Κυριακή 2 Αυγούστου 2020

ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ΤΗΣ ΑΣΙΝΑΙΑΣ (Α)

Στην περιοχή μας, την Ασιναία της Αργολίδας, ο σκοτεινός μεσαίωνας υπήρξε η αιτία απώλειας του πανάρχαιου ονόματος της περιοχής. Δυο κίνδυνοι προέκυψαν κατά καιρούς από τότε που η Ασίνη έπαυσε να είναι ασινής, δηλαδή ασφαλής. Ήταν η πειρατεία και ενδιάμεσα η πίεση των Σλάβων, παράγοντες που μετατόπιζαν κάθε φορά το κέντρο της περιοχής. Ο Κλαύδιος Πτολεμαίος1 στα Γεωγραφικά του (150 μ. Χ.) προσδιορίζει την Ασίνη στο εσωτερικό της Αργολίδας, ίσως να πρόκειται για την κωμόπολη Ασίνη που αναφέρει ο Στράβων2 (63 π. Χ. – 23 μ. Χ.), που σημαίνει μια πρώτη ίσως μετατόπισή, λόγω του κινδύνου της πειρατείας, στην θέση της σημερινής κώμης. Όμως βλέπουμε και εδώ να διατηρείται η ονομασία. Όποτε οι παράλιες θέσεις γίνονταν ασφαλείς, όπως μπορούμε να φανταστούμε για τα διαστήματα που ο βυζαντινός στόλος εγγυάτο αυτήν την ασφάλεια, η παραλία ξανακατοικείτο. Υπήρχε δηλαδή ένα δίπολο, η παραλία και η μεσογαία Ασίνη.
Η κατάσταση όμως θα μεταβληθεί με την σλαβική διείσδυση τότε που σύμφωνα με το Χρονικό της Μονεμβασίας η Ασιναία  δέχτηκε και μεγάλο όγκο του πληθυσμού του Άργους και της περιοχής του. Το σλαβικό πρόβλημα σε επόμενη φάση, στην κορύφωσή του, ώθησε τελικά  τους κατοίκους  στην απέναντι νησίδα, την σήμερα ονομαζομένη Ρόμβη, εκ του παλαιού ονόματος Ορόβη. Η νησίς τότε θα γίνει κέντρο και με το όνομά της θα εκπροσωπήσει για αιώνες ολόκληρη την παράλια χώρα, σπρώχνοντας  με τον καιρό στη λησμονιά το πανάρχαιο Ασίνη. Τόσο πολύ αυτό παραμερίστηκε, ώστε για τους ιστορικούς η θέση της να γίνει διαμφισβητούμενη, δεδομένης της ύπαρξης αρχαίων ερειπίων και στην Κάντια, με αποτέλεσμα στη χαρτογραφία η Ασίνη να σημειώνεται συχνά πολύ ανατολικότερα, ακόμα και στα Ίρια!

   
Τη σωστή ταύτιση θα κάνει επιτέλους το 1851 ο Ερνστ Κούρτιους3, ενώ θα χρειαστεί να περάσουν δεκαετίες, έως ότου οι αρχαιολογικές ανασκαφές που έγιναν στο διάστημα 1922-1930 επιβεβαιώσουν την ταύτιση αυτή. Ας δούμε όμως πως εξελίχθηκαν τα πράγματα:

Αναζητώντας πληροφορίες για το σλαβικό ζήτημα συνάντησα, πρώτα στο σχετικό βιβλίο του Καρλ Χοπφ4, την πληροφορία για το Χρονικό της Μονεμβασίας,  χειρόγραφο του 10ου αιώνα που βρέθηκε στη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου του Τορίνο και τυπώθηκε με τίτλο «Περί κτίσεως Μονεμβασίας». Αναφέρεται στις συνέπειες της εισβολής των Αβαροσλαύων στην Πελοπόννησο το έτος 589 μ. Χ. και είναι πλέον παραδεκτό ότι περιέχει πυρήνες αληθείας, ιδιαίτερα στις αναφορές για μετοικήσεις πληθυσμών6, όπου μεταξύ άλλων διαβάζουμε:
«…καί καταφθείραντες τά γένη κατώικησαν αὐτοί ἐν αὐτῆι· οἱ δέ δυνηθέντες ἐκφυγεῖν, διεσπάρησαν· - καί ἡ μέν τῶν Πατρῶν πόλις κατῳκίσθη ἐν τῃ τῶν Καλάβρων χώρᾳ τοῦ Ῥηγίου· οἱ δέ Ἀργίοι (sic) ἐν τῃ Ὀρόβῃ· οἱ δέ Κορίνθιοι ἐν τῃ Αἰγίνῃ μετώικησαν. Τότε καί οἱ Λάκονες (sic) τό πατρῶιον ἔδαφος καταλιπόντες ἐν τῃ Σικελίᾳ ἐξέπλευσαν κατοικοῦντες έν τόπῳ καλουμένῳ Δέμενα καί ἀντί Λακεδαιμονιτῶν Δεμαινίται κατονομάζονται. Οἱ δέ λοιποί ἐκ τῶν ἐπισήμων δύσβατον τόπον παρά τόν τῆς θαλάττης αἰγιαλόν εὑρόντες καί πόλιν ὀχυράν οἰκοδομήσαντες καί Μονεμβασίαν ταύτην ὀνομάσαντες· διά τό μίαν ἔχειν τῶν ἐν αυτῶι εἰσπορευσμένων τήν εἴσοδον».
Στην προσπάθειά του ο Κ. Χόπφ να ταυτίσει την Ορόβη και μη δυνάμενος, παραλλάσει την ονομασία της σε  Οροβία, για  να διερωτηθεί παρενθετικά: «τήν ἐρημωμένη Εὔβοια;»
Όμως, ένα μολυβδόβουλο του 8ου αιώνα βρέθηκε προ ετών στο νησί Ρόμβη, με την επιγραφή: «Τρι[σάγιε] Κ(ύρι)ε διά τῆς Θεο[τόκου] σῶσον με [τόν σόν δοῦ]λον Βασίλειον ἐπίσκ(οπον)  Ὀρόβης» [βλ. ΕΙΕ/ΙΒΕ «ΣΥΜΜΕΙΚΤΑ» τόμ. 10 Αθήνα 1996, όπου και σχετική παραπομπή: εκδ. V. PENNAS, “THE ISLAND OF OROVI IN THE ARGOLID: BISHOPRIC AND ADMINISTRATIVE CENTER” (δηλ.: «Η νήσος Ορόβη στην Αργολίδα: Επισκοπή και Διοικητικό κέντρο»), στο N. OIKONOMIDES(ED.), STUDIES IN BYZANTINE SIGILLOGRAPHY 4, WASHINGTON D. C. 1995, 165)]7. Δεν χωρά αμφιβολία ότι, η Ορόβη που αναφέρει το προαναφερθέν χειρόγραφο, είναι το νησί που βρίσκεται απέναντι (νότια) από το σημερινό Τολό και ΝΝΔ του αρχαίου κάστρου της Ασίνης, και τώρα ονομάζεται Ρόμβη. Έχουμε πλέον και συγκεκριμένη γραπτή μαρτυρία για επισκοπή στην αργολική Ασίνη, την Επισκοπή Ορόβης, μαρτυρία όμως του 8ου αιώνα.

