Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου 2021

ΜΥΛΟΙ ΚΑΙ ΜΥΛΩΝΑΔΕΣ ΤΗΣ ΑΣΙΝΗΣ

Τα δημητριακά μαζί με το ελαιόλαδο και το κρασί απετέλεσαν το κυρίαρχο τρίπτυχο στη διατροφή των ανθρώπων από την προϊστορική εποχή. Η σειρά με την οποία αναφέρονται τα τρία αγαθά στη γνωστή φράση «σίτος, οίνος και έλαιον» είναι χρονολογική, αφού η πρώτη μεγάλη μεταβολή στην εξελικτική πορεία της διατροφής του ανθρώπου υπήρξε η καλλιέργεια και ανάπτυξη των δημητριακών (σιτηρών). Αυτά βοήθησαν στην ευκολότερη παραγωγή τροφής που μπορούσε μάλιστα να αποθηκευτεί, γι αυτό άλλωστε ετέθησαν υπό  την προστασία της θεάς Δήμητρας. Απαραίτητη διαδικασία για την επεξεργασία τους το άλεσμα. Για το  σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκαν διάφορες μέθοδοι και μέσα, από τους τριπτήρες  δηλαδή τα ιγδία (γουδιά) μέχρι τους μύλους που η σημασία τους για την επιβίωση των ανθρώπων υπήρξε πολύ μεγάλη. Πρώτο-ενδιάμεσο βήμα οι χειρόμυλοι, ακολούθησαν νερόμυλοι, ανεμόμυλοι, μύλοι  κινούμενοι από υποζύγια και τέλος οι κινούμενοι διά μηχανής, με πρώτη την ατμομηχανή.

                   Μυλόπετρα χειρόμυλου, εντοιχισμένη σε ζαρντινιέρα κήπου στην Ασίνη

Μάλιστα οι ανεμόμυλοι  και οι υδρόμυλοι θεωρούνται από τις πιο σημαντικές επινοήσεις στην ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού. Για τους πρώτους μας λέει ο Ξ. Λάνδερερ1, που υπήρξε καθηγητής του Οθωνίου Πανεπιστημίου και  αρχιφαρμακοποιός του βασιλιά Όθωνα:

«Ἡ ἐνέργεια τούτων εἶναι λίαν ἄτακτος καί ἐξαρτᾶται ἀπό τήν δύναμιν καί διεύθυνσιν τοῦ ἀνέμου. Οἱ ἀνεμόμυλοι πρέπει νά οἰκοδομῶνται ἐπί λόφων ἤ μεγάλων πεδιάδων, ὅπου ὁ ἅνεμος δέν κωλύεται ὑπό φυσικῶν ἐμποδίων, οἷον δασῶν, οἰκοδομῶν κτλ.»

Εγγύτατα της Ασίνης, ανατολικά,  υπάρχει ο λοφίσκος Μύλοι ή Μυλος (χρησιμοποιείται πότε ο πληθυντικός, πότε ο ενικός, τόσο στη σημερινή ζωή του τόπου όσο και στα παλιά συμβόλαια), τοπωνύμιο οφειλόμενο στους ανεμόμυλους που υπήρχαν εκεί κατά το παρελθόν αφού ο λοφίσκος μαζί με την εγγύς πεδινή περιοχή ήταν ιδανικά προς τούτο σημεία, με ικανότατο αιολικό δυναμικό. Ο αείμνηστος δημοσιογράφος ερευνητής και συγγραφέας Γιώργος Αντωνίου, ερευνώντας την κορυφή του λοφίσκου (μου έλεγε μάλιστα ότι κυριολεκτικά την ανέσκαψε ο ίδιος) είχε εντοπίσει τα ίχνη δυο ανεμόμυλων, μου είχε δείξει και φωτογραφία. Δυο άλλοι ανεμόμυλοι αναφέρονται στη θέση Χαλάσματα πίσω από τα υψώματα-Ντάπιες, όπου οδηγεί οδός με αφετηρία τη θέση Βορός, σε ένα πλάτωμα περίπου 200 μέτρα ανατολικά-βορειοανατολικά από το εκκλησάκι της αγίας Ειρήνης Χρυσοβαλάντου της ενορίας μας. Ίσως το τοπωνύμιο «Χαλάσματα» να οφείλεται στα υπάρχοντα εκεί ερείπια των μύλων μέχρι την ανακύκλωση του δομικού τους υλικού.  

