Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2020

ΑΓΙΑ ΣΩΤΕΙΡΑ ΑΣΙΝΗΣ, ΙΣΤΟΡΙΑ – ΜΥΘΟΣ – ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ



Η Μεταμόρφωση – Αγια Σωτείρα Ασίνης είναι ένας μικρός σταυρεπίστεγος ναός, καθολικό της μονής που λειτουργούσε εκεί μέχρι τα χρόνια της βαυαρικής αντιβασιλείας. Πρόκειται για αρχιτεκτονικό τύπο ναού όπου η κατά μήκος καμάρα διακόπτεται από μία δεύτερη εγκάρσια, σχηματίζοντας εξωτερικά το σχήμα του σταυρού, στο οποίο οφείλει και την ονομασία του. Αρχαιότερο δείγμα του είναι ο ναός της Αγίας Τριάδος στο Κρανίδι (1245). Για τον χρόνο οικοδόμησης του δεν έχουμε μαρτυρία. Από την εντός του ναού επιγραφή γνωρίζουμε ότι η αγιογράφηση έγινε «διά συνδρομῆς και κόπου» των κυρίων: Μιχαήλ Φανταλούρι, Διονυσίου μοναχού και Ανανήου μοναχού το 1570, δηλαδή την μεταβυζαντινή εποχή. Όμως η αγιογράφηση μπορεί να έγινε σε μεταγενέστερο χρόνο. Υπάρχει και το πολύ πιθανό ενδεχόμενο σε κάποια προηγούμενη φάση να ήταν άλλου τύπου ναός και αργότερα να έγινε μετασκευή του σε  σταυρεπίστεγο. Στην περίπτωση αυτή μπορεί να χρονολογηθεί σε χρόνο παλαιότερο από την εμφάνιση αυτού του ναοδομικού τύπου.

Κατά τη διάρκεια επίσκεψής μου στο χώρο αυτό, παρευρισκόμενος αρχαιολόγος βλέποντας τον τρόπο με τον οποίο συνδέονται η κατά μήκος στέγη με την εγκάρσια, τον οποίο βλέπουμε και στην πρώτη φωτογραφία, είπε ότι εξ αυτού ενισχύεται η πιθανότητα να ήταν πρωτύτερα άλλου τύπου ναός που μετασκευάστηκε. Χρειάζεται όμως ειδική μελέτη για την εξαγωγή ασφαλούς συμπεράσματος.


Ακριβώς πλάι στο ιερό του ναού, στη βόρεια πλευρά, υπάρχει πηγή μέσα σε λιθόκτιστη στοά, που το νερό της γεμίζει μεγάλη πέτρινη λεκάνη. Από αυτήν υδρεύονταν οι μοναχοί καθώς και ποιμένες της περιοχής, ενώ ήταν και μια εναλλακτική πηγή ύδρευσης της κοινότητας Ασίνης μέχρι λίγο μετά τα μέσα του 20ου αιώνα. Εκεί πηγαίναμε με τον πατέρα μου και γεμίζαμε τις πήλινες στάμνες που τις μεταφέραμε με το γαϊδουράκι. Το υπερχειλίζον καταλήγει σε μεγάλη δεξαμενή πλησίον της  νότιας πλευράς του ιερού, χρησιμοποιούμενο για άρδευση καθώς και για το πότισμα των ζώων.  Εκεί κοντά στάβλιζαν τα ζώα οι μοναχοί, ενώ λίγο δυτικότερα, πλάι στο υπόστεγο, λέγεται ότι ήταν το αλώνι τους.