Ας περάσουμε τώρα στον Μιχ. Λαμπρυνίδη8, ο οποίος στη «Ναυπλία» του μας λέει: «Ὁπωσδήποτε ὅμως ἀπό τοῦ Βου μέχρι τοῦ Εου μ. Χ. αἰῶνος οὐδαμοῦ σχεδόν γίνεται μνεία τῆς Ναυπλίας (…). Μόλις κατά τήν ἐν ἔτει 589 ἐπιδρομήν τῶν Ἀβάρων, οἵτινες πᾶσαν σχεδόν τήν Πελοπόννησον ἐλεηλάτησαν τότε, ἡ Ναυπλία, ἤ μάλλον τό Ναύπλιον, οὕτως ἔκτοτε καλούμενον ὑπό τῶν Βυζαντινῶν, καταληφθέν ὑπό Βυζαντινῆς φρουρᾶς ἀναφέρεται ὡς ἀντισχόν κατά τῆς μεγάλης ταύτης Σλαβικῆς καταιγίδος. Φαίνεται ὅτι κατά τούς χρόνους τούτους τῶν μεγάλων έπί τήν Πελοπόννησον βαρβαρικῶν ἐπιδρομῶν ἡ βραχώδης αὕτη τοῦ Ναυπλίου ἄκρα ἐκρίθη ὑπό τῶν στρατηγῶν τοῦ Βυζαντίου ὡς ἄξιον λόγου στρατηγικόν καί ναυτικόν σημεῖον, ἐφ’ ὧ καί καταληφθεῖσα στρατιωτικῶς ὠχυρώθη· ἠδυνήθη δ’ οὕτω νά ἀποκρούσῃ τήν φοβεράν ταύτην τῶν Ἀβάρων ἐπιδρομήν, καί νά διαφύγῃ βραδύτερον, τῳ 746, τόν νέον Σλαβικόν τυφῶνα».
Βλέπουμε ότι προ του κινδύνου οι βυζαντινοί χάραξαν τη γραμμή άμυνας στο Ναύπλιο, αφήνοντας το Άργος εκτεθειμένο. Με βάση τα όσα αναφέρθηκαν ως εδώ, δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε τι επακολούθησε: Οι Αργείοι ή πλείστοι εξ αυτών, εγκαταλείπουν έντρομοι την πόλη τους, καταφεύγοντας πίσω από τη γραμμή άμυνας. Άλλοι από αυτούς εγκαθίστανται στο Ναύπλιο και άλλοι, οι περισσότεροι ίσως, για να μην είναι στην κόκκινη γραμμή, προωθούνται στην περιοχή της Ασίνης. Θεία δίκη; εκδίκηση της Ιστορίας; Απόγονοι αυτών που κατέστρεψαν την Ναυπλία και κατέσκαψαν την Ασίνη αιώνες πρωτύτερα, ξεριζώνοντας πληθυσμούς και των δυο αυτών πόλεων, έφθαναν τώρα τρομαγμένοι πρόσφυγες για να κατοικήσουν σ’ αυτά τα χώματα, συμπληρώνοντας τον όποιο προϋπάρχοντα πληθυσμό και ξαναφέρνοντας στο προσκήνιο της Ιστορίας τόσο την πόλη Ναυπλία (Ναύπλιο θα καλείται στο εξής), όσο και την περιοχή Ασίνης.

Ο αριθμός των προσφύγων που έφθασαν στην Ασιναία σίγουρα ήταν μεγάλος, αφού το Χρονικό κάνει ιδιαίτερη μνεία. Ο χρονικογράφος μας λέει ότι αυτοί  εγκαταστάθηκαν στην Ορόβη.  Όμως, αυτό το μικρής έκτασης άγονο νησί, μόνο σαν καταφύγιο σε περίπτωση κινδύνου, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί  από μεγάλο αριθμό προσφύγων. Είναι ευνόητο ότι αυτοί κατέφυγαν στην Ορόβη, ύστερα όμως, στο βαθμό που παρήλθε ο κίνδυνος, όσοι δεν επέστρεψαν στο Άργος εγκαταστάθηκαν κυρίως γύρω από το κάστρο και τον λιμένα της Ασίνης, ώστε: να μπορούν να καλλιεργούν τους αγρούς που ήταν απαραίτητοι για την επιβίωσή τους και να καταφεύγουν τόσο στα απρόσιτα σημεία του κάστρου - το οποίο φέρει μεσαιωνικές επισκευές - όσο και στη νησίδα, όποτε κινδύνευαν9. Άλλωστε, ως προερχόμενοι από το εσωτερικό της Αργολίδας, αρχικά τουλάχιστον δεν ήσαν εξοικειωμένοι με τη θάλασσα. Στη μετοίκηση αυτή Αργείων συνηγορούν εμμέσως τα αποτελέσματα της αρχαιολογικής έρευνας που διαπιστώνει ότι μετά τα μέσα του 6ου αιώνα στο Άργος οι οικοδομές σταματούν, παρατηρείται μόνο μικρή επισκευαστική δραστηριότητα, με μεγάλες ζώνες του οικισμού να εγκαταλείπονται10.
   
   
Μέσα στο χάος που δημιούργησαν οι αβαροσλαβικές αυτές επιδρομές, βρήκαν την ευκαιρία σλαβικές φυλές να μετακινηθούν νοτιότερα. Οι Σλάβοι αυτοί σταδιακά εγκαταστάθηκαν για περισσότερο από δυο αιώνες σε υπαίθριες περιοχές που εγκατέλειπαν οι Έλληνες, ενισχυόμενοι μάλιστα από άλλα μεταγενέστερα σλαβικά μεταναστευτικά κύματα, με μεγαλύτερο αυτό του 746. Η αυτοκρατορία αδυνατούσε να τους αντιμετωπίσει, επειδή διεξήγε μακροχρόνιους πολέμους πρώτα με τους Πέρσες, ύστερα με τους Άραβες και τους Βούλγαρους. Η Ιστορία μας λέει ότι οι Σλάβοι, θεωρώντας εξαρχής πατρίδα τους τις νέες χώρες, βρίσκονται εγκατεστημένοι από την αρχή του 7ου αιώνα ως και την νοτιότερη Πελοπόννησο (Ταΰγετο), σε πεδιάδες και πλαγιές, «νησίδες-νησίδες» που ονομάστηκαν και αυτές  «σκλαβηνίες», ανεξάρτητες η μια από την άλλη. Από εκεί εξορμώντας κατά διαστήματα, «τάς τῶν γειτόνων οἰκίας τῶν Γραικῶν ἐξεπόρθουν καί εἰς ἁρπαγήν ἐτίθεντο», με τους Έλληνες τότε να καταφεύγουν στα κάστρα και άλλες οχυρές ή δυσπρόσιτες τοποθεσίες.

Είδαμε ότι συνεχώς καταφθάνουν όλο και νεότερα σλαβικά μεταναστευτικά κύματα. Κατά συνέπεια, οι ντόπιοι όσο περνούν τα χρόνια αισθάνονται όλο και περισσότερο την πίεση των Σλάβων. Ο πληθυσμός των Ελλήνων, σε σχέση με αυτόν των Σλάβων, αναλογικά καταλαμβάνει όλο και μικρότερο ποσοστό, και αυτή η κατάσταση θα φθάσει στο αποκορύφωμά της στα μέσα του 8ου αιώνα. Τότε: Μια τρομερή επιδημία χολέρας (κατ’ άλλους πανούκλα) από τη Σικελία και την Καλαβρία έπεσε σαν φωτιά στην Μονεμβασία που ήταν ο πρώτος σταθμός των πλοίων που έρχονταν εκεί και έμπαιναν στο Αιγαίο. Από την Μονεμβασία απλώθηκε και στ’ άλλα παράλια και τα νησιά, κυρίως όμως προσβλήθηκε η Κωνσταντινούπολη. Όπου εμφανίστηκε, ο αριθμός των νεκρών ξεπέρασε αυτόν των διασωθέντων. Ενώ η επιδημία επί ένα έτος αποδεκάτιζε τον πληθυσμό της χώρας, παρουσιάζεται το μεγαλύτερο έως τώρα κύμα σλαβικής διείσδυσης, αυτό του 746. Παράλληλα, μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού από την Πελοπόννησο, τα νησιά και την υπόλοιπη Ελλάδα μεταφέρεται στην πρωτεύουσα για να συμπληρώσει τον πληθυσμό της. Ύστερα από αυτή τη μεγάλη και απότομη συρρίκνωση του ελληνικού πληθυσμού, στις περιοχές αυτές, με ταυτόχρονη διόγκωση του σλαβικού, είναι λογικό να τοποθετήσουμε στα μέσα του 8ου αιώνα, που συνέβησαν αυτά, και τη  μεταφορά των λιγοστών πλέον κατοίκων της Ασιναίας στην νησίδα Ορόβη, ως γενομένη για μεγαλύτερη ασφάλεια. Είναι λογικό να στήθηκε εκεί και κάποιος βυζαντινός διοικητικός μηχανισμός για την αντιμετώπιση της κατάστασης, ενώ και η αναφορά σε Επίσκοπο Ορόβης χρονολογείται, επίσης, τον 8ο αιώνα.
Στα νησάκια του Αργολικού κόλπου (Ρόμβη, Δασκαλειό, Πλατειά, Χηνίτσα), τη νήσο Σπέτσες και τη βραχονησίδα Κουνούπι (στο νότιο άκρο του όρμου του Κρανιδίου), έχουν βρεθεί βυζαντινά μολυβδόβουλα, μεταξύ των οποίων και το προαναφερθέν, που, εκτός από αυτό το εκκλησιαστικό αξίωμα, αναφέρουν αξιωματούχους της επαρχιακής διοίκησης, ακόμα και τιτλούχους της βυζαντινής Αυλής (άραγε πόσα άλλα έχουν βρεθεί κατά καιρούς τυχαία, κυρίως από καλλιεργητές, στη χερσαία περιοχή και πόσα από αυτά υπάρχουν ακόμα σε μικρές ιδιωτικές συλλογές εντοπίων;11). Χρονικά καλύπτουν το διάστημα από τον 6ο αι. μέχρι και τον 8ο ή 9ο (εκτός από ένα του 11ου προερχόμενο από τις Σπέτσες). Από τότε που αρχίζει το «σλαβικό επεισόδιο» στην Πελοπόννησο, δηλαδή από τον 6ο κιόλας αιώνα, υπάρχει στα ανατολικά παράλια του Αργολικού κόλπου βυζαντινή υποστήριξη και είναι γνωστό από την Ιστορία ότι το Βυζάντιο, μη δυνάμενο τότε να αντιμετωπίσει την κατάσταση στο εσωτερικό της ελληνικής χερσονήσου, προσπαθούσε να ενισχύει τα νησιά και τα παράλια.
Όλα συνηγορούν στις μέχρις εδώ παρατηρήσεις και συμπεράσματα. Δεν μπορούμε να δεχτούμε επακριβώς τα γραφόμενα στο Χρονικό χωρίς να θεωρηθεί ότι αντιγράφουμε την ακραία θεωρία του Φαλμεράγιερ, που ισχυρίζεται ότι οι Σλάβοι κατείχαν ολοκληρωτικά για 218 χρόνια την Πελοπόννησο, με τους Έλληνες να έχουν καταφύγει στα γύρω νησιά και σε κάποιες νησιάζουσες άκρες (Μονεμβασία, Ναύπλιο): 