Εκτός από τους ανεμόμυλους υπήρχε και υδρόμυλος στην κάθοδο προς την Ασίνη των υδάτων της πηγής Ντερβάκι, που λειτουργούσε κατά τους χειμερινούς μήνες όταν δυνάμωνε η ροή, αναφερόμενος ήδη από την β΄ ενετοκρατία. Εκτός από προφορική μαρτυρία έχουμε και σχετική  αναφορά από την Αγγελική Πανοπούλου2:

«Ο αριθμός των μύλων θα πρέπει να ήταν μεγαλύτερος, καθώς εντοπίστηκαν και άλλοι, όπως για παράδειγμα στο Θερμήσι, όπου καταγράφεται υδρόμυλος που λειτουργούσε μόνο για τρείς μήνες το χειμώνα, ενώ ένας δεύτερος μαρτυρείται στο ζευγολατιό Τζαφέρ Αγά* [*Ε.Β.Ε./Τ.Χ.Ο., Αρχείο Nani, 3926, φ. 713ν (1 Απριλίου 1703)]»

  

Στις φωτογραφίες αυτές απομεινάρι του υδρόμυλου, το οποίο ο σημερινός ιδιοκτήτης της περιοχής του έχει μεταφέρει και κοσμεί την αυλή του.

Στα ενετικά αρχεία υπάρχει αναφορά σε μύλους του Ζεφέραγα, από το οθωμανικό όνομα «Τζαφέραγα/Τζεφέραγα» της Ασίνης. Ήταν δεύτεροι σε σπουδαιότητα μετά από αυτούς του Κυβερίου, εξυπηρετώντας όχι μόνο τις ανάγκες της Ασίνης και των γύρω χωριών αλλά ακόμα και του Ναυπλίου, όπως μας πληροφορεί ο Κωνσταντίνος Ντόκος3:

«Εξάλλου, δεν χρησιμοποιούνταν μόνο οι μύλοι του Κιβερίου για την άλεση των σιτηρών του Ναυπλίου αλλά και οι λεγόμενοι μύλοι του Zefer ή Zafer Aga».

Ας επανέλθουμε όμως στο ομώνυμο ύψωμα, από το οποίο ξεκινήσαμε την περιήγησή μας. Ο τύπος «Μύλοι» του τοπωνυμίου απηχεί την εποχή που εκεί λειτουργούσαν δυο ανεμόμυλοι. Από  αυτούς στη συνέχεια απέμεινε ένας σε λειτουργία, που και αυτός προφανώς είχε παύσει τη λειτουργία του κατά την ύστερη οθωνική περίοδο αφού σε κείμενο της εποχής αναφέρεται ως «Παλαιόμυλος», συγκεκριμένα:

Κατά το τελευταίο έτος της οθωνικής περιόδου και ακριβέστερα  τον Φεβρουάριο του 1862 είχε εκδηλωθεί η λεγόμενη Ναυπλιακή Επανάσταση, κατ’ άλλους μια στάση υποκινούμενη από τους Άγγλους και τους Γάλλους με σκοπό την εκθρόνισή του Όθωνα. Ας δούμε πως περιγράφει η εφημερίδα των εξεγερμένων του Ναυπλίου «Ὁ Συνταγματικός Ἕλλην» την έλευση εδώ κυβερνητικής δύναμης συγκροτημένης από τον Κρανιδιώτη βουλευτή Μήτσα και τα γεγονότα της 21ης Φεβρουαρίου:

«Τό πρωτοπαλήκαρον ὁ Μήτζας (…) ἐπιβιβασθείς ἐκ νέοῦ εἰς τά ἀτμόπλοια, ἅπερ τόν μετέφερον εἰς Χαϊδάρι, τρεῖς ὥρας περίπου ἀπέχον τοῦ Ναυπλίου, καί ἐκεί κατέλαβε διαφόρους ὀχυράς θέσεις ὡς τόν Παλαιόμυλον καί τινας οἰκίας, καί ἔστησε τό αρχηγεῖον του, ἀφ ὅπου ἐσκόπει ν’ ἀρχίσῃ τήν πολιορκίαν τοῦ Ναυπλίου συνεργαζόμενος μετά τῶν ἀνταξίων τοῦ Μήτζα στρατηγῶν Χατζηπέτρου ἐστρατοπεδευμένου εἰς Κατζίγκρι καί Χάν είς Τίρυνθον (…). Τεσσαράκοντα τόν ἀριθμόν πολῖται, ὑπό τήν ὁδηγίαν τοῦ ὑπολοχαγοῦ Μάμαλη τεθέντες, ἐκίνησαν περί τήν 10 ὥραν τῆς πρωϊας, κατόπιν δ’ αὐτῶν ὁ ἐπιλοχίας Ἀζάπης μεθ’ ἐτέρων τριάκοντα· ἐβδομήκοντα καί δύο ὅθεν τό ὄλον ἄνδρες (…) περί την 1 μετά τήν μεσημβρίαν ὥραν μόλις ἀφιχθέντες εἰς Χαϊδάριον (…) ἀπνευστί ἐπετέθησαν (…) καί ἐνέπηξαν τήν σημαίαν των είς τό ἀρχιστρατηγεῖόν του, ἤτοι τόν Παλαιόμυλον, ἀφ ὅπου ὁ Μήτζας κατησχυμένος ἐξήλθε καί διευθύνθη κυνηγούμενος μέχρι τῆς παραθαλασσίας, ὅπου θαλασσωθείς, ἐμβαρκαρίσθη κακήν κακῶς εἰς τάς λέμβους τοῦ ἐκεί περιμένοντος ἀτμοπλοίου, βοηθηθείς εἰς τοῦτο ἀπό τό ζωηρόν καί διαρκές πῦρ τῶν κανονίων τοῦ εἰρημένου πλοίου (…) καί ἐπῆρε το φύσημά του….»4