Όσον αφορά τον ερειπωμένο σήμερα πύργο, λέγεται ότι ήταν πενταόροφος και κτίστηκε σε χρόνο μεταγενέστερο από την ίδρυση της μονής. Από το υψηλότερο σημείο είχαν οπτική επαφή με την εδώ κοντινή μικρή παραλία. Για την άμυνά τους, κυρίως από τους πειρατές, οι μοναχοί είχαν εκεί επάνω ζεματίστρα (αλλιώς καταχύστρα) για να ζεματίζουν όποιον επιχειρούσε να πλησιάσει με εχθρικές διαθέσεις. Παραπλεύρως του πύργου υπάρχουν τα ίχνη άλλων εγκαταστάσεων των μοναχών, όπως φούρνοι, μαγειρεία, τραπεζαρία κ. ά.



Από μια επισκόπιση της περιοχής, δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε ότι κάποια κτίσματα των εδώ γύρω ποιμενικών εγκαταστάσεων έχουν κτιστεί με ανακύκλωση του δομικού υλικού, συνηθισμένη πρακτική μέχρι και το πρόσφατο παρελθόν και υπεύθυνη για την απώλεια σημαντικών ιστορικών κτισμάτων.


Παραμονή και ανήμερα της εορτής της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος γίνεται ανέκαθεν μεγάλο θρησκευτικό και λαϊκό πανηγύρι. Τα παλιά χρόνια, όταν η μετακίνηση γινόταν πεζή και με τα γαϊδουράκια, λόγω της απόστασης διανυκτερεύαμε εκεί κατά οικογένεια, κάτω από ελιές και χαρουπιές, δειπνίζοντας με ψάρια λόγω της νηστείας.


Για τον προσδιορισμό της θέσης της Αγια Σωτείρας μας, σε παλαιότερα κυρίως κείμενα συνηθίζεται να χρησιμοποιείται ως σημείο αναφοράς η Καραθώνα. Την αναφέρουν δηλαδή ως Μονή Μεταμορφώσεως Καραθώνας. Αυτό ακούγεται κάπως παράξενα, δεδομένου ότι πρόκειται απλώς για δυο γειτνιάζουσες, ξεχωριστές όμως περιοχές και μάλιστα όπως θα δούμε η Καραθώνα ήταν αυτή που ανήκε, ιδιοκτησιακά, στην μονή. Όμως,  κατά τους αιώνες που ακολούθησαν τη διάλυση του μοναστηριού και μέχρι σήμερα, η Καραθώνα παρέμεινε εδώ το πλησιέστερο γνωστό σημείο αναφοράς. Τώρα αυτό σιγά-σιγά αλλάζει και όλο και περισσότερο την συναντούμε ως Αγια Σωτείρα Ασίνης.

Έως τη Β΄ ενετική κυριαρχία δεν έχω συναντήσει γραπτές πληροφορίες, εκτός βέβαια από την επιγραφή που υπάρχει μέσα στο ναό. Η επάνοδος των Ενετών βρήκε τη μονή όχι μόνο να έχει επιβιώσει κατά την εδώ Α΄ οθωμανική κυριαρχία (1540-1686) αλλά και να έχει σημαντική περιουσία.

Στις 22 Αυγούστου 1696, στα πλαίσια της εκκλησιαστικής απογραφής που έκαναν οι Ενετοί, απεγράφη η περιοχή μας. Εις το σχετικό έγγραφο του ηγουμένου της Αγίας Σωτείρας, όπου αναφέρεται λεπτομερώς η υπάρχουσα κτηματική περιουσία  της μονής, διαβάζουμε (αντεγράφη επακριβώς):

