Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2020

ΟΡΜΟΣ ΑΣΙΝΗΣ, ΠΑΝΑΡΧΑΙΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟΣ ΔΙΑΜΕΤΑΚΟΜΙΣΤΙΚΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΠΡΟΣΦΑΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ


«Η Ελλάδα δεν έχει δρόμους και κατά συνέπεια ούτε βιομηχανία, ούτε γεωργία, ούτε εσωτερικό  εμπόριο»
γράφει ο Γάλλος συγγραφέας, ζωγράφος και πολιτικός MAPROUST(1), στις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις από την Ελλάδα του 1857.

Πράγματι, το χερσαίο της οδικό δίκτυο ήταν τότε από ανεπαρκές έως ανύπαρκτο. Όμως η Ελλάδα έχει τη θάλασσά της, θάλασσα που ενώνει, πραγματική γέφυρα ανάμεσα στις πολυδαίδαλες ακτές και τα νησιά της. Εκτιμάται, μάλιστα, ότι γι’ αυτό το λόγο, επειδή η Ελλάδα περιβάλλεται από το υγρό στοιχείο και κατά συνέπεια κύριο ρόλο έπαιζαν οι θαλάσσιες μεταφορές, δεν αναπτυσσόταν το χερσαίο οδικό δίκτυο. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ήδη το 1856 το ελληνικό ιστιοφόρο ναυτικό έχει φτάσει να αριθμεί 4.000 πλοία, 300.000 τόνων φορτίου με πλήρωμα 32.128 ναυτικούς. Δεν είναι τυχαίο ότι η νησιώτικη Ερμούπολη, στη Σύρο, θα γίνει η πρώτη βιομηχανική πόλη και θα παίξει πρωτοποριακό ρόλο στον ελληνικό 19ο αιώνα. Ήδη από το 1829, μετά την επιχείρηση εναντίον της πειρατείας που οργάνωσε ο Καποδίστριας, οι ελληνικές θάλασσες είναι και πάλι ελεύθερες στη ναυσιπλοΐα. Παράλληλα, ένα άλλο φαινόμενο, στη στεριά τώρα, γίνεται ολοένα και πιο ανησυχητικό. Πρόκειται για τη ληστεία, που ιδιαίτερα μετά το 1833 έγινε το πιο σοβαρό πρόβλημα κάθε κυβέρνησης. Έκτοτε, πλέον, οι θαλασσινοί δρόμοι είναι οι πιο ασφαλείς. Παντού, όπου μπορούν να προσεγγίσουν με ασφάλεια τα πλοία, λειτουργούν διαμετακομιστικοί σταθμοί. Ένας από αυτούς είναι και ο όρμος Ασίνης, διαχρονικός διαμετακομιστικός σταθμός από τα βάθη της αρχαιότητας:
«Ἡ περιοχή αὐτῆς τῆς πόλεως (Ναυπλίου) καί τῶν ἄλλων τῶν περί αὐτήν Ἀναβαθμός ἐλέγετο, εἰς τήν ὁποίαν ἦσαν ἀκόμη πόλεις Ἀσίνη, Εὔνη καί Νηρίς [...] κοινῶς Ἦρι.»(2)
γράφει ο λόγιος κληρικός Μελέτιος [Αναβαθμός=Σκάλα (στην περίπτωση αυτή: ναυτικός διαμετακομιστικός σταθμός)].

«… καἰ κατερχόμεθα εἰς τήν Ἀρχαίαν Ἀσίνην […]. Πρώτη ἐντύπωσις εἶναι ὅτι ὁ ἀσφαλής ὅρμος προσείλκυσε ναυτιλομένους, καί ἐμπόρους […] καί ἐδημιούργησαν ἐκεῖ κέντρον ἐξαγωγικού καἰ εἰσαγωγικοῦ ἐμπορίου»(3)

γράφει ο Ασιναίος καθηγητής Δ. Αργείτης.