Τα ίδια γεγονότα περιγράφονται σε πρόσφατα κείμενά ως εξής:

«Στις 21 Φεβρουαρίου τμήμα εκατό ενόπλων ατάκτων μεταφέρθηκε με πλοία από τους Μύλους (Λέρνης) και αποβιβάστηκε στο παραθαλάσσιο Τολό, απ’ όπου προήλασε μέχρι το χωριό Χαϊδάρι (σήμερα Δρέπανο). Εκεί το αντιμετώπισε αποτελεσματικά ένα τμήμα του επαναστατικού στρατού με τη συνδρομή ντόπιων χωρικών και το ανάγκασαν να υποχωρήσει και να επιβιβασθεί εκ νέου στα πλοία και  στη συνέχεια να απομακρυνθεί προς τους Μύλους (…). Στις 24 Φεβρουαρίου τρεις οπλαρχηγοί με τριακοσίους κυβερνητικούς ενόπλους ατάκτους επανήλθαν με πλοίο και αποβιβάστηκαν και πάλι στο Τολό απ’ όπου, ύστερα από τρίωρη σύγκρουση με τους επαναστάτες, κατέλαβαν τα χωριά Παναγίτσα, Καστράκι και Χαϊδάρι και τους υποχρέωσαν να αποσυρθούν στο χωριό Τζαφέραγα (σήμερα Ασίνη). Την επόμενη, οι περίπου εκατό επαναστάτες, πιεζόμενοι από την ισχυρή δύναμη των ενόπλων ατάκτων, οι οποίοι στο μεταξύ είχαν ενισχυθεί από κυβερνητικά στρατεύματα (διλοχία Πεζικού, Ιππικό και Πυροβολικό) αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν προς την Άρια. Η εν συνεχεία ανεπίτρεπτη σκαιά συμπεριφορά των ατάκτων οπλοφόρων οδήγησε τους ντόπιους χωρικούς να ζητήσουν καταφύγιο στο Ναύπλιο και την Πρόνοια…» [Χρήστος Σ. Φωτόπουλος5].

«Φαίνεται ότι αρκετοί κάτοικοι των χωριών της Επαρχίας Ναυπλίας «είχαν ασπαστεί» την Επανάσταση. Είναι αυτοί, άλλωστε, που υπέστησαν τη βία και την καταστροφή των περιουσιών τους από τους άτακτους οπλοφόρους των κυβερνητικών στις 25 Φεβρουαρίου 1862, μετά τη νέα αποβίβασή τους στο Τολό, υπό τους Απόστολο Κολοκοτρώνη, Μπούκουρα και Μήτζα» [Κωνσταντίνος Γ. Γκότσης6].

Τα κείμενα αυτά χρειάζονται κάποια ανάλυση για να μην δημιουργούνται παρανοήσεις, σαν και αυτή του κειμένου όπου ο συγγραφέας, παρασυρόμενος  προφανώς από τον τρόπο που περιγράφονται τα γεγονότα σε κάποιες πηγές, μας μιλάει εσφαλμένα για «αποβίβαση στο παραθαλάσσιο (προφανώς χωριό) Τολό» και «προέλαση μέχρι το χωριό Χαϊδάρι». Με μια επισκόπηση της περιοχής, σε συνδυασμό με τις δυο αυτές αναφορές, εύλογα προκύπτει το συμπέρασμα ότι στα κείμενα της εποχής εκείνης το τοπωνύμιο «Χαϊδάρι» χρησιμοποιείται ως σημείο αναφοράς, δηλαδή το χωριό αυτό ως έδρα και του δήμου Ασίνης της βαυαρικής εποχής εκπροσωπεί με το όνομά του ολόκληρη την περιοχή. Συνεπώς, η αποβίβαση μπορεί να έγινε σε οποιοδήποτε σημείο της αρχομένης τότε από τον όρμο Καστρακίου Ασίνης εκτεταμένης παραλίας του δήμου αυτού, ενώ, για τον ίδιο λόγο, ο Παλαιόμυλος μπορεί να βρισκόταν οπουδήποτε στον δήμο. Την ίδια διαπίστωση φαίνεται να κάνει και ο προαναφερθείς Κωνσταντίνος Γ. Γκότσης, αναφερόμενος σε περιοχή Χαιδαρίου και όχι σε χωριό:

«΄Ετσι, στη μάχη που δόθηκε στις 21 Φεβρουαρίου, κατά την αποβίβαση του Μήτζα εκ μέρους των κυβερνητικών στο Τολό και στην περιοχή Χαϊδαρίου(του σημερινού χωρίου Δρεπάνου), με το μέρος των εξεγερθέντων – υπό των Λώρη, Μάμαλη και Αζάπη συμμετείχαν στις ένοπλες αναμετρήσεις «μικρά αποσπάσματα στρατιωτών και χωρικών», που κατεδίωξαν τους άντρες του Μήτζα».

Επίσης, το αναφερόμενο Τολό δεν είναι ο οικισμός (που άλλωστε τότε ονομαζόταν Μινώα), αλλά ο μυχός του ομώνυμου κολπίσκου, το λεγόμενο τότε Πόρτο Τολό, που σε όλη την έκτασή του  αποτελεί έναν φυσικό λιμένα. Εκεί και ο όρμος Καστρακίου Ασίνης, το «βαθύ» του Ομήρου, το μόνο κατάλληλο τότε σημείο για αποβίβαση, δεδομένου του αβαθούς της δυτικότερης ακτής. Όσον αφορά τα αναφερόμενα τοπωνύμια «Καστράκι» και «Παναγίτσα», πρόκειται επίσης για το αρχαίο κάστρο της Ασίνης με το χώρο γύρω από αυτό συμπεριλαμβανομένου και του όρμου. Λόγω της ύπαρξης στο αρχαίο κάστρο ναού της Παναγίας (Κοίμηση της Θεοτόκου) χρησιμοποιείται για τον ίδιο χώρο και η ονομασία «Παναγίτσα» ή «Παναΐτσα», ενώ και η παρακείμενη ευρύτερη αγροτική περιοχή λέγεται Παναγιά. Οικισμός εκεί δεν υπήρχε, πάρα μόνον κάποιες μεμονωμένες κατοικίες Ασιναίων, άρα και εδώ γίνεται λαθεμένη χρήση του όρου «χωριά». Ύστερα από αυτά γίνεται σαφές ότι τα στρατεύματα αποβιβάστηκαν στον όρμο Καστρακίου αρχαίας Ασίνης. Στη συνέχεια προωθήθηκαν μέχρι το λοφίσκο Μύλος της σημερινής Ασίνης στον οποίο ο Μήτσας έστησε το αρχηγείο του, στρατηγικό σημείο της περιοχής όπου και οι Γερμανοί κατά την Κατοχή είχαν το στρατόπεδό και σώζονται σήμερα τα καταφύγιά τους. Για τα γεγονότα που συνέβησαν μετά την επάνοδο κυβερνητικών ενόπλων την 24ην Φεβρουαρίου, η εφημερίδα «Ὁ  Συνταγματικός Ἕλλην» προσθέτει και τις ακόλουθες λεπτομέρειες:

«…πλήν ἡ εἴδησις ὅτι τό σκυλολόγιον τοῦτο ὑπό τόν ἀντίχριστον Μήτζαν εἰσβαλόν διά νυκτός εἰς τό ἄφρακτον καί ἄοπλον χωρίον Τζεφέραγα, ἐβεβήλωσε τόν ἐκεῖ ἱερόν ναόν, κατακερματίσαν τάς εἰκόνας καί ἀφαιρέσαν πᾶν ὄ,τι πολύτιμον ἱερόν σκεῦος εἶχεν, ἡ εἴδησις λέγομεν αὕτη ἔκαμε τόν δεκαετῆ παῖδα καί τόν ὀγδοηκοντούτη γέροντα νά διψήσῃ αἴματος ἐχθρικού, αἴματος ἱεροσύλου (…).»7

Στο απόσπασμα αυτό έχουμε ένα δείγμα της αναφερομένης «ανεπίτρεπτης σκαιάς συμπεριφοράς των ατάκτων οπλοφόρων» που ανάγκασε τους Ασιναίους να καταφύγουν για την ασφάλειά τους στο Ναύπλιο και την Πρόνοια. Και είναι  φυσικό ότι υπέστη η Ασίνη τα αντίποινα, αφού στα  πρόθυρά της έγινε η πρώτη σύγκρουση που είχε ως συνέπεια την εκδίωξη των κυβερνητικών. Ώστε λοιπόν και το τοπωνύμιο «Παλαιόμυλος» με το ίδιο ύψωμα φαίνεται να ταυτίζεται, ίσως μάλιστα από αυτό προέκυψε το «Μύλος», απέμεινε δηλαδή μόνο το δεύτερο συνθετικό.

