκυκλοπαιδικές πηγές κ. α.) έχει παραμείνει ως επί το πλείστον ως Αλήμπεης], διορίστηκε στο επιτελείο του Δράμαλη. Παρ' ότι μαζί με άλλους επιτελείς «συνώμοσαν κατά τοῦ Δράμαλη νά τοῦ κάμουν μίαν δυνατήν ἀντιπολίτευσιν, φθονήσαντες τήν ὑπεροχήν του καί τόν διορισμόν του στρατάρχην εἰς τήν Πελοπόννησον»3, όταν άρχισαν οι επιχειρήσεις λειτούργησε ως προπομπός του τουρκικού εκστρατευτικού σώματος, σπεύδοντας να προλάβει την επικείμενη παράδοση του Ναυπλίου. Επωφελούμενος της σύγχυσης και ταραχής που προκάλεσε στους Έλληνες πολιορκητές η αναγγελία της επερχομένης στρατιάς του Δράμαλη, εισήλθε χωρίς να συναντήσει αντίσταση στο Ναύπλιο (Ιούλιο 1822), επικεφαλής πενήντα ιππέων για να ηγηθεί της άμυνάς του. Αμέσως κήρυξε άκυρη και ανίσχυρη τη συνθήκη παράδοσης, που είχαν υπογράψει κατά την απουσία του οι Τούρκοι πληρεξούσιοι της πόλης αλλά δεν είχε προλάβει να εκτελεστεί. Όμως, μετά την καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη, την πολιορκία και πτώση του φρουρίου του Ναυπλίου (Δεκέμβριο 1822), αρνούμενος να υπογράψει την συνθήκη παράδοσης κρατήθηκε ως αιχμάλωτος.

Η εκστρατεία του Δράμαλη στην πεδιάδα του Άργους. Ο Δράμαλης με το επιτελείο του και στο βάθος αριστερά το φρούριο του Ναυπλίου. Έργο του δάσκαλου, χαράκτη και ζωγράφου Αλέξανδρου Ησαΐα (1800-1839)-Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.

Λεπτομέρειες της αιχμαλωσίας του υπάρχουν στο βιβλίο του Απ. Βακαλόπουλου
«Αἰχμάλωτοι Ἑλλήνων κατά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1821», απ' όπου οι πλείστες από τις επόμενες πληροφορίες: 

Ο Αλή πασάς κρατήθηκε αιχμάλωτος μαζί με τον προηγούμενο Μουχαβούζη Σελίμ πασά, «γιατί μὀνον αὐτοί δέν ὑπέγραψαν τή συνθήκη τῆς  παράδοσης τοῦ Ναυπλίου, ἐπειδή φοβοῦνταν τό σουλτάνο»6. Έτσι δεν είχαν την τύχη των άλλων Τούρκων που μεταφέρθηκαν με πλοία στα παράλια της Μικράς Ασίας. Μαζί τους κρατήθηκε το προσωπικό της ακολουθίας τους.

Οι δυο πασάδες και η ακολουθία τους, σε αναφορά που έστειλαν στη Β΄ Εθνική Συνέλευση, αφού στην αρχὴ απευθύνουν χαιρετισμό, αναφέρουν με σεβασμὸ ότι απὸ την άλωση του Ναυπλίου έως τώρα ήταν προστατευόμενοι του Κολοκοτρώνη, που τους διαφύλαξε την τιμὴ και τη ζωή τους «ὡς κόρην ὁφθαλμοῦ» και που φρόντισε για την τροφή τους, «τὸ καθημερινὸν διωρισμένον ταΐνι» όπως γράφουν. Αν και έχουν κάθε λόγο να είναι ευχαριστημένοι και να χρωστούν χάρη, όμως «ἡ ἄργητα» της απελευθέρωσης τους ανησυχεί και τους λυπεί πολύ. Περισσότερο όμως τους λυπεί τώρα η έλλειψη των χρημάτων, που θα ήταν απαραίτητα για την αξιοπρεπή διατροφὴ τους και για τις λοιπἑς ανάγκες της ζωής. Γι᾿ αυτὸ παρακαλούν θερμὰ τὴ συνέλευση, στο όνομα της ελευθερίας, για την οποία αγωνίζεται το ελληνικό έθνος, ν᾿ αποφασίσει να τους ελευθερώσει ή να τους εφοδιάσει με τα απαραίτητα μέσα για την αξιοπρεπή ζωή τους, η τέλος να τους θανατώσει, γιατί αλλιώς δεν μπορούν να ζήσουν. Και τελειώνουν με τα εξής: « . . . πάλιν σᾶς παρακαλοῦμεν θερμῶς μὴν μᾶς ἀφήσετε καὶ χανόμεθα ἐδῶ, εὐσπλαγχνισθῆτε τὴν ἀδυναμίαν μας, διὰ νὰ μᾶς καταστήσετε εὐγνώμονας κήρυκας, καὶ ἐπαινέτας τῆς εὐγενοῦς φιλανθρωπίας τοῦ ἔθνους σας». Η αναφορά αυτὴ διαβιβάστηκε στη Β΄ Εθνική Συνέλευση και διαβάστηκε στη συνεδρία της 12ης Απριλίου 1823, αλλά δεν αποφασίστηκε τίποτε.