«Ἐν συμπεράσματι δέον ν’ ἀποκρουσθῆ ἡ ἄποψις περί ἀπολύτου ἰστορικῆς ἀκρίβειας τῶν εἰδήσεων τοῦ χρονικοῦ, καί μάλιστα τῆς πληροφορίας περί τῆς ἐπί διακόσια δεκαοχτώ ἔτη βαρβαρικῆς κατοχῆς.»6


Τόσο στα παράλια, τουλάχιστον καθ’ όλον τον 7ο αιώνα, όσο και στο εσωτερικό διαχρονικά, στις καστροπολιτείες και σε άλλες δυσπρόσιτες περιοχές, ο Ελληνισμός επιβίωνε, ιδιαίτερα στην ανατολική Πελοπόννησο, που είχε σύμμαχό του την τραχύτητα του εδάφους. Ειδικά για το Άργος, η εγγραφή: «Ἰωάννης ἐλέῳ Θεοῦ Ἐπίσκοπος Ἄργους ὁρίσας ὑπέγραψα»12 που συναντάται στα πρακτικά της συγκληθείσας το 680 ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου σε συνδυασμό με εισαγόμενη κεραμική του 7ου αιώνα από τη Μικρά Ασία10 δείχνουν ότι η πόλη επιβιώνει και μετά την άφιξη των Σλάβων, ενώ, η πλησιέστερή του Σκλαβηνία κατά τη φάση αυτή ενδεχομένως βρισκόταν στις Μυκήνες, αν δεχτούμε την θέση του Καρλ Χοπφ που επισημαίνει το τοπωνύμιο «Χαρβάτι» ως σλαβικό (στα σλαβικά: Χαρβάτ=Κροάτης, Χαρβάτσκι=Κροατικός-ή-ό).
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο ακόλουθος πίνακας που συνέταξα με βάση τη χρονολόγηση και τον τόπο προέλευσης των μολυβδόβουλων που έχουν δημοσιευτεί:
   
   
Σ’ αυτόν παρατηρούμε:
α) Τα πλείστα χρονολογούνται τον 8ο αιώνα.
β) Τα πλείστα του 8ου αι. προέρχονται από Ρόμβη και Δασκαλειό (6/10 αν συμπεριλάβουμε αυτά που έχουν χρονολογηθεί κατά προσέγγιση ή 6/7 χωρίς αυτά).
γ)  Σχεδόν όλα τα χρονολογημένα που προέρχονται από Ρόμβη και Δασκαλειό είναι του 8ου αι. (συγκεκριμένα τα 6/7).
Από τις παρατηρήσεις αυτές, σε συνδυασμό με την αναφορά σε Επίσκοπο Ορόβης, νομίζω δικαιολογείται το συμπέρασμα ότι στα μέσα του 8ου αιώνα, όταν και εδώ η σλαβική πίεση έγινε έντονα αισθητή, στήθηκε στη Ορόβη κάποιο διοικητικό κέντρο για την αντιμετώπιση της κατάστασης. Όμως, είναι δυνατόν να ιδρύεται Επισκοπή μετά από τέτοια συρρίκνωση του πληθυσμού, όταν έχουν απομείνει πλέον λιγοστοί κάτοικοι στην περιοχή; Μήπως αυτή προϋπήρχε και απλά μεταφέρθηκε και επιβίωνε;
Έχει διατυπωθεί η εικασία ότι ενδεχομένως επρόκειτο για την Επισκοπή Άργους, μεταφερθείσα εδώ για ασφάλεια. Όμως το Άργος δεν εγκαταλείφθηκε πλήρως, όχι μόνο κατά τον 7ο αιώνα, αλλά και στη συνέχεια. Θεωρείται ότι ανήκει στις πόλεις που έχουν συνεχή κατοίκηση από τους αρχαίους χρόνους. Εξακολουθούσε και τότε να παραμένει ικανός αριθμός κατοίκων,  διάγοντας πλέον λόγω των συγκυριών βίο ταπεινό, με επικεφαλής τον επίσκοπό τους, γι αυτό και κάποια στασιμότητα που παρατηρείται. Άλλωστε οι εναπομένοντες Αργείοι σε κρίσιμες ώρες μπορούσαν να καταφεύγουν στο κάστρο Λάρισα στο οποίο υπήρχε φρουρά. Στα ανωτέρω συνηγορεί και το τοπωνυμικό, δεδομένου ότι σε σύγκριση με άλλες περιοχές της Πελοποννήσου εδώ έχουν επιβιώσει λίγα σλαβικά τοπωνύμια, όλα σε αγροτικές περιοχές, και είναι γνωστό ότι οι Σλάβοι νομάδες έποικοι επέλεγαν για την εγκατάστασή τους σημεία πρόσφορα για την κτηνοτροφία και τη γεωργική καλλιέργεια. Την ίδια εποχή, όπως προκύπτει από την αρχαιολογική έρευνα παρατηρείται γενικά οπισθοχώρηση των Ελλήνων από πολλές αγροτικές θέσεις. Χαρακτηριστικά είναι τα σλαβικά τοπωνύμια που καταγράφονται στην Αργολίδα, όπως τα παρουσιάζει ο  Δικαίος Βαγιακάκος13 - Επίτιμος Γενικός Διευθυντής του Κέντρου Συντάξεως του Ιστορικού Λεξικού της Ακαδημίας Αθηνών, όπου παρατηρούμε ότι το περιεχόμενο όλων σχετίζεται με την υπαίθρια χώρα:

Βάλτος (πιθ. αρχ. σλαβικό balto = τόπος τελματώδης, έλος)
Βιρό-Βιρός-Βιρά (σλαβ. vir = τέλμα)
Ζάστανο-Ζαστανάκι (σλαβ. za= όπισθεν + stanc= κατοικία)
Κορύτα (σλαβ. Koryto = ξυλίνη σκάφη)
Οβορός-Βορός-Νοβορός (σλαβ. obor = αυλή)
Πάνιτσα (σλαβ. banjica = λουτρόν)
Πολιάνα (σλαβ. poljana = λιβάδι)
Μαγούλα (πιθ. σλαβ. mogyla = λόφος)
Όλα αυτά καταρρίπτουν τη θεωρία ότι ενδεχομένως είχε μεταφερθεί στην Ορόβη η Επισκοπή Άργους για ασφάλεια, αφού καθώς προκύπτει ο πυρήνας της πόλης δεν εγκαταλείφθηκε. Μήπως λοιπόν ιδρύθηκε μια ξεχωριστή Επισκοπή στην Ασίνη, όταν με την έλευση πληθυσμού από τις περιφερειακές κατοικίες του Άργους και των γύρω του οικισμών η περιοχή της έγινε πολυπληθής; Άλλωστε μιλάμε απλά για επισκοπή και μάλιστα της εποχής εκείνης, κάτι σαν ευρεία ενορία και όχι για μητρόπολη.
   
