Είναι γνωστό ιστορικά ότι η ρωσική εκκλησία υπαγόταν αρχικά στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και η πρώτη γνωστή μητροπολιτική της έδρα ήταν το Κίεβο. Όταν όμως η πολιτική δύναμη μετακινήθηκε από το Κίεβο στη Μόσχα, κατά τον 14ο αιώνα, μεταφέρθηκε και η έδρα. Μετά την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας η ρωσική ορθόδοξη εκκλησία έγινε αυτοκέφαλο τμήμα του ανατολικού χριστιανικού κόσμου και το 1589 ο μητροπολίτης Μόσχας διεκδίκησε και πήρε τον τίτλο του πατριάρχη1. Η τελετή της ίδρυσης, στην οποία παρευρέθη και ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως με την επίσημη συνοδεία του, όπως ήταν φυσικό έγινε με μεγαλοπρέπεια. Σε ένα πολύστιχο έργο του Αρχιεπισκόπου Ελασσόνος Αρσενίου ο οποίος ανήκε στη συνοδεία και εξιστορεί τα γεγονότα που οδήγησαν στην ίδρυση του νέου Πατριαρχείου, περιγράφεται και το επίσημο δείπνο που παρέθεσε ο Τσάρος. Σε ένα απόσπασμα του έργου διαβάζουμε:
«Είδα
βαρέλες αργυρές μ’ ολόχρυσα στεφάνια
»όλες με
τες φιάλες τους και μ’ έτερα καυκία,
»γεμάται
ήσαν άπασαι καλή Μονεμβασία,
»και
οίνος ευωδέστατος από τη Ρωμανία.
»Είχαν
μοσχάτον θαυμαστόν εκ το νησί της Κρήτης
»εκείνο το εξακουστό της οικουμένης όλης».2
«Ρωμανία» ήταν το λαϊκό όνομα της
Βυζαντινής αυτοκρατορίας, η οποία όμως είχε παρέλθει, όπως ενδιαμέσως είχε
παρέλθει και η «Λατινική αυτοκρατορία της Ρωμανίας». Όμως με το όνομα αυτό
αναφέρεται κατά τους χρόνους της ενετικής κυριαρχίας (α΄ και β΄ Ενετοκρατία) η
βορειοανατολική Πελοπόννησος, με κέντρο το Ναύπλιο, εξ ου και η ονομασία του Napoli di Romania, από την
πρώτη κιόλας εδώ ενετική κυριαρχία (1389-1540) όπως προκύπτει από το ότι ευρίσκεται
καταγεγραμμένος στην υπηρεσία των Ενετών Ναυπλιέυς στρατιώτης (Stradioti): “Emmanuele Mormori de Napoli di Roumania” ο οποίος έδρασε περί το 1570(3). Τον καιρό που γράφεται
το έμμετρο ευρισκόμαστε ήδη στην πρώτη εδώ οθωμανική περίοδο, όμως η ανωτέρω αναφορά
στον στρατιώτη Μορμόρη δείχνει ότι η ονομασία είναι ακόμα σε χρήση.