Πράγματι, η Ασίνη έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην ιστορία ως ασφαλές και καλά προστατευόμενο λιμάνι, το αργότερο από την πρώιμη εποχή του χαλκού (3000 π. Χ. – 2000 π. Χ. περίπου). Ήταν μια από τις τρεις κυριότερες στην Αργολίδα βάσεις (Λέρνη, Τίρυνθα, Ασίνη) της βεβαιωμένης Πρωτοελλαδικής ΙΙ θαλασσοκρατίας στον Αργοσαρωνικό και στο Μυρτώο (2600 π. Χ. – 2200 π. Χ.), αποτέλεσμα μιας διαδικασίας που, φυσικά, είχε αρχίσει πρωτύτερα(4). Οι ανασκαφές στην Ασίνη απέδειξαν τις επαφές της με Κυκλάδες και Κρήτη από την Πρώιμη Πρωτοελλαδική Εποχή (ΠΕ Ι), ενώ επίσης, κάποια από τα ευρήματα που έφεραν στο φως σχετίζονται με αντίστοιχα στα μικρασιατικά παράλια (ακόμα και στην Τροία), της ίδιας εποχής, αλλά και γενικότερα της ΠΕ.
Εξακολουθεί να παραμένει από τους σπουδαιότερους σταθμούς σε μια εποχή εντατικού θαλασσίου εμπορίου μεταξύ συροπαλαιστινιακών ακτών, Αιγύπτου και Αργολίδας γύρω στα 1200 π. Χ. Όσον αφορά την εποχή αυτή, στην Ασίνη η αρχαιολογική σκαπάνη εκτός των άλλων έχει φέρει στο φως χαναανίτικες και αιγυπτιακές εισαγωγές, ενώ από το κυπρομυκηναϊκό ναυάγιο στο  ακρωτήρι Ιρίων ανελκύσθη κυπριακή, κρητική και ελλαδική/μυκηναϊκή κεραμική.

«Βγαίνει ένας δρόμος για την περιοχή αυτή, ένας ακόμα κρίκος της αλυσίδας, που είναι ο δρόμος του θαλασσινού εμπορίου και που περιλαμβάνει Δοκό, Ερμιόνη, Αγία Μαρίνα Σπετσών, Πόρτο Χέλι, Ίρια, Κάντια, Ασίνη»

δηλώνει στην εφημερίδα «ΕΘΝΟΣ» (19-10-1992) ο κ. Χαράλαμπος Πέννας, διευθυντής της έρευνας του ναυαγίου των Ιρίων.

«Λίγο πιο πέρα ήταν τα Ίρια και η Ασίνη. Δεν πρόλαβε να φτάσει. Έμεινε στο βυθό […] για 3200 χρόνια»

σχολιάζει η κ. Σοφία Τάραντου που έχει κάνει το ρεπορτάζ.

«Στην ιστορία της ύστερης Μυκηναϊκής και ύστερης Κυπριακής θαλασσοπορείας, το πλοίο των Ιρίων, ανεξάρτητα λιμένος απόπλου ή τελικού προορισμού, με τη βύθισή του μας έχει εφοδιάσει με ένα σταθερό σημείο στη γραμμή που συνδέει την μακρά απόσταση από τη Έγκωμη στην Ασίνη»

διαβάζουμε σε κείμενο του κ. Γιάννου Λώλου(5).

Παράστασις  πλοίου πάνω σε δοχείο που ευρέθη στην οικία G στην Ασίνη, είναι μια από τις δυο καλύτερες που έχουν βρεθεί και μας βοηθούν να γνωρίσουμε τη μορφή των πλοίων που ταξίδευαν τότε στην ανατολική Μεσόγειο:

«… όσον αφορά στη μορφή των πλοίων της εποχής, ειδική αναφορά γίνεται στην ύπαρξη απεικονίσεων πλοίων σε Υστερομυκηναϊκά αγγεία από δυο σημαντικότατες θέσεις, που ο Γιώργος Σεφέρης πέρασε στην ποίησή του: την Ασίνη της Αργολίδας και την Έγκωμη της Κύπρου»

γράφει επίσης ο κ. Λώλος(6).