Η ανάδειξη της Ορόβης και σε διοικητικό κέντρο κατά τον 8ο αιώνα, εξηγεί την απώλεια εδώ του ονόματος «Ασίνη», που διήρκεσε μέχρι το δεύτερο τέταρτο του 19ου αι.: Σε ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του ο Βαγγέλης Πανταζής14 μεταξύ άλλων αναφέρει διεξοδικά όλους τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να επέλθει η απώλεια μιας γεωγραφικής ονομασίας. Μεταξύ των άλλων βλέπουμε ότι μια πόλη, μια περιοχή, ακόμη και ολόκληρη χώρα μπορεί να χάσει το όνομά της τόσο αποτελεσματικά, όταν: «…μιά ἐπιμέρους, συχνά μικρή, περιοχή, ἀποκτώντας δύναμη καί «ὄνομα», κερδίζει τέτοια φήμη, ὥστε μέ τόν καιρό νά ἐκπροσωπεῖ ὁλόκληρη τή χώρα μέ τό δικό της ὄνομα, ἐκτοπίζοντας ὁποιοδήποτε προηγούμενο». Μια τέτοια εξέλιξη φαίνεται ότι είχαμε και εδώ, από τότε που η Ορόβη έγινε κέντρο, το όνομά της σταδιακά επικρατεί στην περιοχή. Το όνομα της Ασίνης σταδιακά παραμερίζεται και θα αναφέρεται πλέον ως Παλαιόκαστρο, ενώ ολόκληρος ο θαλάσσιος χώρος μαζί με τον λιμένα Ασίνης (που ήταν το πέραμα για τη διεκπεραίωση στη νησίδα), θα γίνει λιμήν Ορόβης (τα περί «λιμένος Αυλώνος» που μας λέει ο Πουκεβίλ ανήκουν στη σφαίρα της φαντασίας). Οι Ενετοί συνηθίζοντας να αλλοιώνουν τα τοπωνύμια, συχνά μάλιστα αδιαφορώντας για το περιεχόμενο του τοπωνυμίου που εύρισκαν,  τον ονόμασαν “PORTO DI ROGDI” και εξ αυτού είχαμε την εξέλιξη: ΠΟΡΤΟ ΡΟΔΙ – ΤΟΡΟ – ΤΟΛΟ. Ο τύπος «Τορό(ν)» συναντάται σε μελέτη του Ολλανδού Ναυάρχου J. E. V.  KINSBERGEN που δημοσιεύτηκε τον 18ο αιώνα, ενώ είναι γνωστό ότι στην ελληνική γλώσσα συχνά το ένα υγρό σύμφωνο παίρνει τη θέση του άλλου, με μια χαρακτηριστικότατη περίπτωση τον Ερυθρίνιο Ιχθύ, του έγινε Ερυθρίνι και ύστερα Λυθρίνι.