Είδαμε στους στίχους ότι μαζί με την Κρήτη και την Μονεμβασία αναφέρεται και η Ρωμανία, η οποία όμως δεν μπορεί να είναι η Ρωμανία-Βυζάντιο, ούτε ως ανάμνηση, διότι δεν είναι λογικό μια ευρεία περιοχή-κράτος να αναφέρεται ανάμεσα σε επιμέρους πάλαι ποτέ περιοχές της. Το λογικό είναι ότι πρόκειται για περιοχή ανάλογη με τις άλλες δυο. Η Κρήτη, η Μονεμβασία και η Ρωμανία-ευρύτερη Αργολίδα (στην πραγματικότητα η βορειοανατολική Πελοπόννησος από την Τσακωνιά και επάνω με πυρήνα την Αργολίδα) είναι γειτονικές και μάλιστα συνεχόμενες γεωγραφικές περιοχές. Κατ εμέ δεν μένει αμφιβολία, ότι η Ρωμανία με τον ευωδέστατο οίνο της που αναφέρει ο Αρσένιος το 1589 είναι η ευρύτερη Αργολίδα. Όμως πότε και πως διαμορφώθηκε αυτή η ονομασία για τη συγκεκριμένη περιοχή; Ερευνώντας τις πηγές δεν βρήκα την απάντηση, έτσι, με βάση επιμέρους στοιχεία κατέληξα στο δικό μου συμπέρασμα. Ίσως να είναι διατυπωμένο και από άλλους, δεν προσπαθώ να «κομίσω Γλαύκα εις Αθήνας». Έχω λοιπόν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η ονομασία έχει τις καταβολές της στην εποχή της αντίστασης κατά των Φράγκων σταυροφόρων από τον άρχοντα του Ναυπλίου και Καπετάνιο των Ρωμαίων Λέοντα Σγούρο, τον φοβερό στρατιώτη, όπως λένε και οι παρακάτω στοίχοι του Βιβλίου της Κουγκέστας ή της φραγκικής κατακτήσεως;
«Ὁ κάποιος μέγας ἄνθρωπος καί φοβερός στρατιώτης,
»Κ’ εἶχε
τήν Κόρινθον ἀλλαδή τό Ἄργος καί τ’ Ἀνάπλι,
»ὡς κεφαλή
καί φυσικός αὐφθέντης τά ὑπεκράτει.
»Ἐκ μέρους
γάρ τοῦ Βασιλέως ἐκείνου τῶν Ρωμαίων,
»Σγοῦρον τόν ὠνομάζασιν, οὕτως εἶχε τό ἐπίκλην».
Η κατάλυση του Βυζαντίου από τους Λατίνους το 1204 βρήκε το Λέοντα Σγούρο, άρχοντα Ναυπλίου, να έχει επεκτείνει την ηγεμονία του ως τη Λάρισα. Εκεί νυμφεύεται την Ευδοκία, χήρα κόρη του έκπτωτου αυτοκράτορα του Βυζαντίου Αλεξίου Γ΄ και παίρνει από αυτόν τον τίτλο του Σεβαστοϋπέρτατου. Η άλωση της Βασιλεύουσας δεν τον είχε πτοήσει, εσκόπευε να προχωρήσει και στην Θεσσαλονίκη, αλλά οι εξελίξεις τον πρόλαβαν. Ο Βονιφάτιος την κατέλαβε και κατέβαινε τώρα προς τη Θεσσαλία. Ο Λέων, μη έχοντας προλάβει να στρατολογήσει από τα νέα εδάφη του ικανές δυνάμεις για να τον αντιμετωπίσει, αποσύρεται στις Θερμοπύλες. Όμως προβλέποντας ότι και εκεί δεν θα αντέξει για πολύ, επιστρέφει στον Ισθμό και κλείνεται στην Ακροκόρινθο για να προασπίσει τουλάχιστον τη χώρα-ορμητήριό του, την Αργολιδοκορινθία, κάτι που για μεγάλο διάστημα το κατάφερε. Μάλιστα, ο αυτοκράτωρ Νικαίας Θεόδωρος Λάσκαρις, νόμιμος διάδοχος των βυζαντινών αυτοκρατόρων, θέλοντας να τον ενισχύσει ηθικά, ως εκπρόσωπο της ελληνικής