Τους ανεμόμυλους αυτούς κατεδάφισαν μέχρι  θεμελίων οι Γερμανοί για να μην έλκουν την προσοχή των αεροπόρων και γίνονται στόχος, αφού όπως προανεφέρθη είχαν εκεί το στρατώνα και τα καταφύγιά τους.

Για τους μύλους και τους μυλωνάδες της Ασίνης επιβίωναν στο χωριό και ενδιαφέρουσες ιστορίες που είχα ακούσει από μη επιζώντες πλέον και τις παρουσιάζω τοποθετώντας τες σε χρονική σειρά. Την ανάμνηση της πολύ μακρινής εποχής, τότε που λειτουργούσαν στο ομώνυμο λοφίσκο δυο μύλοι διατηρεί η ιστορία που μου είχε αφηγηθεί ο Κωνσταντίνος Ευαγγ. Καρμανιώλας, γνωστός και με το παρωνύμιο «Μπουρέκης»:

Είχαν λοιπόν κάποτε εκεί τους μύλους τους δυο μυλωνάδες. Ο ένας εξ αυτών όμως συνευρίσκετο ερωτικά με τη σύζυγο του άλλου, ώσπου κάποια ημέρα τους είδε ο απατημένος σύζυγος. Γεμάτος οργή άρχισε να καταδιώκει οπλισμένος τον μέχρι τότε φίλο και συνάδελφό του. Η καταδίωξη διήρκεσε μέχρι τις παραθαλάσσιες απόκρημνες παρυφές του υψώματος Μπαρμπούνα, όπου τον παγίδευσε πάνω στον πανύψηλο κοφτό βράχο που εξέχει πάνω από τη θάλασσα, λίγα μέτρα δυτικά από τα Κόκκινα Λιθάρια. Μην έχοντας άλλη επιλογή ο απειλούμενος, ερρίφθη από εκεί πάνω στη θάλασσα. Η πτώση του όμως ήταν θανάσιμη και από τότε ο βράχος αυτός έμεινε να ονομάζεται «Λιθάρι του Μυλωνά».

Την επόμενη, που μας μιλάει για το επίσης τραγικό τέλος ενός νεώτερου μυλωνά, μου είχε διηγηθεί ο μπαρμπα-Μήτσος Τσίρος, δείχνοντάς μου και ένα σχετικό έγγραφο της εποχής. Σύμφωνα με το έγγραφο ο μυλωνάς μας ή μυλωθρός, όπως αναφέρεται, λεγόταν Κωνσταντίνος Αθ. Κακής και ενυμφέυθη το 1883 την Ασιναία Δημητρούλα Ιωάν. Χελιώτη. Ατυχώς, δεν σκέφθηκα να ρωτήσω που είχε το μύλο του και τι είδους ήταν. Κάποια μέρα ο μυλωνάς μετέφερε με το γαϊδουράκι του σιτάρι για άλεσμα από το δρόμο που ενώνει τα Αλώνια της Ασίνης με το ύψωμα Κόντρα. Μόλις είχε περάσει το ρέμα και ανηφόριζε, ανάμεσα στα δυο Λιαλιατσαίικα λιοτρίβια – από τη μια πλευρά των Κουτσοπαρεδραίων και από την άλλη των Μακρυγιανναίων, όταν κάποιοι εκεί καβγάδιζαν για τα πολιτικά κόμματα. Από τους μεν εκσφενδονίστηκε μια μεγάλη πέτρα εναντίον των άλλων, που όμως δέχτηκε κατακέφαλα ο διερχόμενος μυλωνάς. Τον πήγαν  στο σπίτι του όπου χαροπάλευε για τρία μερόνυχτα ώσπου απεβίωσε. Σύμφωνα με μεταγενέστερες πληροφορίες (που τοποθετούν το περιστατικό του θανάσιμου τραυματισμού πλησίον του καμπαναριού, ενώ έφθανε στο σπίτι του), η καταγωγή του μυλωνά ήταν από την Θήβα. Είχε έρθει αναζητώντας εργασία μαζί με τον πρόγονο των Παναγαίων, νυμφεύτηκαν και εγκαταστάθηκαν εδώ. Κόρη του η παπα-Αναστάσαινα (Πρεσβυτέρα Ιερ. Αναστ. Ορφανού) που όταν συνέβη το μοιραίο ήταν τριών ετών, ενώ η σύζυγός του Δημητρούλα χηρεύοντας ξαναπαντρεύτηκε (οι μεταγενέστερες αυτές πληροφορίες προέρχονται από τον Ιωάννη Κυριάκου  Μπιτινή, απόγονο της Δημητρούλας, ενώ επιβεβαιώνονται και από την κυρα-Ελένη χήρα Κυριάκου Ορφανού).    