Ας δούμε τώρα μια περιγραφή των αρχαίων λιμανιών από τον κ. Τάσο Τζαμτζή(7):

«Τα αρχαία λιμάνια […] δεν ήταν βέβαια τίποτε άλλο παρά προστατευμένα απ’ τους καιρούς σημεία, όπου τα μικρά καράβια μπορούσαν να βρουν καταφύγιο και να πάρουν νερό. Σοβαρά τεχνικά έργα δεν φαίνεται να κατασκευάζονταν. Οι αρχαίοι τεχνίτες προσπαθούσαν να «διορθώσουν» κατά κάποιο τρόπο τη φύση […] για να δώσουν στο λιμάνι μεγαλύτερη έκταση ή προστασία»

Και εδώ, δίπλα στο αρχαίο τείχος της Ασίνης, τα πλοία μπορούσαν να βρουν καταφύγιο και να πάρουν νερό από τις φλέβες που υπήρχαν γύρω από τον όρμο. Η τοπική παράδοση μιλάει για τις παρακάτω τρεις:
  • Μια στην πλαγιά της Μπαρμπούνας, πιο πάνω από τα Κόκκινα Λιθάρια και το Λιθάρι του  Μυλωνά, δίπλα σε ένα παμπάλαιο εκκλησάκι του Αγίου Σπυρίδωνα που καταστράφηκε από κατολισθήσεις. Τότε, με τις κατολισθήσεις και κάποια καθίζηση που, καθώς λέγεται, τις προκάλεσε, χάθηκε η φλέβα. Λόγω της εγκύτητάς της με το ναΐσκο το νερό της θεωρείτο αγίασμα, γι’ αυτό οι προσωρμιζόμενοι ναυτικοί προτιμούσαν να ανεφοδιάζονται από αυτήν, ενώ οι ντόπιοι πότιζαν τις προβατίνες τους για να γκαστρωθούν.
  • Μια άλλη υπήρχε στην ανατολική πλευρά του όρμου, χαμηλά, στα Λιμανάκια, δίπλα στο Λιθάρι της Νυχτερίδας: «- Το νεράκι του Κορδώνη», έλεγαν (ίσως από το όνομα παλαιότερου ιδιοκτήτη του μαγαζιού που αναφέρω παρακάτω).
  • Ακόμα, μπροστά στον όρμο, λίγα μέτρα από το ακροθάλασσο, υπάρχει και σήμερα το ρηχό πηγαδάκι όπου είχαν πιάσει μια τρίτη.
Σύμφωνα με μια αρχαία παράδοση, στην Ασίνη στάθμευσε για ανεφοδιασμό το πλοίο που μετέφερε τον Πάρι και την ωραία Ελένη στο ταξίδι τους για την Τροία. Φαίνεται ότι ο Παλαμήδης, από το γειτονικό Ναύπλιο, πληροφορήθηκε έγκαιρα τόσο τη βέβηλη πράξη του Πάρι που, φιλοξενούμενος ων, έκλεψε το θησαυρό και τη γυναίκα του Μενελάου, όσο και την άφιξη του πλοίου στην Ασίνη. Θα μπορούσε να κινητοποιήσει τους περιοίκους, οι οποίοι δεν γνώριζαν το φοβερό μυστικό που έκρυβε μέσα του το πλοίο και να εμποδίσει την αναχώρησή τους. Όμως δεν το έπραξε. Αργότερα ο Οδυσσέας θα τον κατηγορήσει και γι’ αυτό λέγοντας:

«ἀφικομένου δέ αὐτοῦ πάλιν εἰς Ἀσίνην, ἄγοντος τά χρήματα καί τήν γυναῖκα, ἔστιν ὅπου ἀντελάβου τινός ἤ βοῆι ἐσήμηνας τοῖς περιοίκοις ἤ βοήθειαν συνέλεξας; οὐκ ἄν ἔχοις εἰπεῖν, ἀλλά περιεῖδες Ἕλληνας ὑπό βαρβάρων ὑβρισθέντας»(8)

Έτσι, με αφορμή την απαγωγή αυτή, θα γίνει η εκστρατεία στην Τροία. Μεταξύ των άλλων Ελλήνων που εκστράτευσαν ήσαν και οι Ασιναίοι, όπως βλέπουμε στον «Κατάλογο Νεών» (Ομήρου Ιλιάς Β560). Η τοπική προφορική μας παράδοση θέλει τα πλοία τους να είναι επτά.