Για την ετυμολογία του ονόματος «Ορόβη» με πληροφόρησε πρώτος ο καλός συνάδελφος κ. Γεώργιος Αργυρόπαις από την Εύβοια, όπου συναντάται επίσης αρχαίο τοπωνύμιο «Οροβιαί» που έχει εξελιχθεί σε «Ροβιές» (η σκέψη του Καρλ Χόπφ δεν πήγε εκεί χωρίς λόγο, όμως πρόκειται για απλή σύμπτωση που τον οδήγησε λανθασμένα να θεωρεί μύθο την μετανάστευση Αργείων): Όροβος (ο) (βότανον) γένος φυτών εκ των ελλοβοκάρπων, του οποίου τα σπέρματα χρησιμοποιούνται ως φορβή, ιδίως βοών, κοιν. ορόβι και ρόβι, λατινικά ervum, σήμερα βίκος. Για λόγους αντικειμενικότητας και επειδή ομιλούμε για όνομα νήσου, οφείλουμε να αναφέρουμε και τη σλαβική λέξη “ostrov” που σημαίνει νησί. Όμως θεωρώ ότι πρόκειται για σύμπτωση και δεν πρέπει να τη συνδέουμε με το τοπωνύμιο. Άλλωστε τουλάχιστον η Ρόμβη παρέμενε στον έλεγχο των Ελλήνων. Είναι εμφανέστατο ότι από τον ελληνικό τύπο ρόβι σε συνδυασμό με την απόδοσή του στα λατινικά ervum και με κάποιο αναγραμματισμό προέκυψε κατά την ξενοκρατία η ονομασία «Ρόμβη» της νησίδας. Το σύμφωνο «μ» μόνο στο ervum υπάρχει.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η ετυμολόγηση των τοπωνυμίων «Βορός» (της μικρής κοιλάδας ανάμεσα στη σημερινή κώμη Ασίνη και στα 
ΝΝΔ υψώματα) και «Μπαρμπούνα» (του όρους όπου βρίσκεται η νεκρόπολη της αρχαίας Ασίνης, απέναντι από το κάστρο της):
Μια ετυμολογία του «Βορός»  είδαμε να δίνει ο Δικαίος Βαγιακάκος13 ο οποίος θεωρεί τα τοπωνύμια «Οβορός», «Βορός», «Νοβορός» σλαβικής προέλευσης που στα ελληνικά σημαίνουν «αυλή».  Δεν γνωρίζω πως ακριβώς  είναι η λέξη αυτή στα Παλαιοσλαβικά, από τις γνώσεις μου στη ρωσική γνωρίζω ότι η ελληνική λέξη «αυλή» στη γλώσσα αυτή είναι «Ντβορ» και πρέπει κρατήσουμε υπόψη μας την ανωτέρω εκδοχή. Όμως στο περιοδικό «Αθηνά» του 1831 συναντούμε μια άλλη εκδοχή: «Βορός (o) τόπος, όπου διαμένουσι τετράποδα ζώα οιον γελαδοβορός, ο τόπος, όπου έχουσι την διαμονήν των τα γελάδια» εννοώντας προφανώς ότι εκεί εκτρέφονται αυτά, άρα εκ του «βορά», που όμως κυρίως σημαίνει  τροφή των σαρκοβόρων θηρίων (συχνά μάλιστα την ανθρωποφαγία) και σπανιότερα απλή τροφή15.
Όσο για το «Μπαρμπούνα», αμέσως η σκέψη μας πηγαίνει στο νοστιμότατο αλίευμα με το ομόηχο όνομα «μπαρμπούνι». Μπορεί άραγε τα δυο αυτά ονόματα να έχουν σχέση – πέρα από το ότι είναι ομόηχα - ή πρόκειται για απλή σύμπτωση; Και αν είναι σύμπτωση τι μπορεί να σημαίνει το τοπωνύμιο; Σε κείμενο του Γιώργου Θ. Καρδαρά16  σχετικό με  την  αίρεση του  βογομιλισμού  στην  μεσαιωνική   Σερβία, διαβάζουμε: «Στη Σερβία οι Βογόμιλοι ήταν γνωστοί είτε ως Μπαμπούνοι είτε ως Κουδούγεροι. Ο όρος «Μπαμπούνοι» προέρχεται ή από το όνομα της θεότητας BABO (…στους μύθους των γνωστικών ως  BARBO  ή  BARBELO ...)(…). Η λατρεία του DABO ή BABO, από το όνομα του οποίου επικράτησε στη σερβική γραμματεία η ονομασία Μπαμπούνοι ως δηλωτικό των Βογομίλων, ανήκει στην παλαιά κληρονομιά της παγανιστικής λατρείας από την οποία ο χριστιανικός κόσμος δεν είχε ακόμη απαλλαγεί» και σε άλλο σημείο: «Ο IVANOV επισημαίνει ότι τα ονόματα κάποιων χωριών (…), θυμίζουν την παρουσία Βογομίλων κατά το παρελθόν. Οι Βογόμιλοι της κεντρικής Μακεδονίας φέρουν το όνομα BABUNI (στην περιοχή μεταξύ Βέλες και Πριλάπου) στις πλαγιές του όρους BABUNA, όπου υπάρχει ακόμα ένα χωριό κι ένας ποταμός με το όνομα BABUNA …». Είδαμε, λοιπόν, ότι από τον τύπο “BABO” του ονόματος αυτής της θεότητας προέκυψε τοπωνύμιο (όρος κ. ά.) «Μπαμπούνα» που θα μπορούσε να είναι και «Μπαρμπούνα», είτε απλά εφθαρμένα, είτε δεδομένου και του τύπου “BARBO”. Αυτό βέβαια συνέβη στη μακρινή Μακεδονία, γιατί όμως να μην συνέβη και εδώ; Μήπως, τελικά, την εποχή εκείνη κάποια μικρή Σκλαβηνία βρισκόταν στην αυλή μας; Δεδομένης και της χρησιμοποίησης της Ορόβης για μόνιμη πλέον κατοίκηση, αφού εκεί εδρεύει ακόμα και η Επισκοπή, είναι νομίζω λογικό να δεχθούμε την παρουσία Σλάβων και στην Ασίνη, αλλά μόνο για κάποιο χρονικό διάστημα από το 746 μέχρι το 784 ή το πολύ μέχρι το 807.
Από τα τέλη του 8ου αι. και ύστερα, η Ορόβη σιγά-σιγά θα χάσει τη σπουδαιότητά της. Η αυτοκράτειρα Ειρήνη η Αθηναία, όταν έκανε ειρήνη με τους Άραβες, έστειλε τον πατρίκιο Σταυράκιο εναντίον των Σκλαβηνών. Ο Σταυράκιος υπέταξε όλες τις σλαβικές φυλές και τις έκανε υποτελείς του Βυζαντίου. Από την Πελοπόννησο αναχώρησε με άφθονα λάφυρα και πολλούς αιχμαλώτους και τον Ιανουάριο του 784 έκανε μεγαλοπρεπή θρίαμβο (εορτή που συνοδευόταν από παρέλαση των αιχμαλώτων και των λαφύρων, ενώ, συγχρόνως εκτελούνταν οι αρχηγοί των ηττημένων). Ύστερα από μια εξέγερσή τους, οι Σλάβοι θα δεχτούν το τελικό χτύπημα από τον αυτοκρατορικό στρατηγό της Πελοποννήσου Σκληρό (προκάτοχο και πιθανώς πατέρα του Λέοντα) κατά το τέταρτο έτος της βασιλείας του αυτοκράτορα Νικηφόρου Α΄ (802-811). Στο Χρονικό της Μονεμβασίας διαβάζουμε ότι αυτός:
«…τῶν Σθλαβιανῶν ἔθνει πολεμικῶς εἶλέ τε καί ἠφάνισεν εἰς τέλος, καί τοῖς ἀρχῆθεν οἰκήτορσιν, ἀποκαταστῆναι τά οἰκεῖα παρέσχεν…»
Και ακριβώς στην συνέχεια:
«…τοῦτο μαθών ὁ προειρημένος βασιλεύς Νικηφόρος, καί χαρᾶς πλησθείς  διά φροντίδος ἔθετο τάς πόλεις ἀνακαινίσαι, καί ἅς  οἱ βάρβαροι  κατηδάφισαν  ἐκκλησίας  ἀνοικοδομήσαι, καί  αὐτούς τούς Βαρβάρους Χριστιανούς ποιῆσαι…»
Από το 820 και ύστερα έχουμε κάποιες άλλες ραγδαίες εξελίξεις και η κατάσταση αλλάζει ριζικά. Νέος κίνδυνος παρουσιάζεται, που τώρα προέρχεται από τη θάλασσα. Αυτό τον καιρό, σε πολλές μεριές της Αφρικής και αλλού, δημιουργούνται φωλιές Σαρακηνών πειρατών που κάνουν επιδρομές παντού. Κυριεύουν τα μεγάλα νησιά της Μεσογείου, πρώτα την Κρήτη (κατά τη δεκαετία το 820) και τα κάνουν ορμητήριά τους. Το Βυζάντιο χάνει τον έλεγχο στη θάλασσα. Η κατάσταση αυτή θα διαρκέσει περισσότερο από ένα αιώνα, συγκεκριμένα μέχρι το 961 που ο Νικηφόρος Φωκάς θα ανακαταλάβει την Κρήτη. Μέχρι τότε, από τις φωλιές των Σαρακηνών πειρατών της Αιγύπτου, της Συρίας, της Κρήτης και της Σικελίας εξορμούν ολόκληροι στόλοι προς όλες τις βυζαντινές παραλίες. Πολλές συμφορές έπαθε τότε ο παραλιακός Ελληνισμός και χιλιάδες αιχμάλωτοι πουλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της Συρίας. Η Ιστορία μας λέει ότι, σε περιόδους έξαρσης της πειρατικής δραστηριότητας οι κάτοικοι αποτραβιόνταν στα ενδότερα, σε πιο ασφαλή και αθέατα σημεία. Η περιοχή μας δεν ήταν δυνατό να αποτελέσει εξαίρεση. Τα παράλιά μας εγκαταλείπονται ξανά από τον αραιωμένο, πλέον, πληθυσμό τους και το τοπικό κέντρο μεταφέρεται για άλλη μια φορά πίσω από τα πρώτα υψώματα, όπου η σημερινή κώμη Ασίνη. Δεν είναι τυχαίο ότι, από τα πολύ παλιά χρόνια, οι Ασιναίοι ονομάζουν αυτά τα υψώματα: Ντάπιες, δηλαδή Προμαχώνες. Μια νέα εποχή αρχίζει για τον τόπο μας. Φυσικά και για την Επισκοπή δεν υπήρχε, πλέον, δυνατότητα ούτε λόγος ύπαρξης πάνω στη νησίδα Ορόβη. Όμως, διαλύθηκε ή μεταφέρθηκε; Μήπως η Μονή Μεταμόρφωσης (Αγία Σωτείρα) ήταν μετεξέλιξή της;17 Σύμφωνα με την παράδοση, τα εκκλησιαστικά κτίσματα στο Δασκαλειό ανήκαν στην δικαιοδοσία της Μονής αυτής, η οποία είναι άγνωστο πότε ιδρύθηκε, έζησε μέχρι τα πρώτα χρόνια της ελληνικής ανεξαρτησίας και διαλύθηκε (μαζί με άλλες 411) με νόμο των Βαυαρών του 1833.
Πάνω στις νησίδες Ρόμβη και Δασκαλειό που λέγεται ότι κάποτε ήταν τεχνητά ενωμένες μεταξύ τους, σώζονται τα απομεινάρια οχυρώσεων  και οικιών στην πρώτη, ενώ στο Δασκαλειό υπάρχει οχυρωμένος ναός. Όμως και το κάστρο της αρχαίας Ασίνης μαζί με το χώρο γύρω από τον εκεί όρμο ήταν πάντοτε τόπος ιερός. Στην πλαγιά της Μπαρμπούνας, πιο πάνω από τα “Κόκκινα Λιθάρια” και το “Λιθάρι του Μυλωνά”, υπήρχε παμπάλαιος ναός του Αγίου Σπυρίδωνα, που καταστράφηκε από κατολισθήσεις. Μέσα από τα ερείπια ανέσυραν την εικόνα του Αγίου και την τοποθέτησαν στο σημερινό ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου, στο αρχαίο κάστρο, μέχρις ότου εκλάπη από αρχαιοκάπηλο(λους). Άραγε, ποιας μακρινής εποχής ήταν έργο, ποια η καλλιτεχνική και συλλεκτική της αξία, ώστε να γίνει στόχος αρχαιοκαπηλίας; Το γεγονός είχε κάνει μεγάλη αίσθηση στην κοινωνία της Ασίνης, διότι η εικόνα θεωρείτο θαυματουργή. Έχουμε επίσης σαφή αναφορά σε ύπαρξη άλλου, παλαιοτέρου ναού της Παναγίας στο Καστράκι και συγκεκριμένα την εποχή λίγο πριν και κατά την επανάσταση του 1821, σε παράδοση καταγεγραμμένη από τον Πάνο Λιαλιάτση18, ενώ ο σημερινός είναι γνωστό ότι οικοδομήθηκε μετά την ελληνική ανεξαρτησία. Ο ναός της Κοίμησης, η «Παναΐτσα» όπως την αποκαλούν οι Ασιναίοι, ακόμα και με τα σημερινά μέτρα σύγκρισης είναι αρκετά ευμεγέθης και γίνονται εκεί πολλές ιεροπραξίες (γάμοι, βαπτίσεις). Γιατί τότε να λέγεται «Παναΐτσα» και όχι  «Παναγιά», όπως αντίθετα ονομάζεται η γύρω και η εγγύς παραλιακή αγροτική περιοχή της Ασίνης; Αυτό οδήγησε τους σύγχρονούς μου να φαντάζονται ότι εκεί προϋπήρχε κάποιο ναΰδριο της Παναγίας που αντικαταστάθηκε με τον σημερινό ναό.
- Η εκκλησία αφιερώθηκε στην Παναγία επειδή σ’ αυτήν ήταν αφιερωμένο το εκκλησάκι της κατακόμβης,
είχα ακούσει να λένε πριν πάρα πολλά χρόνια, εκλαμβάνοντας ως κατακόμβη ένα πλησίον μικρό αρχαίο όρυγμα, που δίνει την εντύπωση υπόγειου απόκρυφου χώρου, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για μια τρίχωρη δεξαμενή. Όμως κατά τις εργασίες ανάδειξης του αρχαιολογικού χώρου που έγιναν τα τελευταία χρόνια απεκαλύφθησαν στη θέση του σημερινού τα ίχνη βυζαντινού μεγαλύτερου ναού, που εκτιμάται ότι επρόκειτο για τρίκλιτη Βασιλική, μέρος των θεμελίων του οποίου είναι ορατά πλέον πλάι στη βόρεια πλευρά.
   