«1696 ἐν μηνί Αὐγούστου 22 Ἄναπλοι - μοναστήριον τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ.
εἰς τήν περιόχήν τοῦ κάμπου τοῦ Ἀναπλοίου τόσων ἀκόμη καί εἰς τό μετοχή του εἰς τόν Καραθώνα ὀνομαζόμενο Πρόδρομος τά ὅσα ὑποστατικά ἕχουναι τ' ανοθεν.
μέσα εἰς τήν περιοχήν τοῦ μοναστηρίου εἶναι κελεῖα χαλασμενα καί ἀχαλάστα καί ὁ πυργος μαζή 20 περιβόλη ἔνα μέ δενδρά διἄφορα παλαιὄθεν καρπερά. καί ελές δενδρά μέσα στό περιβόλη ρίζες 12 ἔχει καί τὀ μετὀχη τοῦ Σωτἠρος ὁ Πρόδρομος ἀχούρια 3 ζευγαριά 2 καί θηνῆ είς τόν τόπον τοῦ μοναστηρίου ονομαζόμενω Καραθώνας 1.
Καί τό σύνορο τοῦ μοναστηρίου κρατεῖ ἀπό τόν Παλαμήδει ἔως τὀ Κοτζινο Βράχο{ς} καί ἕως τούς Γόνους καί ἔως τόν Ἅγιον Γεὥργη ὡς καθῶς γράφουν τα γραμματα τοῦ μοναστηρίου τά παλαιά. 
ἔχει καί τόπον είς τό Ἀναύπλοι ἐμπρός είς την Μητρόπολην ἀμπέλη είς το Κούτζι στρέματα 3 στοῦ Μπολάτη χοράφη στρέματα 6 στό σύνωρο τῆς Ἄρηας χοραφία κομάτια δύο στρεματα 6 στό Παλαιὥκαστρο ἐλές ρίζες 30 στήν Μπαληά Γλυκια ελές ρίζες 17 στόν Ἄγιον Ἀθανάσιον ἐλές ρίζες 14 <σ>το Ξεροπιγάδον ελές ρίζες 14 στο Κατζίγκρι ελές μισές κομένες καί γεραῖς ρίζες 27 στοῦ Βενταρα χοράφι στρεματα 15 στό Λαιγουρίο στρέματα ἀμπέλι 2 στό Στεφάνι στρεματα ἀμπέλι 1 καί χοράφι στρεματα 2. 
Ἰ ω ά ν ν η ς   Ἰερεύς ὁ Σακελάριος καί ἡγούμενος τοῦ ανοθεν μοναστήριου βεβαιωνω».
«Επί του νώτου: Monasterio del Salvatore Nostro ά Caratona».

Οι Γόνοι είναι μια πλαγιά στα ενδιάμεσα και δεξιά της διαδρομής προς την μονή, λίγο μετά τη διασταύρωση με την οδό προς Ταλιώτι. Όσον αφορά τον εδώ αναφερόμενο «Κοτζινο βράχο», που συναντάται και ως  Κοκκινόβραχος, ευρίσκεται στα ορεινά της περιοχής Καραθώνας προς την κατεύθυνση του Ναυπλίου, όπου τα δίδυμα υψώματα απέναντι από το Παλαμήδι.


Η Ευτυχία Λιάτα στο βιβλίο της «Το Ναύπλιο και η ενδοχώρα του από τον 17ο στον 18ο αι.» αναφέρει ότι στην Αγια Σωτείρα ανήκε και ο Αγ. Νικόλαος στο Τολό (σελ. 66: «Μοναστική και εκκλησιαστική περιουσία……. Αγ. Σωτήρα…….»). Εκτιμώ ότι πρόκειται για το ναΐσκο στο Δασκαλειό που, σύμφωνα με πληροφορία που έχω, ήταν πρωτύτερα του Αγ. Νικολάου (υπάρχουν, καθώς λέγεται,  ίχνη στην  εικονογράφηση του τέμπλου) και έχει γίνει μετονομασία. Επίσης (σελ. 67)  την συγκαταλέγει  στα μεγάλα μοναστήρια, που είχαν περιουσία σε περισσότερες από μια περιοχές, απ’ όπου βρίσκονταν εγκαθιδρυμένα, και είχαν συγκεντρώσει μεγάλες εκτάσεις γης. Σε σχετικό πίνακα βλέπουμε:


Συγκρίνοντας τα στοιχεία αυτά με τη δήλωση της απογραφής βλέπουμε ότι αποκλίνουν όσον αφορά στον αριθμό των  περιοχών όπου υπήρχε ιδιοκτησία της  και στα στρέμματα. Προφανώς επί ενετικής διοίκησης μετεβλήθη η περιουσιακή της κατάσταση.  