Ας περάσουμε τώρα στον τελευταίο χρονικά παραδοσιακό Ασινιώτικο μύλο, αυτόν των προαναφερθέντων Λιαλιατσαίων-Κουτσοπαρεδραίων, λίγο πιο πέρα από το ομώνυμο ύψωμα, στα ομαλά, επί της αγροτικής οδού, απέναντι από την Καλλιθέα (τ. Μουράταγα). Εκεί θα συναντήσουμε εργαζόμενο έναν συγγενή τους, Λιαλιάτσης και αυτός, που έμεινε στην ιστορία με το παρωνύμιο «Γιάνναρος». Την ιστορία του μου διηγήθηκε προ πολλών ετών ο αείμνηστος θείος μου Κώστας Νταντής γνωστός με το παρώνυμο «Τρικυμίας»:

Τα παλιά χρόνια συνηθιζόταν οι μαθητές του σχολείου να κάνουν κοινωφελείς εργασίες, όπως π. χ. να καθαρίζουν χωματόδρομους του χωριού από πέτρες και ότι άλλο δυσκόλευε τη διέλευση. Πλάι στο ξωπηγάδι, εκτός από την μεγάλη κυκλική πέτρινη γούρνα υπήρχε και μια ορθογώνια που όμως προεξείχε προς το δρόμο ώστε συχνά προσέκρουαν τα κάρα. Δάσκαλος του χωριού ήταν ο Θεόδωρος Γιαννακάκης (ο γερο-Γιαννακάκης, όπως τον αναφέρουν για να τον ξεχωρίζουν από τον ανεψιό του Δημήτριο που τον διαδέχτηκε). Ο δάσκαλος μαζί με τα πιο γεροδεμένα παιδιά μάταια προσπαθούσαν να στρέψουν λίγο τη γούρνα. Έτυχε τότε να περνάει από εκεί ο Γιάννης Λιαλιάτσης που ήταν άνδρας σωματώδης, σκληραγωγημένος και με πολύ μεγάλη μυϊκή δύναμη, ένας άλλος Κουταλιανός. Ο δάσκαλος τον καλεί λέγοντας:

-         Έλα Γιάννη, βάλε και εσύ ένα χέρι.

Αυτός όμως τους παραμερίζει όλους, πιάνει τη γούρνα με τις χερούκλες του, την ανασηκώνει και τη μετακινεί μόνος του. Έκπληκτος ο δάσκαλος του λέει:

-         Μωρέ εσύ δεν είσαι Γιάνννης, είσαι Γιάνναρος!!!

και από τότε έμεινε γνωστός με αυτό τον τύπο του ονόματός του.

Εργαζόμενος στο μύλο ένα πρωινό, ξυπόλητος όπως πάντα, πάτησε μια μεγάλη πρόκα που διαπέρασε το πόδι του. Δεν έδωσε σημασία αν και κάπως τον ενοχλούσε, συνέχισε κανονικά την εργασία του ως το βράδυ και όταν πήγε στο σπίτι λέει στη γυναίκα του:

-         Πάτησα ένα ασπράγκαθο, έλα να το βγάλεις.

Κοιτάζει αυτή και έκπληκτη αντί για ασπράγκαθο βλέπει την πρόκα, που για να την βγάλει χρειάστηκε τανάλια! Την επομένη πήγε κανονικά στη δουλειά του σαν να μην είχε συμβεί τίποτα!!!...


Πρόσφατα άκουσα και άλλες ιστορίες που μιλούν για τη μυϊκή δύναμη και αντοχή του. Όλες μαζί θα μπορούσαν να γεμίσουν μια ξεχωριστή εργασία.