   
Εκείνη λοιπόν, η μεγαλύτερη ήταν η «Παναγιά», και  η σημερινή πράγματι η «Παναΐτσα». Εκείνος ήταν ο ναός του Παλαιοκάστρου που συναντούμε το 1696 στη ενετική εκκλησιαστική απογραφή19 ως έδρα τότε της ενορίας Παλαιοκάστρου, Τζαφέρ αγά, Σπαϊτζίκου και Λούτζι, αν και οι περισσότεροι ενορίτες κατοικούσαν στο εσωτερικό με το Τζαφέραγα να υπερέχει όλων πληθυσμιακά. Μόνη εξήγηση είναι ότι κάποια παμπάλαια παράδοση όριζε εκεί την ενοριακή έδρα της περιοχής, παράλληλα με το μοναστικό κέντρο, την αγια-Σωτείρα που επίσης απογράφεται. Μήπως λοιπόν το αρχαίο κάστρο ήταν η αφετηρία της επισκοπής, πριν αυτή διεκπεραιωθεί στην απέναντι νησίδα; Ο μακαριστός μητροπολίτης μας Χρυσόστομος Δεληγιανόπουλος12 μας λέει ότι:

«Εἰς τοῦτο μαρτυρεῖ καί ἀρχαία παράδοσις μεταφερομένη συνεχῶς ἀπό στόματος εἰς στόμα, ὅτι δηλαδή ἐν τῆι ἡμετέρα Ἀσίνῃ ὑπῆρχε ἄλλοτε Ἐπισκοπή καί Ἐπίσκοπος».

Ας περάσουμε τώρα σε μια αναφορά περί Επισκοπής Ασίνης σε Τακτικό του Πατριαρχείου της Κων/πόλεως. Τα εκκλησιαστικά Τακτικά είναι επίσημα κείμενα που αποτυπώνουν την ιεραρχία των εκκλησιαστικών εδρών. Σε αυτά αναγράφονται περιοδικά οι έδρες ανά εκκλησιαστική επαρχία (στην περίπτωσή μας: στην εκκλησιαστική επαρχία Πελοποννήσου με έδρα την μητρόπολη Κορίνθου) με τη σειρά που έχουν κάθε φορά στην εκκλησιαστική διοίκηση20. Η αναφορά υπάρχει στο επονομαζόμενο «εικονομαχικό» τακτικό (Cod. Par. 1555A, № 3), που χρονολογείται στα μέσα ή τέλη του 8ου αιώνα.
Δεδομένου ότι κάποια Επισκοπή Ασίνης αναγράφεται μεταξύ μεσσηνιακών επισκοπών, η σειρά στο σημείο αυτό του καταλόγου εκλαμβάνεται και ως γεωγραφική, από σοβαρούς μελετητές, που θεωρούν ότι αφορά τη μεσσηνιακή Ασίνη, την μετονομασθείσα σε Κορώνη, παρ ότι στον κατάλογο αναφέρεται και επίσκοπος Κορώνης. Εκεί μετοίκησαν υπό την πίεση των Σλάβων οι κάτοικοι της παλαιάς Κορώνης (σήμερα Πεταλίδι) μεταφέροντας το όνομα της πόλης τους21. Όμως όπως προελέχθη η δυτική Πελοπόννησος ήταν που εβίωσε πιο έντονα και ενωρίτερα τις επανειλημμένες βαρβαρικές αυτές επιδρομές, από τον 7ο κιόλας αιώνα, άρα είναι λογικό να τοποθετήσουμε την μετοικεσία των Κορωναίων στην Ασίνη σε χρόνο προγενέστερο, συμπέρασμα που δεν συνηγορεί στην περί μεσσηνιακής Ασίνης εκδοχή της επισκοπής. Να μην ξεχνάμε ότι ο κατάλογος είναι κατά βάση ιεραρχικός και όχι γεωγραφικός. Αποτυπώνει την ιεραρχία των εκκλησιαστικών εδρών, δηλαδή τη σειρά που είχαν οι επίσκοποί τους στην εκκλησιαστική διοίκηση. Έτσι δεν είναι περίεργο σε γειτονικές επισκοπές να παρεμβάλλεται κάποια άλλης περιοχής και δεν είναι η μόνη περίπτωση. Στον ίδιο κατάλογο βλέπουμε π. χ. τις επισκοπές: νήσου Αίγινας ανάμεσα σε Επιδαύρου Λημηράς και Κυθήρων, νήσου Πιτυούσας (Σπετσών) μεταξύ Κυθήρων και Πατρών, Μαντινείας μεταξύ Κυπαρισίας και Μεθώνης κ. ά.

Ασίνη όμως υπήρχε και στη Λακωνία, όπου μετά την ελληνική επανάσταση και την ανεξαρτησία συναντάται επισκοπή Ασίνης (πριν Λαγίας) στη λακωνική παραλιακή Μάνη22. Δεν φαίνεται όμως να ήταν επισκοπή του μακρινού εκείνου παρελθόντος η οποία ανασυστάθηκε. Ο χριστιανισμός εκεί άργησε να πάει, οι κάτοικοι του Ταϋγέτου δεν είχαν δεχθεί τη νέα θρησκεία μέχρι τουλάχιστον την εποχή  του Βασιλείου Α΄ του Μακεδόνος (867-886). Μάλιστα ο Κ. Σάθας23  γράφει σχετικά: «Ενώ ο Πορφυρογέννητος διαβεβαιοί ότι επί του πάππου του Βασιλείου είχεν εκχριστιανισθή και η Μάνη, μεταγενέστερα και αυτού του Πορφυρογεννήτου αγιογραφικά μνημεία διαβεβαιούσιν ότι εν Λακωνία εβασίλευον άρχοντες μη χριστιανοί, τρομεροί μοναχοφάγοι (διώκτες των μοναχών). Ενώ ο ORIENS CHRISTIANUS καταγράφει την σειράν όλων των εν τη χριστιανική Ανατολή επεσκοπευσάντων, αι ελληνικαί επισκοπαί δεν έχουσι σειράς επισκόπων, αι πλείστοι δε ομολογούνται ως ιδρύματα της Τουρκοκρατίας…». Οι πολλές Επισκοπές της Μάνης ήταν πράγματι φαινόμενο της Τουρκοκρατίας και των πρώτων μετεπαναστατικών χρόνων. Όπως μου είχε εξηγήσει σε συνομιλία μας ο επί μακρόν θητεύσας εκεί μακαριστός πλέον πατήρ Γεώργιος Χώρας: «εκεί υπήρχαν τότε πολλά Καπετανάτα και ο κάθε Καπετάνιος ήθελε να έχει το δικό του Επίσκοπο» (πολύ εύστοχα το σχολίασε κάποιος άλλος συνομιλητής μου λέγοντας: «η πολιτική εξουσία έπρεπε να συμβαδίζει με τη θρησκευτική»).