Την επιστροφή από την Τροία της δύναμης του Διομήδη, γιού του Τυδέα, στην οποία ανήκαν και οι Ασιναίοι, περιγράφει ο Νέστορας αφηγούμενος στον Τηλέμαχο και στην Αθηνά-Μέντη, στην Γ΄ της Οδύσσειας (οι στίχοι σε μετάφραση)(9):

«Εγώ όμως, μ’ όσα γλήγορα καράβια μ’ ακλουθούσαν,
προχώρησα, γιατί έβλεπα κακές δουλειές της μοίρας.
Μαζί κι ο πελεμόχαρος γιος του Τυδέα κινούσε
με τους συντρόφους του, κι αργά ξοπίσω κι ο Μενέλαος
(…)
την ψαροθρόφα θάλασσα πέρασαν τα καράβια
κι αράξανε στη Γεραιστό τη νύχτα, κι εκεί τότες
άπειρα κάψαμε μηριά βοδιών στον Ποσειδώνα,
που το ταξίδι ήταν καλό. Την τέταρτη πια μέρα
στ’ Άργος οι ναύτες άραξαν του μαχητή Διομήδη
τα ισόμετρα καράβια τους. Μα εγώ στην Πύλο πήγα,
κι ούτε ποτέ σταμάτησε τ’ ολόπρυμο τ’ αγέρι
έτσι όπως το ‘στειλε απ’ αρχής ο Δίας να φυσήξει.»

Από την αφήγηση φαίνεται ότι τα πλοία του Νέστορα και του Διομήδη συμπλέουν, μέχρι που αράζουν και τα τελευταία αργίτικα (ήδη έχουν αποσπασθεί αυτά της ανατολικότερης Αργολίδας). Όμως, ο Νέστορας δεν καθυστερεί εκεί, πέραν κάποιου πιθανού αναγκαίου ανεφοδιασμού. Βιάζεται να συνεχίσει τον πλου, για να  εκμεταλλευτεί τον ούριο άνεμο που φυσάει ακόμα και αυτή η βιασύνη είναι αποτρεπτικός παράγοντας για την είσοδό του στο μυχό του Αργολικού, όπου, επίσης, το κλίμα δεν είναι καλό (ο άρχοντας του Ναυπλίου διακατέχεται από εκδικητική μανία, λόγω της θανάτωσης, στην Τροία, του γιού του Παλαμήδη για εσχάτη προδοσία). Στους στοίχους αυτούς, το όνομα Άργος δεν σημαίνει απαραίτητα μόνο την πόλη του Άργους, που άλλωστε δεν είναι παραθαλάσσια. Το όνομα Άργος στα ομηρικά έπη χρησιμοποιείται άλλοτε με την στενή έννοια, άλλοτε με ευρύτερη και άλλοτε με την ευρύτατη. Έτσι έχουμε: Άργος-πόλη, Άργος-συνολική επικράτεια των Αργείων, Άργος-Πελοπόννησος και Άργος-συνολική επικράτεια αυτών που εξεστράτευσαν στην Τροία.  Η Ασίνη ήταν ένα επίνειο των Αχαιών Αργείων. Μήπως, λοιπόν, ο Νέστορας περιγράφει κατάπλου πλοίων στον όρμο και τον ευρύτερο θαλάσσιο χώρο της Ασίνης; Είναι λογικό να προσήγγισε εκεί επ’ ολίγο και ο στόλος του για ανεφοδιασμό, αφού, όπως διαβάζουμε και στη Δ΄ ραψωδία, τα πλοία:

«τα ρίχνουν μες στο πέλαγο, νερό γλυκό όταν πάρουν»(9)

Όσο κι αν η Μυθολογία δεν είναι Ιστορία, σίγουρα σε αυτήν στηρίζεται.