Η Β΄ οθωμανική κυριαρχία που ακολούθησε (1715-1821), λόγω μεγάλων  θρησκευτικών περιορισμών που επεβλήθησαν είναι μια περίοδος ζοφερή για τους χριστιανούς, τουλάχιστον μέχρι το έτος ορόσημο 1779 που η κατάσταση άρχισε να αλλάζει προς το καλύτερο. Δεν γνωρίζουμε την τύχη της μονής τα χρόνια εκείνα, το βέβαιο είναι ότι το δεύτερο έτος της Επανάστασης (1822) την βρίσκει ερειπωμένη. Στα έγγραφα της Επανάστασης αναφέρεται κάποιος ιερωμένος αγωνιστής, ο Αγάπιος Σιναΐτης από την Άνδρο, που υπήρξε ανακαινιστής και ηγούμενός της. Εξ αυτού συμπεραίνω ότι εφόσον ήταν επισκευάσιμη  δεν πρέπει να είχε καταστραφεί πριν πολύ καιρό. Πιθανώς η ερείπωση ήταν αποτέλεσμα των γεγονότων της Επανάστασης, στην οποία ως γνωστόν πήραν τα όπλα και οι μοναχοί. Τις πληροφορίες για τον Αγάπιο συναντούμε σε εργασία του μακαριστού Παπαγιώργη Χώρα που δημοσίευσε πριν γίνει ιερέας, υπό τον τίτλο : Κληρικοί και Μοναχοί της Αργολίδας στον Αγώνα της Εθνικής Παλιγγενεσίας. Εκεί διαβάζουμε:

«Εξ ίσου γνωστός (μεταξύ των αγωνιστών ιερωμένων της Αργολίδας) είναι ο Αγάπιος Σιναΐτης από την Άνδρο, διορισμένος από τον Ιούλιο του 1824 ηγούμενος της παραθαλάσσιας Μονής Μεταμορφώσεως Καραθώνας (...). Ο Αγάπιος είναι γνωστός στην Ναυπλία από το δεύτερο έτος της Επανάστασης (1822) ως «άνθρωπος γενναίων αισθημάτων, προτιθέμενος να συνεισφέρει πολλάς καταθέσεις εις το εθνικόν ταμείον» δεδομένου ότι, σύμφωνα με τη συστατική περί αυτού επιστολή των Εφόρων (Δημογερόντων) Άργους: Ο Αγάπιος «έκαμε μεγάλες εκδουλεύσεις εις το ημέτερον γένος και έχει αξιολόγους χρηματικάς καταθέσεις εις πολλά μέρη (…)». Γνωρίζουμε ακόμη ότι ο Αγάπιος εγκαταστάθηκε στη Μονή Καραθώνας, με τη συγκατάθεση των Ναυπλιωτών, αμέσως μετά την άλωση του Ναυπλίου (Δεκέμβριος 1822) και ότι τη βρήκε ερειπωμένη και την ανακαίνισε με προσωπική του δαπάνη
Ώστε λοιπόν, ο Αγάπιος εγκαταστάθηκε στη μονή ανακαινίζοντάς την το 1822, ενώ διορίστηκε και ηγούμενός της το 1824. Δεν υπήρξε όμως ο τελευταίος. στα Αρχεία της Επαρχιακής Δημογεροντίας Ναυπλίου (1828-1829) υπάρχουν έγγραφα στα οποία αναφέρεται ηγούμενος της αγια Σωτείρας μας ονομαζόμενος Αρσένιος (εισερχόμενο του 1828 υπ' αύξ. αρ. 1173), ενώ ο ηγούμενος της μονής Αυγού ονομάζεται Αγάπιος (εισερχ. του 1829 υπ' α/α 1474 και 1511). Είναι πολύ πιθανό επειδή όπως είδαμε ο Αγάπιος είχε κάμει "μεγάλες εκδουλεύσεις εις το ημέτερον γένος" να μετακινήθηκε στο μοναστήρι του Αυγού που ήταν μεγαλύτερο και στην αγια Σωτείρα να ανέλαβε καθήκοντα ηγουμένου ο Αρσένιος, που καθώς φαίνεται ήταν και τελευταίος. Αν μάλιστα πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο που συναντάται σε κάποια άλλα έγγραφα των ιδίων Αρχείων (εισερχ. του 1829 υπ' α/α 1278 και 1310) ως "Ἀρσένιος ἱερομόναχος Μεγασπηλαιότης", είχε προηγουμένως μονάσει στο Μέγα Σπήλαιο.