Αργότερα, τὴν 11η Νοεμβρίου 1823, τὸ βουλευτικὸ στέλνει στο εκτελεστικό το υπ’ αρ. 459 έγγραφό του, όπου καταγγέλλει, ότι αρκετοί «ἐκ τῶν ἐθνικῶν δορυαλώτων ᾿Οθωμανῶν» πουλήθηκαν, δηλαδή εξαγοράστηκαν από διαφόρους συγγενείς τους πιθανόν και με την άδεια των αρμοδίων υπουργείων, και επιβιβάστηκαν σε ευρωπαϊκὰ πλοία. Απορεί, πως έγιναν όλα αυτά, χωρίς καν να ειδοποιηθεί το βουλευτικό, και μάλιστα ενώ κατά τον Οργανικό Νόμο θ΄ «εἰς τὴν ἑλληνικὴν ἐπικράτειαν οὔτε πωλεῖται, οὔτε ἀγοράζεται ἅνθρωπος». Αλλ᾿ εκείνο που έκανε τη χειρότερη ακόμη εντύπωση, αναφέρεται στο έγγραφο, είναι ότι το βουλευτικό μαθαίνει, ότι γίνονται διαπραγματεύσεις για την εξαγορὰ των πασάδων, πράγμα «σκανδαλοποιόν», γιατὶ «υπάρχουν πολλοὶ ἄξιοι ὁμογενεῖς, ποὺ τὰ θυσιάσαν όλα (…) γιὰ τὴν Πελοπόννησο καὶ ποὺ θ’ απογοητευτοῦν φοβερὰ βλέποντας τὴν κυβέρνηση νά προτιμᾶ νὰ εἰσπράξη χρήματα αντί ν᾽ ἀπελευθερώση μὲ ἀνταλλαγὴ τὶς αἰχμάλωτες οικογένειες τῶν ὁμογενῶν».

Στο βουλευτικό συχνά γίνεται λόγος για τους αιχμαλώτους πασάδες, που κατά πληροφορίες μερικών βουλευτών επρόκειτο να εξαγοραστούν. Το βουλευτικό ειδοποιεί τον αστυνόμο, τους επιστάτες και δημογέροντες του Ναυπλίου  και του Πόρου και την 5η  Ιανουαρίου 1824 εκδίδει την υπ’ αρ. 599 προκήρυξη, που εφιστά την προσοχή τους στις κινήσεις και γενικά στην παρεμπόδιση της αναχώρησης των πασάδων. Έτσι ματαιώνεται η εξαγορά και η απολύτρωση των πασάδων την εποχή αυτή.