Στο ίδιο λιμάνι, αιώνες αργότερα, θα παιχτεί η τελευταία πράξη ενός δράματος, του ξεριζωμού, τότε που οι Ασιναίοι για τη συμμαχία τους με τους Σπαρτιάτες έπεσαν στην εκδίκηση των εχθρών τους Δωριέων Αργείων. Βλέποντας οι υπερασπιστές πως η αντίστασή τους ήταν μάταιη, μπήκαν με τις οικογένειές τους στα πλοία και ξεκίνησαν να βρουν καινούργια χώρα να κατοικήσουν και να την κάνουν πατρίδα. Ακολούθησε η ολοσχερής καταστροφή ή μάλλον κατασκαφή της ανυπεράσπιστης πλέον πόλης.

Όμως η Ασίνη δεν θα παύσει ζώσα. Κάποιοι κάτοικοι απέμειναν, έχοντας καταφύγει σε ασφαλείς θέσεις της περιοχής ή σε άλλες γειτονικές, ενώ σίγουρα κάποιοι νέοι ήρθαν να κατοικήσουν, κατά κανόνα έτσι γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις. Η κ. BERIT WELLS(10) μας λέει:

«Ανακάλυψαν (οι FRODIN και PERSSON) περισσότερο ή λιγότερο συνεχή ίχνη ανθρώπινης παρουσίας (στην Ασίνη) από την πρώιμη εποχή του χαλκού ή την αρχή της τρίτης χιλιετίας π. Χ. ως την ύστερη αρχαιότητα, σχεδόν τον 4ο αιώνα μ. Χ.»

και δεν χωρά αμφιβολία ότι όσο εκεί υπήρχαν κάτοικοι ο λιμήν λίγο-πολύ λειτουργούσε.


Στους Μακεδονικούς χρόνους η Ασίνη γνωρίζει νέα ακμή. Μάλιστα επανατειχίζεται με τειχοδομία πολυγωνικού ρυθμού. Εμφανή ίχνη άφησαν και οι κάτοικοι των Ρωμαϊκών χρόνων. Τον πρώτο μεταχριστιανικό αιώνα η Ασίνη ήταν κωμόπολη. Όμως θα έρθει  και η ερήμωση της παραλίου περιοχής. Φαίνεται ότι μια πρώτη, παρενθετική, άρχισε μάλλον το δεύτερο μισό του 3ου μ. Χ. αιώνα, κατά τον οποίο το Αιγαίο γνωρίζει τις πειρατικές επιδρομές των Γότθων, οι οποίοι μάλιστα περνώντας το 267 από τις αργολικές ακτές λεηλάτησαν το Άργος. Μακρά ερήμωση έχουμε πολύ αργότερα, αιτία πάντα η έντονη πειρατική δραστηριότητα. Η ιστορία μας λέει ότι σε περιόδους με έντονες επιδρομές πειρατών οι κάτοικοι των παραλίων αποτραβιόνταν στα ενδότερα(11), σε πιο ασφαλή και αθέατα σημεία. Όμως, ακόμα και τότε, η θαλασσοπορία μπορεί να γνώριζε σημαντική ύφεση αλλά ποτέ δεν σταματούσε και ο όρμος αυτός εξακολουθούσε να εξυπηρετεί τις ανάγκες μιας περιοχής (έστω κι αν οι κάτοικοι είχαν πλέον αποτραβηχτεί στα ενδότερα, λίγο παρακάτω από το επιβλητικό κωνοειδές ύψωμα που κάποτε το είπαν Πιλάφι σήμερα το λέμε Αγιολιά). Στα διασωζόμενα οχυρώματα έγιναν κατά περιόδους έργα προσθετικά, ενώ, από τον Μιχ. Λαμπρυνίδη(12) έχουμε μια μαρτυρία – άμεση μπορώ να πω – για θαλάσσια συγκοινωνία μεταξύ Ναυπλίου, αρχαίας Ασίνης (που πλέον λέγεται Παλαιόκαστρο ή απλώς Καστράκι), νήσων και Πειραιώς, κατά την εδώ πρώτη οθωμανική περίοδο (1540-1686):