εξουσίας στη μόνη γωνιά της μεσημβρινής Ελλάδας που έμενε τότε ελεύθερη, του αναγνωρίζει και αυτός το 1207 τον τίτλο του Σεβαστοϋπέρτατου. Έτσι τώρα η μικρή αυτή γωνιά είναι επίσημα μια μικρή Ρωμανία και ως τέτοια την κατέκτησαν οι Φράγκοι μετά το θάνατο του Λέοντα, που εφονεύθη τέλη του 1208 ή αρχές του 1209 ενώ κατεδίωκε Λομβαρδούς ιππείς έξω από το Ναύπλιο. Ο Μελέτιος στη Γεωγραφία του εξηγεί: «Ἐσυνήθιζον οἱ Ἰταλοί Ρωμανίαν νά ὀνομάζωσιν (…) πᾶν ὅ,τι ἐκυρίευον οἱ Αὐτοκράτορες τῆς Κωνσταντινουπόλεως»3. Κάτι ανάλογο συνέβαινε και εδώ, αφού, όπως αναγνωρίζεται και στους ανωτέρω στίχους από το Βιβλίο της Κουγκέστας ή της φραγκικής κατακτήσεως, ο Λέοντας υπεκράτει τα εδάφη αυτά «Ἐκ μέρους γάρ τοῦ Βασιλέως ἐκείνου τῶν Ρωμαίων». Έτσι εξηγείται το ότι οι Ενετοί που διαδέχθηκαν τους Φράγκους αποκαλούσαν την περιοχή «Ρωμανία» ή «Μικρά Ρωμανία» και το Ναύπλιο «Napoli di Romania».
Όσον αφορά την αμπελοκαλλιέργεια
κατά την πρώτη οθωμανική περίοδο (1540-1686) που γράφεται το έμμετρο, βλέπουμε τον
Μιχ. Λαμπρυνίδη να μας λέει:
«Αἱ ἀποθῆκαι τοῦ Ναυπλίου ἦσαν πάντοτε μεσταί σίτου, οἴνου, μετάξης, ἐλαίου καί παντός ἄλλου ἐμπορεύματος».
Επίσης ο Τούρκος περιηγητής Evliya Çelebi (1611-1681),
ο οποίος περιηγήθηκε την Πελοπόννησο το έτος 1668 και περιγράφει λεπτομερώς
τους τόπους που επισκέφτηκε, γράφει για το Ναύπλιο στο βιβλίο του Seyahatnâme [Οδοιπορικό]:
«Τά σταφύλια τους εἶναι πολύ ζουμερά (…). Τό κρασί εἶναι κόκκινο σάν τό αἶμα τοῦ γέρανου, ἀλλά λένε πώς δέν προκαλεῖ μεθύσι. Γύρω στήν πόλη ὑπάρχουν 18.000 ἀμπέλια»4
Ώστε λοιπόν εδώ παρήγετο αυτός ο «ευωδέστατος οίνος», και μπορεί η Νεμέα να είναι καταγεγραμμένη στα σημαντικά κέντρα οινοπαραγωγής της εποχής εκείνης και ασφαλώς ήταν μεγάλη η συνεισφορά της, όμως και στην Αργοναυπλία ανήκει μεγάλο μερίδιο, όπως είδαμε ακόμα και στην οθωμανική πηγή. Από εδώ το προϊόν ακολουθώντας τους εμπορικούς δρόμους της εποχής έφθανε στην πόλη Λβοφ (Λεοντόπολη), που ήταν το μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο της κεντροανατολικής Ευρώπης και από εκεί κατέληγε στα τραπέζια των ευγενών της Ρωσίας.
Ηλίας Κ. Μηναίος
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ: Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία –Ιστορία.
2. Εφημ. «Η Καθημερινή της Κυριακής» 03 Νοεμβρίου 1996, κείμενο Σταυρούλας Κουράκου.
3. Μιχαήλ Γ. Λαμπρυνίδου «Η Ναυπλία…», έκδ. Β΄, Αθήναι 1950, σελ: 30—37, 90-91, 97, 115, 132.
4. Θανάση Π. Κωστάκη «Ὁ Evliya Τσελεμπῆ στο Ναύπλιο», «Πελοποννησιακά» τόμ. ΙΓ΄, Αθήναι 1979.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.