Τους παραδοσιακούς αυτούς μύλους διαδέχτηκαν κατά τα μέσα του 20ου αι. οι μηχανοκίνητοι8, τέσσερις συνολικά, λόγω της μεγάλης εδώ σιτοπαραγωγής.  Ήταν οι μύλοι των:

  • Δημητρίου Κ. Μηναίου, στις εγκαταστάσεις του εργοστασίου κονσερβών, πλάι στην κατοικία του.
  • Τάσσου Ι. Φίλη απέναντι από το σπίτι του, εκεί όπου μέχρι πρόσφατα υπήρχε το κιόσκι της στάσης λεωφορείων.
  • Εμμανουήλ Σαμπαριώτη, στο κτίσμα στη είσοδο της αυλής του, πλάι στην οικία του τσαγκάρη. Πρόσφατα, κατά την επισκευή του, πριν ξανασοφατιστεί είχαν αποκαλυφθεί οι πλίθινοι τοίχοι του.
  • Αδελφών Ι. Κωστόπουλου (Μαστρογιανναίων) στη στροφή, απέναντι από το παλιό μπακάλικο Δαμιανού.

Μεταπολεμικά ένας-ένας έπαυσαν τη λειτουργία τους καθώς έφθινε η σιτοπαραγωγή, ενώ ήρθε και το βιομηχανικό αλεύρι. Μέχρι τότε η Ασίνη ήταν από τις κύριες σιτοπαραγωγικές περιοχές της Αργολίδας. Η γειτονιά μου ονομάζεται «Αλώνια» επειδή εδώ υπήρχε δίδυμο αλωνιών, το ένα πλάι στο άλλο. Ακόμα ένα μεγάλο υπήρχε κατηφορίζοντας ακριβώς μετά το παλιό  περίπτερο, όπως με είχε πληροφορήσει ο μακαρίτης Λεωνίδας Μαυραγάνης. Εκεί έκαναν τα παλιά χρόνια οι Ασιναίοι το αλώνισμα, με τα ζώα και τα δικράνια. Αργότερα ήρθαν οι αλωνιστικές μηχανές. Ένας Ασιναίος, ο Θάνος Χριστόπουλος μαζί με συνεταίρους του (Θάνος Χριστόπουλος & Σια) διέθεταν αλωνιστικό συγκρότημα, ενώ κατά καιρούς  έρχονταν και άλλα αλωνιστικά συγκροτήματα, μεταξύ των οποίων τα:

  • Τσιλιμίγκρα με έδρα το Ναύπλιον
  • Ευαγγ. Αθ. Γαλάνη & Υιών από το Λυγουριό
  •  Ιωάννου Κ. Δρίτσα από το Αδάμι
  • Αδελφών Ανδριανόπουλων & Σια από τα Πυργιώτικα.

                             Απόδειξη από το αρχείο του παππού μου

Μια από  τις ωραίες αναμνήσεις της παιδικής μου ηλικίας ήταν ο ενθουσιασμός μας  όταν έφερναν την αλωνιστική μηχανή, μηχάνημα θηρίο στα μάτια τα δικά μας τα παιδικά. Καθώς ένα μεγάλο τρακτέρ την έσερνε αργά-αργά πάνω στο κακό οδόστρωμα, έκαναν ένα χαρακτηριστικό θόρυβο που γινόταν αντιληπτός από μακριά και όλα τα παιδιά ξεφωνίζοντας από χαρά τρέχαμε στην δημοσιά όπου τα βλέπαμε εντυπωσιασμένοι. Το ίδιο τρακτέρ που την τραβούσε, κατά το αλώνισμα της έδινε κίνηση με έναν φαρδύ ιμάντα.

Την θυμάμαι ενώ λειτουργούσε, καταπίνοντας τα δεμάτια και ξεχωρίζοντας το σιτάρι από το άχυρο που έβγαινε σε δέματα. Βέβαια, η δική μου διασκέδαση όσον αφορούσε το σιτάρι ξεκινούσε μήνες πρωτύτερα, όταν ο παππούς μου μετά τη σπορά έκανε το σβάρνισμα. Τότε με άφηνε να κάθομαι επάνω στη σβάρνα ενώ την έσυραν τα άλογα!

ΤΟ  ΠΑΡΑΠΟΝΟ  ΤΟΥ  ΣΙΤΑΡΙΟΥ  

(Μια παράδοση της Ασίνης, που πρώτος κατέγραψε μια  παραλλαγή ο λαογράφος μας Κώστας Σεραφείμ9. Περιγράφονται όλα τα στάδια από τη σπορά μέχρι την κατανάλωση, μέσα από ένα υποτιθέμενο διάλογο του σιταριού με τη μάνα του, η οποία δικαιολογεί πάντα τους ανθρώπους για τον τρόπο που το μεταχειρίζονται):

                                Σιτάρι: Μανούλα μου οι άνθρωποι με ρίχνουν στο χώμα και με                      

                                             σκεπάζουν, με σπέρνουν.