«… ἐγχώριος δέ ναυτιλία ἐκ μικρῶν πλοίων διετήρει τήν ἀκτοπλοϊκήν συγκοινωνίαν μεταξύ τοῦ λιμένος Ναυπλίου καί τῶν ἐγγύς λιμένων τοῦ Ἀργολικοῦ κόλπου, τῶν νήσων καί τοῦ Πειραιῶς».

Για πολλούς αιώνες – πριν και μετά την εποχή αυτή – επικρατεί η ίδια κατάσταση στην ακτοπλοΐα. Οι κατακτητές άλλαζαν, όπως και η σύνθεση του πληθυσμού, όμως, από την άποψη που εδώ μας ενδιαφέρει, η ζωή κινείτο πάντα στο ίδιο πλαίσιο. Ίδια και απαράλλακτη συναντούμε την κατάσταση και μετά  την Ελληνική Επανάσταση, εποχή για την οποία έχουμε συγκεκριμένες γραπτές πληροφορίες. Έχουμε μάλιστα σε έγγραφο του 1828, από τα Αρχεία της Επαρχιακής Δημογεροντίας Ναυπλίου, μια αναφορά σε επιβατική δραστηριότητα:

Έγγραφο  27 Σεπτεμβρίου 1828 Α/Α 626 (περίληψις)
«ὑγιονοµεῖον Ναυπλίου. ἀναφέρει τήν ἔλλειψιν τοῦ πλοιάρχου Γιάννη Κλοῖσα καί τῶν ἐπιβατῶν, ὅτι ἀπό Τωλόν ἔφυγον καί διά ξηρᾶς ἦλθον εἰς Ναύπλιον.»(13)

Το έγγραφο αναφέρει τον όρμο με το όνομα του εκεί ευρύτερου θαλασσίου χώρου, όπως έχει επικρατήσει από το μεσαίωνα. Ακόμα δεν είχε γίνει η ταύτιση της αρχαίας Ασίνης, η  θέση της ήταν διαμφισβητούμενη και συνεπώς η ονομασία της δεν είχε αποκατασταθεί. Θα εξακολουθήσει να μην έχει πλήρως αποκατασταθεί και για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα μετά το 1851 που ο  ERNST  CURTIUS(14) έκανε την ταύτιση, όπως παρατηρούμε  στην επόμενη γραπτή μαρτυρία:

«Ἡ διά θαλάσσης συγκοινωνία τοῦ νομοῦ μετά τοῦ λοιποῦ κράτους, καί μετά τῶν ἐπαρχιῶν Ἑρμιονίδος καί Τροιζηνίας καί τῶν νήσων γίνεται διά τῶν ἀτμοπλοίων τῶν ἀτμοπλοϊκῶν ἑταιρειῶν […]. Εἰς τούς λιμένας δέ Τολοῦ, Κοιλαδίων, Ἑρμιόνης, Παλαιᾶς Ἐπιδαύρου καί Νέας Ἐπιδαύρου, Κόρφου τοῦ δήμου Σολυγείας, Ἁγίου Γεωργίου τῶν Μεθάνων, ἔνθα ὑπάρχουσι χωρία παράλια, ἡ συγκοινωνία γίνεται διά μικρῶν ἰστιοφόρων πλοίων»

γράφει ο Αντ. Μηλιαράκης(15) στη Γεωγραφία του (1886), ενώ σε άλλο σημείο του έργου του βλέπουμε ότι γράφοντας «λιμένα Τολού» εννοεί τον όρμο Ασίνης:

«Λιμήν ἀσφαλής έπί τῆς μεσημβρινῆς παραλίας, ἀλλ’ ὡς ἐκ τῆς θέσεώς του νῦν, πόρρῳ τοῦ Ναυπλίου κείμενος, ἄχρηστος, εἶνε τό Δρέπανον, ἔνθα παράκειται τό χωρίον τοῦ Χαϊδαρίου […]. Ὑπάρχουσι δέ πρός τήν μεσημβρινήν παραλίαν ὁ ὁρμίσκος τοῦ Τολοῦ, λιμήν τῆς ἀρχαίας Ἀσίνης, καί ὁ μέγας ἔρημος κόλπος τοῦ Βουρλιᾶ …»

Το 1906 μετονομάζεται σε Ασίνη το πλησίον κεφαλοχώρι Τζαφέραγα, το πλέον παραδοσιακό χωριό της περιοχής, καταφύγιο των κατοίκων της παραλίας σε πολύ παλιά χρόνια, όταν αυτοί αποτραβήχτηκαν στα ενδότερα σε περίοδο με έντονες επιδρομές πειρατών. Πρόκειται δηλαδή για συνέχεια της αρχαίας Ασίνης, ή πιο σωστά τη γνωστή από την ομηρική εποχή Ασίνη που άλλαξε τοποθεσία μέσα στο χρόνο. Το 1912, με τη διάλυση των βαυαρικών δήμων ιδρύεται η κοινότητα Ασίνης, συμπεριλαμβάνουσα στα όριά της τον αρχαιολογικό χώρο μαζί με τον όρμο και την περιοχή μέχρι και πέρα από το Λιθάρι του Μυλωνά. Θα ακολουθήσουν οι μεγάλες σουηδικές ανασκαφές που «την Ασίνην ανήγαγον από το 1922 εις περιωπήν» και συνέτειναν στην πλήρη αποκατάσταση του πανάρχαιου και πανέμορφου ονόματος. Όρμος Ασίνης θα λέγεται πλέον το εδώ «βαθύ» του Ομήρου, αρκετά πριν κλείσει και ο τελευταίος ως τώρα κύκλος λιμενικής δραστηριότητας.

Τις γραπτές αυτές πληροφορίες επιβεβαιώνουν και συμπληρώνουν οι προφορικές, που ξεκινούν επίσης τον 19ο αιώνα, αλλά φυσικά προχωρούν χρονικά πιο πέρα, μέχρι και το πρόσφατο παρελθόν και μαζί με κάποιες άλλες σποραδικές γραπτές του 20ου που είχα τη δυνατότητα ή την τύχη να εντοπίσω, μας δίνουν μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα. Μας λένε ότι: στο Καστράκι υπήρχε Σκάλα μεγάλη. Προσήγγιζαν εκεί Υδραίικα, Σπετσιώτικα κ. ά. πλοία που διενεργούσαν μεταφορές μεταξύ ανατολικών ακτών της Πελοποννήσου, Κυκλάδων (κυρίως Σύρου), Ευβοίας και Πειραιά. Οι κοντινές μεταφορές αλλά και κάποιες από τις μακρινές γίνονταν από Τολιανά αλλά και Χαϊνταριώτικα μικρά σκάφη. Με τα πλεούμενα αυτά προωθείτο η ντόπια παραγωγή προς διάφορες κατευθύνσεις – κυρίως Σύρο και Πειραιά και από εκεί περαιτέρω – ενώ επίσης στο Καστράκι ξεφορτώνονταν τα διάφορα εφόδια που εισήγοντο εδώ. Εκτός των περιπτώσεων των οποίων γίνεται στη συνέχεια ειδική μνεία, έχουμε συγκεκριμένες μαρτυρίες για εισαγωγές:

-  Λαδιού, σιταριού, άχυρου από τη Μονεμβάσια όταν η εδώ παραγωγή ήταν μειωμένη.