Στα ίδια Αρχεία συναντούμε τα εξής σχετικά έγγραφα, από τα οποία προκύπτει ότι υπήρχαν προβλήματα μεταξύ της μονής και των ποιμένων:

  • «Έγγραφο της Δημογεροντίας ἀριθμός 974. 
Πρός τούς κατά τήν Καραθῶνα Ποιμένας. 
Ναύπλιο 14 Δεκεμβρίου 1828. 
 ἡγούμενος τοῦ Μοναστηρίου τῆς Μεταμορφώσεως ἀναφερόμενος παραπονεῖται, ὅτι εἰς τήν γῆν τοῦ Μοναστηρίου εἰς τό ὁποῖον ἡγουμενεύει, αὐθεραίτως σεῖς βόσκετε τά ποίμνιά σας βλάπτοντες τά σπαρτά τοῦ Μοναστηρίου, μήτε στέργοντες νά συμφωνήσετε μέ αὐτόν διά τό συνηθισμένον εἰς τήν ἰδιόκτητον γῆν περί βοσκημάτων δόσιμον, προβάλλοντες πρός αὐτόν ἄλλα τῶν ἄλλων. ἄν τόν περί βοσκημάτων δασμόν κατήργησεν ἡ Ἐθνική Συνέλευσις, ἐννοεῖται ὅσον ἀπέβλεπε τό δικαίομα τῶν ἐνοικιαστῶν, ὄχι ὅμως καί ἐκεῖνο τῆς ἰδιοκτησίας. Ἄν θέλετε λοιπόν νά βόσκεται τά ποίμνιά σας εἰς τήν γῆν τοῦ Μοναστηρίου χρεωστεῖτε νά συμφωνήσετε μέ τόν ἡγούμενον διά τό συνηθισμένον περί βοσκῆς δόσιμον, προσέχοντες νά μήν βλάπτετε τά σπαρτά του, ἀλλέως νά ἀναχωρήσετε μέ τά ποίμνιά σας ἀπό τήν ἰδιόκτητον γῆν τοῦ Μοναστηρίου διά νά μήν διωχθῆτε ὕστερον μέ στρατιωτικήν δύναμιν, ἀφοῦ τόν ἀποζημιώσετε καί δι’ ὅσα προηγουμένως τόν κατέφαγον σπαρτά τά πράγματά σας.
τῇ 14 Χβρίου 1828. Ἐν Ναυπλίῳ. οἱ Δημογέροντες».


  • «Έγγραφο 7 Μαρτίου 1829 Α/Α 1698 (περίληψις):
Ο Θεόδωρος Παναγιωτόπουλος (παραπονείται): Ὅτι ὁ τῆς Σωτήρας ἠγούµενος τόν ἀδικεῖ, µή δεχόµενος αὐτόν εἰς τόν περίβολον τοῦ Μοναστηρίου κατά τήν συµφωνίαν των ἀλλά ἀποδιώκει αὐτόν µή ἐλθούσης τῆς προθεσµίας».
Σε πρόσφατα δημοσιευθείσα απογραφή του 1828, στη Μονή Μεταμορφώσεως ασκήτευαν δυο μοναχοί, εκ των οποίων ο ένας ήταν ίσως ο τελευταίος της ηγούμενος Αρσένιος.