Επανερχόμεθα τώρα στη δική μας Ασίνη και ας ξεκινήσουμε με το μόνο σίγουρο που έχουμε, την ύπαρξη εδώ της Επισκοπής Ορόβης την οποία βεβαιώνει το μολυβδόβουλο του 8ου αιώνα, δηλαδή τότε περίπου που συντάσσεται το προαναφερθέν εκκλησιαστικό Τακτικό. Πως εξηγείται η απουσία της από τον κατάλογο με τον τόσο μεγάλο αριθμό των 40 επισκοπών (!) της Πελοποννήσου;24 Μήπως δεν απουσιάζει αλλά επισήμως αναφέρεται ως Επισκοπή Ασίνης; Μη μας θολώνει την κρίση η σημερινή πραγματικότητα, νησί της Ασίνης ήταν, μαζί με τα άλλα γύρω νησάκια και νησίδες αποτελούσαν της νησιωτική Ασίνη.

Σκοπός της παρούσης εργασίας δεν είναι να αποδείξει οπωσδήποτε ότι η αναφερομένη στο Τακτικό επισκοπή ανήκε στην περιοχή μας, απλά θέτει το ερώτημα, προβάλλοντας τα όποια επιχειρήματα. Ίσως στο μέλλον προκύψουν περισσότερα στοιχεία και δοθεί μια βεβαία απάντηση. Άλλωστε η ιστορία των σκοτεινών χρόνων της Πελοποννήσου δεν έχει ακόμα γραφεί, βρισκόμαστε στο στάδιο της έρευνας. Η Πελοπόννησος των χρόνων εκείνων ακόμα αναζητά τον ιστορικό της. Προσωπικά θεωρώ ότι, ακόμα και αν δεν πρόκειται για την αναφερομένη στον κατάλογο,  υπήρχε στο αρχαίο κάστρο της αργολικής Ασίνης μια πρώιμη επισκοπή ή έστω κάποιας άλλης μορφής εκκλησιαστική διοίκηση που αναβαθμίστηκε σε επισκοπή, της οποίας η έδρα κατά την μετακίνηση του ποιμνίου της λόγω της σλαβικής πίεσης μεταφέρθηκε στην Ορόβη. Σε σχετική γενομένη συζήτηση ο επίσης μακαριστός Μηροπολίτης μας Ιάκωβος  Β΄ φέρεται ειπών:

-         Στην Ασίνη υπήρχε Επισκοπή, έχομε και λείψανα!


Μετά την τελική συντριβή των Σλάβων της Πελοποννήσου και την αποκατάσταση των Ελλήνων, ο Νικηφόρος Α συμπλήρωσε τον ελληνικό πληθυσμό εγκαθιστώντας εδώ εποίκους από άλλα μέρη της αυτοκρατορίας, γράφοντας έτσι τον επίλογο της πολυτάραχης εκείνης εποχής. Όμως, ένας άλλος, τελευταίος επίλογος της ίδιας εποχής, γράφτηκε μετά από ενάμισι και πλέον αιώνα με την ιεραποστολική δράση ενός «διαπρεπούς κήρυκα του θείου λόγου», του Νίκωνος του «Μετανοείτε». Ας δούμε πως αυτή παρουσιάζεται σε κείμενο της κ. Βούλας Κόντη25: «…πήγε στην Κρήτη, λίγο μετά την ανάκτησή της (961) από το Νικηφόρο Φωκά (…). Κατόρθωσε να τους επαναφέρει στην χριστιανική θρησκεία (…). Έπειτα από επτάχρονη παραμονή στην Κρήτη, αναχώρησε για την Πελοπόννησο, όπου ύστερα από περιπέτειες αποβιβάστηκε στον Δαμαλά, στην ανατολική ακτή της Αργολίδας. Αφού επιτέλεσε ιεραποστολικό έργο στην περιοχή, επισκέφθηκε διαδοχικά την Αθήνα, την Εύβοια, τη Θήβα, την Κόρινθο, το Ενόριον (σημερινό Αγιονόρι), το Άργος και το Ναύπλιο. Παντού κήρυττε τον θείο λόγο (…). Δυο χρόνια περίπου αργότερα, βρέθηκε ξανά στην Πελοπόννησο. Αρχικά πήγε στη «Δωριέων χώραν» (ίσως η Τσακωνιά…). Στη συνέχεια περιόδευσε στη μεσσηνιακή Μάνη, την Καλαμάτα, την Κορώνη, τη Μεθώνη, τη Μεσσήνη, την Κυπαρισσία και αλλού (…) ο Νίκων εγκαταστάθηκε στη Λακεδαιμονία και ίδρυσε ναό του Σωτήρος, της Θεοτόκου και της Αγίας Κυριακής, δίπλα στον οποίο σε κελλί έζησε μέχρι το θάνατό του, πάνω από εικοσιπέντε χρόνια. (…). Η εποχή που ο Νίκων αρχίζει το ιεραποστολικό του έργο στην Κρήτη και στην Πελοπόννησο, είναι περίοδος σημαντική για την ενίσχυση και την εδραίωση της χριστιανικής θρησκείας στις περιοχές αυτές. Πράγματι, η μεν Κρήτη έχει μόλις ανακαταληφθεί από τους Βυζαντινούς (…). Αντίστοιχα η Πελοπόννησος έχει υποστεί τις σλαβικές επιδρομές (…). Έτσι, το έργο του οσίου ήταν η ενίσχυση του χριστιανικού φρονήματος στον ντόπιο  πληθυσμό και ο εκχριστιανισμός των «εθνικών» και άλλων».
Βλέπουμε ότι: 150 και πλέον έτη ύστερα από τη λήξη του «σλαβικού επεισοδίου» στην Πελοπόννησο, εξακολουθούν ακόμα και στη Ναυπλία να είναι έντονα τα σημάδια που άφησε αυτό, ώστε, τελικά, ο Νίκων ο «Μετανοείτε» χρειάστηκε να συμπεριλάβει και αυτήν ανάμεσα στους σημαντικούς σταθμούς της ιεραποστολικής του δράσης [μάλιστα στην πρώτη περιοδεία του η Αργολίδα ήταν αρχή (Δαμαλάς) και τέλος (Άργος και Ναύπλιο)] και σίγουρα τα ανωτέρω είναι μια ισχυρή απόδειξη της βασιμότητας όσων υποστηρίζω στην παρούσα εργασία.
Ύστερα από αυτά, νομίζω ότι χρειάζεται περεταίρω ανίχνευση και προβολή του «σλαβικού επεισοδίου» της μεσαιωνικής μας ιστορίας στην πλήρη και αντικειμενική του διάσταση. Ενός «επεισοδίου» που έφερε πάρα πολύ μεγάλη αναστάτωση στη ζωή των Ελλήνων της εποχής εκείνης, χωρίς να εξαιρείται ο τόπος μας, παρήλθε όμως χωρίς ουσιώδεις συνέπειες για την Ελληνική μας ταυτότητα. Χαρακτηριστικό το απόσπασμα απο την επίσημη αναφορά της ελληνικής αντιπροσωπείας στη Σύνοδο της Φλωρεντίας:

«Και μηδέν οίεσθε μικρόν και αδρανές το Γραικών είναι γένος. Αυτό μεν γαρ ίσως καθ’εαυτό, χρόνους ήδη συχνούς πολιορκηθέν, ωλιγώθη τε και εκακώθη, αλλ’ ούκ εις τέλος εξετρίβη, φυλλάτει γαρ εκ μέρους αυτό Κύριος».

Ηλίας Κ. Μηναίος
       
Εργασία μου επί του ιδίου θέματος, με διαφορετική μορφή, έχω δημοσιεύσει στα «Ναυπλιακά Ανάλεκτα» VII, έτους 2009, του δήμου Ναυπλιέων. Μεγάλο μέρος του κειμένου της έχει μεταφερθεί εδώ αυτούσιο, συμπληρωμένο με στοιχεία που έχουν προκύψει από περαιτέρω έρευνά μου καθώς και από την αποκάλυψη των θεμελίων βυζαντινού ναού στο Κάστρο της αρχαίας Ασίνης. Τρόπον τινά η παρούσα αποτελεί διασκευή της προηγουμένης. Άλλωστε η έρευνα δεν σταματάει ποτέ!..