                                Μάνα: Καλά σου κάνουνε.

                                Σιτάρι: Μόλις μεγαλώσω με θερίζουν.

                                Μάνα: Καλά σου κάνουνε.

                                Σιτάρι: Με δένουν δεμάτια.

                                Μάνα: Καλά σου κάνουνε.

                                Σιτάρι: Με φορτώνουν στα μουλάρια.

                                Μάνα: Καλά σου κάνουνε.

                                Σιτάρι: Με ρίχνουν στ’ αλώνι.

                                Μάνα: Καλά σου κάνουνε.

                                Σιτάρι: Με αλωνίζουνε.

                                Μάνα: Καλά σου κάνουνε.

                                Σιτάρι: Με αλέθουνε.

                                Μάνα: Καλά σου κάνουνε.

                                Σιτάρι: Μου ρίχνουνε νερό με πνίγουνε και με ζυμώνουνε.

                                Μάνα: Καλά σου κάνουνε.

                                Σιτάρι: Με πλάθουνε και με μαχαιρώνουν.

                                Μάνα: Καλά σου κάνουνε.

                                Σιτάρι: Με ρίχνουνε στο φούρνο και με ψήνουνε.

                                Μάνα: Καλά σου κάνουνε.

                                Σιτάρι: Με τρώνε.

                                Μάνα: Καλά σου κάνουνε.

                                Σιτάρι: Με ξανακόβουνε και με ξαναψήνουν δηλαδή με καψαλίζουν.

                                Μάνα: Έ παιδί μου, να μη σε χορτάσουνε;

   

Ηλίας Κ. Μηναίος

 

Παραπομπές:

1. Ξαυέριος Λάνδερερ, Καθηγητής ἐν τῳ Ὀθωνείῳ Πανεπιστημείῳ, Ἀρχιφαρμακοποιός τῆς  Α. Μ. κ.λ.π. Τεχνολογία ἤτοι Χημεία ἐφηρμοσμένη εἰς τάς Τέχνας - Περί κατασκευής ἀλεύρου (σελ. 224-227),  ἐν Αθῆναις, 1846,

2. Αγγελική Πανοπούλου, Το Territorio του Ναυπλίου: Η διαχείριση των αγροτικών και των φυσικών πόρων (τέλη 17ου – αρχές 18ου αι.), Ναυπλιακά Ανάλεκτα IX, σελ. 362, Ναύπλιο 2016.

3. Κωνσταντίνος Ντόκος, Καθηγητής της Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας - Αργειακή Γη, Επιστημονική και λογοτεχνική έκδοση του Πνευματικού Κέντρου Δήμου Άργους, τεύχος 2, Δεκέμβριος, 2004 // Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Β’ Βενετοκρατία, Ιστορία (…), 17 Μαρτίου, 2018,  θέμα: Κιβέρι – Μύλοι – Σκαφιδάκι.

4. Ὁ Συνταγματικός Ἕλλην - ἐφημερίς τῶν ἀρχῶν τῆς πρώτης Φεβρουαρίου, ανατύπωση από την μη κερδοσκοπική αστική εκδοτική εταιρία «Ἁπόπειρα», αρ. φύλλου 13,  Ναύπλιον 24  Φεβρουαρίου 1862.

5. Χρήστος Σ. Φωτόπουλος,  Η Ναυπλιακή Επανάσταση του 1862 – Το Στρατιωτικό μέρος, Ναυπλιακά Ανάλεκτα VIII, σελ. 123-124, Ναύπλιο 2013.

6. Κωνσταντίνος Γ. Γκότσης, Η Επανάσταση του 1862 και το Ναύπλιο, Ναυπλιακά Ανάλεκτα VIII, σελ. 86,  Ναύπλιο 2013.

7. Ὁ Συνταγματικός Ἕλλην ό. π., αρ. φύλλου 15,  Ναύπλιον 28  Φεβρουαρίου 1862.

8. Τον κατάλογο των μηχανοκίνητων μύλων οφείλουμε σε πληροφορίες του κουρέα μας Νικολάου Κ. Αργείτη, που πρόσφατα έφυγε από τη ζωή.

9. Κώστας Σεραφείμ, Λαογραφικά της Αργολίδας, σελ. 138-139, Αθήναι, 1981.

-       Οι έγχρωμες φωτογραφίες είναι δικής μου λήψης.

-      Τη φωτογραφία με το τρακτέρ δανείστηκα από το διαδίκτυο (ανάρτηση 8ης Ιουνίου Ελένης Τσάκωνα και Θωμά Μούζα στην ομάδα του fb «Αργοναυπλία-Ερμιονίδα-Τροιζηνία διαχρονικά και λαογραφικά»).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.