Πίσω από το ιερό του γειτονικού Αη Γιώργη, προς την νότια πλευρά, θυμάμαι ότι υπήρχε τάφος κάποιου μοναχού, μάλλον ηγουμένου, με επιτύμβια πλάκα στην οποία υπήρχε χαραγμένη επιγραφή. Προ ετών επισκέφτηκα το χώρο και είδα ότι εκεί έχουν ρίξει τσιμέντο. Μια παράδοση λέει ότι κάποια εποχή και στον Αη Γιώργη ασκήτευαν κάποιοι μοναχοί. Ήταν σαν μικρό μοναστήρι πλάι στο μεγάλο. Μια νύκτα ένας μοναχός του μεγάλου μοναστηριού πήγε εκεί, έκλεψε μια κατσίκα. Κατά την επιστροφή όμως, παρ’ ότι η απόσταση ήταν μικρή, όσο και αν βάδιζε  δεν μπορούσε να φτάσει. Τον πήρε το ξημέρωμα και κατάλαβε ότι βαδίζοντας βρισκόταν συνεχώς στο ίδιο σημείο. Τότε επέστρεψε την κατσίκα, ζήτησε συγνώμη και έτσι μπόρεσε να επιστρέψει.

Λέγεται επίσης ότι η μονή της Αγια Σωτήρας επικοινωνούσε μέσω υπογείου τούνελ με το ναΰδριο της Παναγίας Κατακεκρυμμένης την Καραθώνα, που και αυτό αναφέρεται ως μετόχι της. Μάλιστα από την πλευρά της Καραθώνας το τούνελ ξεκινούσε από μια κρύπτη στο ιερό, την οποία πλέον έχουν σφραγίσει. Ίσως αυτό σχετίζεται και με μια ιστορία που λέει: όταν πλέον το μοναστήρι είχε κλείσει, με ορμητήριο την περιοχή του δρούσε ένας Ναυπλιώτης κλέφτης, ο Μανός. Τον καταδίωκαν οι χωροφύλακες αλλά αυτός κάπου κοντά στο κλειστό μοναστήρι μυστηριωδώς εξαφανιζόταν. Υπάρχει εκεί μια τρύπα μεγάλης διαμέτρου, που ίσως από κάποιο κρυφό σημείο επικοινωνούσε με το θρυλούμενο τούνελ. Η «Τρύπα του Μανού» έλεγαν, και έμεινε η ονομασία από τότε.

Φυσικά μια τέτοια περιοχή και με τέτοια ιστορία δεν θα ήταν δυνατό να μην έχει και το… φάντασμά της. Λέγεται ότι και στην κοντινή εδώ παραλία εμφανίζεται ο Αράπης, όπως τον ονομάζει η τοπική παράδοση της Ασίνης, που εξακολουθεί να ελπίζει ότι οι σύντροφοι του πειρατές θα επιστρέψουν να τον πάρουν μαζί τους. Σε κάποιο μακρινό παρελθόν, λένε, την εποχή των πειρατών, οι Ασιναίοι απέκρουσαν και κατεδίωξαν κάποιους από αυτούς, που επέδραμαν στο χωριό. Άθελά του ένας απεκόπη, έμεινε πίσω και δεν μπόρεσε να ακολουθήσει τους υποχωρούντες που σαλπάρισαν μη μπορώντας να τον περιμένουν. Οι Ασιναίοι τον έβλεπαν να αγναντεύει την περιοχή από την γυμνή απόκρημνη προεξοχή στο βουνό Τσάκαλι, «Του Αράπη το Λιθάρι» όπως ονομάζεται έκτοτε. Δεν τον πείραξαν, κάποτε εξαφανίστηκε και πίστεψαν ότι  μπόρεσε να διαφύγει, όμως ύστερα άρχισε να εμφανίζεται σαν φάντασμα, που σήμαινε ότι μη αντέχοντας στις κακουχίες είχε πεθάνει. Ακόμα τριγυρνά εδώ γύρω περιμένοντας τους συντρόφους του. Μάλιστα, στα τέλη της περασμένης δεκαετίας κάποιος ψαράς  από το Τολό ισχυρίστηκε ότι: βγαίνοντας από τη βάρκα του στη μικρή εδώ παραλία, στο μισοσκόταδο πριν το ξημέρωμα, αντίκρισε μπροστά του έναν αράπη αλλά μέχρι να συνέλθει από την έκπληξη αυτός χάθηκε.