Βιβλιογραφία – σχόλια – παρατηρήσεις

1. Κλαύδιος Πτολεμαίος  «Γεωγραφικὴ Ὑφήγησις», εξάτομο έργο του 150 μ. Χ.
2. Στράβων (63 π. Χ. – 23 μ. Χ.), «Γεωγραφικά».
3. ERNST CURTIUS «PELOPONNESOS, EINE ISTORISCHE - GEOGRAPHISCE BESCHREIBUNG DER HALBINSEL. GOTHA 1851».
4. Καρλ Χοπφ «Οι Σλάβοι στην Ελλάδα», εκδ. «Νέα Σύνορα» Αθήνα 1995.
5. Κώστα Καλοκαιρινού «Ιστορία Ρωμαϊκή και Μεσαιωνική από το 146 π. Χ. ως το  1453 μ. Χ.» ΟΕΔΒ Αθήναι 1965.
6. Επαμεινώνδας Χρυσανθόπουλος «Περί του «Χρονικού τής Μονεμβασίας»».
7. Άννα Αβραμέα, «Ανέκδοτα μολυβδόβουλλα από τα νησιά του Αργολικού κόλπου», ΕΙΕ/ΙΒΕ  «ΣΥΜΜΕΙΚΤΑ» τόμ. 10ος Αθήνα 1996.
8. Μιχαήλ Γ. Λαμπρυνίδου «Η Ναυπλία», σελ. 17-18, έκδ. Β΄, Αθήναι 1950, τύπ. Κλεισιούνη.
9. Είναι πάμπολλες οι όμοιες περιπτώσεις, τόσο σε τοπικό πλαίσιο όσο και ευρύτερα, που, οι κάτοικοι της χερσαίας  χώρας, σε κάθε τέτοιο μεγάλο κίνδυνο είχαν για καταφύγιο το γειτονικό νησί, αλλά μόνο για όσο χρονικό  διάστημα δεν αισθάνονταν ασφαλείς στη χερσαία περιοχή. Ιδού η πλέον γνωστή, αυτή των Αθηναίων, όπως την αναφέρει στο έργο του: «Αρβανίτες, οι Δωριείς του Νεωτέρου Ελληνισμού» σελ. 241, ο Κ. Η. Μπίρης: «Γενικά, σε κάθε κίνδυνο, σε κάθε ανάγκη, σε κάθε μεγάλη περίστασι οι Αθηναίοι είχαν καταφύγιό τους την Κούλουρη. Τόσο, ώστε η Αθηναϊκή λαογραφία έπλασε, μ’ αυτήν την αλήθεια, την παροιμιώδη έκφρασι, που την χρησιμοποιούμε ακόμη σε τέτοιες περιστάσεις: «πήγε η ψυχή μου στην Κούλουρη!».
10. Άννα Αβραμέα «Η παλαιοχριστιανική και πρωτοβυζαντινή Πελοπόννησος» / ΕΙΕ/ΙΒΕ «Οι μεταμορφώσεις της Πελοποννήσου 4ος-15ος αι.»
11. Στα παιδικά μου χρόνια παίζαμε ένα πολύ ενδιαφέρον παιχνίδι  που το λέγαμε «Τόκα», προφανώς από τον τραπεζικό όρο «τόκος». Σκοπός του παίκτη ήταν να αυγατίσει τα παλαιά κέρματα της μικρής συλλογής του (τόσο μικρής που χωρούσε στις τσέπες του). Θυμάμαι ότι κάποιοι επεδείκνυαν με καμάρι σπανιότατα παλαιά, που τα  λέγαμε «βυζαντινά» και τα οποία φυσικά «δεν τα παίζανε» ή αν ήταν μεγάλα τα χρησιμοποιούσαν μόνο για «μάνα» ώστε να μη διακινδυνεύουν την απώλειά τους.
12. Μητροπολίτης Αργολίδος κυρός Χρυσόστομος Β΄ (Χρυσόστομος Ι. Δεληγιαννόπουλος), σε βιβλίο του: «Ἡ Ἐκκλησία Ἄργους καί Ναυπλίας ἀπό τῆς συστάσεώς της μέχρι σήμερον», τεύχ. Α΄, έκδ. Χριστιανικής Εστίας Άργους 1957, που εξέδωσε όταν ήταν αρχιμανδρίτης-ιεροκήρυκας Αργολίδος.
13. Δικαίος Β. Βαγιακάκος, «Πρακτικά του Β΄ Tοπικού Συνεδρίου Αργολικών Σπουδών (Άργος 30 Μαΐου - 01 Ιουνίου 1986) – Παρατηρήσεις επί του σύγχρονου τοπωνυμικού της Αργολίδος», Αθήναι 1989.
14. Βαγγέλης Πανταζής «Ομηρική γεωγραφία και Ομηρική εποχή», κεφ: «Η αλλαγή των γεωγραφικών ονομασιών» (σ. 235-251), εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1996.
15. Liddell-Scott βορά: ἡ, (ἴδε βιβρώσκω) τροφή, κυρίως ἐπὶ τῆς τροφῆς τῶν σαρκοβόρων θηρίων (…), ἔπειτα ἐπί εὐωχιῶν καννιβαλικῶν (παρατιθεμένων κρεῶν ἀνθρωπίνων) ― σπανιώτερον ἐπὶ ἁπλῆς τροφῆς.
16. Γιώργος Θ. Καρδαράς, «Ιστορικά θέματα» τεύχος 2, σελ. 103-104, Δεκέμβριος 2001.
17. Μήπως οι μοναχοί της Αγίας Σωτείρας ήσαν αυτοί που συνέβαλαν ώστε να διατηρηθεί η ανάμνηση εκείνης της Επισκοπής; Αν πράγματι η Μονή της Αγίας Σωτείρας ήταν μετεξέλιξη εκείνης της Επισκοπής (την εποχή της υποθετικής αυτής μετεξέλιξης είχαν ήδη επικρατήσει οι μοναχοί στα ανώτατα εκκλησιαστικά αξιώματα) αυτό αποτελεί μια καλή απάντηση στο ερώτημα: πώς διετηρείτο η ανάμνησή της μετά από τόσους αιώνες;
18. Πάνος Λιαλιάτσης, «Πρακτικά του Α΄ Συνεδρίου Αργολικών Σπουδών (Ναύπλιον 04-06 Δεκεμβρίου 1976)» Αθήναι 1979.
19. Κωνσταντίνος Ντόκος, «Ἡ ἐν Πελοποννήσῳ ἐκκλησιαστική περιουσία κατά τήν περίοδον τῆς Β’ Ἐνετοκρατίας».
20. Εγκυκλοπαίδεια Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού.
21. Ηλίας Αναγνωστάκης "Οι πελοποννησιακοί σκοτεινοί χρόνοι: Το σλαβικό ζήτημα" / ΕΙΕ/ΙΒΕ «Οι μεταμορφώσεις της Πελοποννήσου 4ος-15ος αι.».
22. Κ. Σάθας «Ἕλληνες Στρατιῶται ἐν τῃ Δύσει», σ. 38.
23. Ηλ. Παπαθανασόπουλος, Μηνιαίο περιοδικό ιστορικής ύλης «ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ», τεύχ. 85/
24. Μόνο στη Μητρόπολη Κορίνθου ανήκαν 37 πελοποννησιακές επισκοπές, ενώ ακόμα 3 ανήκαν στη μητρόπολη Κεφαλληνίας(ως ευρισκόμενες σε κύριους σταθμούς κατά μήκος του θαλασσίου δρόμου Αδριατικής-Ιονίου-περίπλου Πελοποννήσου-βόρειας Εύβοιας, όπου βλέπουμε την Τροιζήνας αναφερομένη μεταξύ Μονεμβασίας και Κέρκυρας!).
25. Βούλας Κόντη «Νίκων ο Μετανοείτε», εφημ. «Η Καθημερινή» - ένθετο «7 ημέρες», 04 Νοεμβρίου 2001. 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.