Νέα κίνηση για την απελευθέρωση όλων των Τούρκων αιχμαλώτων του Ναυπλίου έχουμε κατά τα μέσα Ιουνίου 1824. Την 18η του μηνός ο ναύαρχος της μοίρας του γαλλικού στόλου στο Αιγαίο παρουσιάζεται στο εκτελεστικό και προτείνει να εξαγοράσει τους αιχμαλώτους για 300.000 γρ. Το εκτελεστικό όμως απάντησε ότι αυτό αντιβαίνει στον Οργανικό Νόμο. Τότε ο ναύαρχος προσπάθησε να εξαγοράσει τον Κωλέττη προσφέροντάς του 40.000 γρόσια, αλλά κι’ αυτός έμεινε αδέκαστος. Ο πρόεδρος του εκτελεστικού Γ. Κουντουριώτης, που μας δίδει τις πληροφορίες αυτές, σ᾽ ένα σύγχρονο γράμμα του προς τον αδελφό του, γράφει: «Οι Γάλλοι, ἀδελφέ, μεγάλην δίψαν ἔχουν νὰ απελευθερώσουν τούτους τοὺς αἰχμαλώτους, καὶ ἄλλο δὲν εἶναι εἰμὴ ὅτι θέλουν νὰ ευχαριστήσουν τὸν Σουλτάνον καὶ νὰ λάβουν καὶ χρήματα παρ᾿ αὐτοῦ ἰκανά».

Έτσι φθάνουμε στην επιδρομή του Ιμπραήμ και συγκεκριμένα στον Σεπτέμβριο του 1825, λίγο πριν ο Αιγύπτιος πασάς αναχωρήσει από την Πελοπόννησο για το Μεσολόγγι. Τότε, μεσιτεύσαντος του Χάμιλτον συναίνεσε ο Ιμπραήμ και έγινε η πρώτη επίσημη ανταλλαγή  Ελλήνων με Αιγυπτίους και Τούρκους αιχμαλώτους. Στα πλαίσια αυτής αντηλλάγησαν οι δυο αιχμάλωτοι πασάδες του Ναυπλίου με τους Γ. Μαυρομιχάλη, Π. Γιατράκο και τον γαμβρό του Αναγνωσταρά Καπετανάκη. 

Μετά την απελευθέρωσή του ο Αλήμπεης έφυγε για την Ήπειρο ενώ η πολύ μεγάλη κτηματική περιουσία του εθνικοποιήθηκε. Πιθανότατα η ιδιοκτησία του στην Ασίνη δεν περιοριζόταν στα Μηναίικα, αλλά εκάλυπτε μεγαλύτερη έκταση, δεδομένου ότι και τα όμορα τεμάχια αναφέρονται ως πρώην «γαίες εθνικές» τις οποίες κατείχε πλέον κάποιος ιδιώτης. Στη σημειούμενη έκταση, σε μικρή απόσταση από τον κύριο δρόμο της εποχής εκείνης, φαίνεται πως ήταν το εξοχικό του, ενώ υπηρέτες και εργάτες του ήταν ντόπιοι χριστιανοί.

Ηλίας Κ. Μηναίος

-------------------------------- 


* O Μπέης ήταν ανώτερος διοικητικός τίτλος στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Η λέξη προέρχεται από την τουρκική «μπέγι» που σημαίνει «ιθύνων νους», κατ' επέκταση ηγεμόνας, μέγας, άρχοντας. Ο τίτλος αυτός ήταν ανώτερος του Εφέντη (κύριος) και κατώτερος του Πασά (τίτλου που αποδόθηκε ύστερα στον Αλή). 


Πηγές

1. Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού (αναφερόμενες πηγές: Δημητρίου Κ. Βαρδουνιώτου: «Καταστροφή του Δράμαλη», Εκ των τυπογραφείων Εφημερίδος «Μορέας», Εν Τριπόλει 1913 και Ιωάννου Ερν. Ζεγκίνη: «Το Άργος δια μέσου των Αιώνων», Έκδοσις Τρίτη, Αθήνα 1996).
2. Ηλεκτρονική Εγκυκλοπαίδεια «ΔΕΚΑ».
3. Κανέλλου Δεληγιάννη: «Μάχες στο Άργος, Δερβενάκια, Αγιοσώστη, Αγιονόρι».
4. Φώτιου Χρυσανθόπουλου (Φωτάκου): «Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως» - Τόμος β΄.
5. Μιχ. Λαμπρυνίδου «Η Ναυπλία», έκδοσις Β΄, Αθήναι 1950.
6. Απ. Βακαλόπουλου: «Αιχμάλωτοι Ελλήνων κατά την Επανάσταση του 1821» (βλέπε και «Οι δυο αιχμάλωτοι πασάδες του Ναυπλίου και η ακολουθία τους»/Γιώργος Χατζόπουλος/cityofnafplio.com).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.