Η μονή έκλεισε ύστερα από απόφαση των βαυαρικής αντιβασιλείας που εκδόθηκε στις 23 Ιουλίου/4 Αυγούστου του 1833, με την οποία διαλύθηκαν 412 από τα 500 μοναστήρια στην τότε ελληνική επικράτεια. Μεταξύ τους ήταν και η Αγία Σωτείρα, που η περιοχή της πωλήθηκε και έκτοτε είναι ιδιωτική.

Μια πινακίδα του εκκλησιαστικού συμβουλίου της ενορίας Αγ. Παρασκευής, του οικισμού Τσέλου της Ασίνης που έχει τη δικαιοδοσία στο χώρο αυτό, μας ενημερώνει για την κατάστασή της λίγους μήνες μετά την έκδοση του περί διάλυσης διατάγματος. Ότι σύμφωνα με έγγραφο της 12ης Μαρτίου 1834 του μητροπολίτη Αργολίδας Κυρίλλου προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδας, στη μονή μόναζαν δυο μοναχοί και είχε 2.414 στρέμματα γης, 54 ελαιόδενδρα και χοντρά ζώα 4. Όπως βλέπουμε, έξη μήνες μετά την απόφαση των Βαυαρών δεν είχε εκκενωθεί, εξακολουθούσαν να παραμένουν εκεί δυο μοναχοί, όσοι ήταν το 1828. Όμως είναι πιθανό στο μεταξύ διάστημα να είχαν προσέλθει και άλλοι που αποχώρησαν. Μάλιστα μια πληροφορία από την προφορική παράδοση μας λέει ότι, ύστερα από την εξέλιξη αυτή, ένας από τους μοναχούς εγκατέλειψε το μοναστικό βίο, ενυμφεύθη και έκανε οικογένεια στο Κατσίγκρι.


Στο οριστικό της κλείσιμο αναφέρεται ένας ενδιαφέρων τοπικός μύθος της Ασίνης που μου διηγούντο ο παππούς και η γιαγιά μου, ο οποίος με τον τρόπο του περιγράφει τα γεγονότα κατά την επιχείρηση απομάκρυνσης των μοναχών, οι οποίοι αντιστάθηκαν στην απόφαση των Βαυαρών. Έχω δημοσιεύσει σχετική εργασία μου από το καλοκαίρι του 1991 στο περιοδικό «Απόπειρα λόγου και τέχνης» υπό τον τίτλο: «Διάλυση μονής αγιας Σωτείρας Ασίνης, από το μύθο στην πραγματικότητα» που υπάρχει επίσης στην παρούσα ιστοσελίδα.


Ανωτέρω γενική άποψη της περιοχής κατά τα τέλη του 19ου ή αρχές του 20ου αιώνα, από ανάρτηση του φίλου Μπάμπη Αντωνιάδη στο facebook (29-03-2019).

Το παρόν κείμενο είναι βασισμένο στην ομιλία μου που έγινε εκεί στις 11-08-2018, ύστερα από πρόσκληση του Λαογραφικού Χορευτικού Ομίλου Ασίνης και Αγίας Παρασκευής «Το Καστράκι», εμπλουτισμένο με νεώτερα στοιχεία. 


Οι προηγούμενες έγχρωμες φωτογραφίες του ναΐσκου και του περιβάλλοντος χώρου είναι δικής μου λήψης του 1990, πριν οι παρεμβάσεις που έγιναν μετατρέψουν τον εξωτερικό χώρο σε μνημείο κακογουστιάς. Ανάλογες παρεμβάσεις έχουν γίνει και στο κάποτε ταπεινό γραφικό εκκλησάκι του αη Γιώργη. 


Την εκεί παραλία με φόντο τη βραχώδη προεξοχή – Λιθάρι του Αράπη – στη μέση της εικόνας, φωτογράφησα παραπλέοντας με κρουαζιερόπλοιο, καλοκαίρι του 2009.


Στη φωτογραφία του πατέρα μου βλέπουμε το παλιό λιτό καλοφτιαγμένο υπόστεγο, με τις λεπτές κολόνες που οι ραβδώσεις τους θύμιζαν αρχαίους κίονες. Στο αριστερό παραθυράκι πάνω από την είσοδο του ναΐσκου διακρίνεται ανάγλυφος σταυρός σε τετράγωνο μάρμαρο που πλέον δεν υπάρχει, έχει αφαιρεθεί. Άραγε ποίου νεόπλουτου την έπαυλη κοσμεί τώρα;…

Η ασπρόμαυρη φωτογραφία έτους 1930 με τους πανηγυριώτες, είναι από το οικογενειακό αρχείο Αναστασίου Κυριάκου Ορφανού τον οποίο ευχαριστώ.


Βιβλιογραφία

1. «ΣΥΝΑΞΗ» Τριμηνιαία Έκδοση Σπουδής στην Ορθοδοξία / Ένθετα Τέχνης, τεύχ. 95-96 (2005) / Νίκος Μουρμούρης, «Ιερός Ναός Αγίας Τριάδος Κρανιδίου».

2. Μιχ. Γ. Λαμπρυνίδου «Η ΝΑΥΠΛΙΑ», έκδοσις Β΄, σελ. 26, Αθήναι, τυπ. Κλεισιούνη 1950.

3. Κωνσταντίνου Ντόκου «Ἡ ἐν Πελοποννήσῳ ἐκκλησιαστική περιουσία κατά τήν περίοδον τῆς Β΄ Ἐνετοκρατίας. Ἀνέκδοτα ἔγγραφα ἐκ τῶν Ἀρχείων νετίας».

4. Ευτυχίας Δ. Λιάτα, «Το Ναύπλιο και η ενδοχώρα του από τον 17ο στον 18ο αι.», σελ. 66-67, Ακαδημία Αθηνών / Κέντρο Ερευνών του Μεσαιωνικού και Νέου Ελληνισμού, Αθήνα 2002.

5. Γεωργίου Αθ. Χώρα: «Κληρικοί και Μοναχοί της Αργολίδας στον Αγώνα της Εθνικής Παλιγγενεσίας», Ναύπλιο 1994, Περιοδική Έκθεση Πολεμικού Μουσείου/Παραρτήματος Ναυπλίου.

6. Γιώργος Χατζόπουλος, «Πληθυσμός Επαρχίας Ναυπλίας – 1828», cityofnafplio.com  5 Φεβρουαρίου 2020.

7. «Το Αρχείο της Επαρχιακής Δημογεροντίας Ναυπλίου (1828-1829)», Υπουργείο Παιδείας Έρευνας και Θρησκευμάτων / Γενικά Αρχεία του Κράτους / Αρχεία Νομού Αργολίδας, Επιμέλεια Δημήτρης Χ. Γεωργόπουλος, Ναύπλιο 2015.

8. Ηλίας Μηναίος, «Διάλυση μονής Αγίας Σωτείρας Ασίνης, από το μύθο στην πραγματικότητα»


Ηλίας Κ. Μηναίος



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.