- Ασβέστου και κάρβουνου από τα καμίνια που γι’ αυτό το λόγο ήταν εγκατεστημένα  κοντά στις ακτές (έχουμε πλήθος τοπωνυμίων: Καμίνι και Καμινάκι σε παράκτια σημεία).


- Ευαίνινων πασσάλων για τις περιφράξεις καθώς και νεαρών αγριελιών που τα συγκέντρωναν Τολιανοί από τα κοντινά μας νησιά Ψηλή και Πλατειά, αντίστοιχα, που ήταν κατάφυτα η μεν Ψηλή από βένια, η δε Πλατειά από αγρίλια (για τα τελευταία φρόντιζαν τα κοτσύφια).


- Κοπριάς από τα Χάνια του Πειραιά.


- Δενδρυλλίων μανταρινιάς και άλλων εσπεριδοειδών από την Κάρυστο.

Ο πατέρας μου διηγείτο: «Κάποτε άκουσα τον Ανδριανό Μπούκουρη από το Χαϊντάρι που έλεγε ότι: ο Γιώργης του Πέτρου (Καλλιάνος) από το Τζαφέραγα, ο Φελέκουρας από το Χαϊντάρι και κάποιος τρίτος, φέρανε από την Κάρυστο τις πρώτες μανταρινιές, γύρω στα 1900, με το πανί και τα κουπιά. Τις φέρανε για τον ιερέα του Τζαφέραγα Παντ. Μηναίο, ο οποίος τις φύτεψε σε κτήμα του στην Δραγασούρα».

Επίσης, στην εφημερίδα «ΠΡΟΟΔΟΣ ΑΣΣΙΝΗΣ» της 5ης  Δεκεμβρίου 1921 υπάρχει η αγγελία:

«Οἱ ἔχοντες ἀνάγκην ἑσπεριδοειδῶν δένδρων, ἤτοι πορτοκαλεῶν, μανδαρινεῶν, λεμονεῶν κ. λ. π. ἐκ Καρύστου νά εἰδοποιήσῃ τά γραφεῖα μας μέχρι τέλους τοῦ μηνός προκειμέννου ν’ ἀναχωρήσῃ ἐκ Τολοῦ τό μέγα ἱστιοφόρον τοῦ Ἐμμ. Μπόμπα πρός παραλαβήν τοιούτων»

Όλα αυτά ξεφορτώνονταν στον όρμο Ασίνης, ενώ, ακόμα και τα αλιεύματά τους έβγαζαν εδώ συχνά οι Τολιανοί ψαράδες, για να τα προωθήσουν ευκολότερα στην ντόπια αγορά (με τις τότε διαβάσεις, σε συνδυασμό με τη μορφολογία του εδάφους και τα τότε μεταφορικά μέσα, ήταν δύσκολες αν όχι αδύνατες οι συστηματικές μεταφορές από Τολό διά ξηράς).

Κοντά στο μεγάλο βράχο (Λιθάρι της Νυχτερίδας) στην ανατολικά πλευρά του όρμου Ασίνης, λειτουργούσε μαγαζί που η διαρκής ναυτική κίνηση του εξασφάλιζε πελατεία χειμώνα-καλοκαίρι, μέρα-νύχτα. Το θυμήθηκε ο Μπαρμπατάσος ο Κρασόπουλος (Αν. Ι. Ορφανός) που πέθανε σχεδόν αιωνόβιος προ ετών (πήγαινε εκεί με τον πατέρα του σε παιδική ηλικία) και τελευταίος ιδιοκτήτης του ήταν κάποιος Κων/νος Τσίρος από την Ασίνη (τότε ακόμα Τζαφέραγα).

Εκεί ή σχεδόν εκεί που βρίσκεται σήμερα το μαγαζί της εκκλησίας, υπήρχε παλιά πυργοειδές κτίσμα. Σ’ αυτό κατοικούσε μια γυναίκα την οποία συντρόφευαν διερχόμενοι ναυτικοί και περιβολαρέοι, «ο πύργος της Ψω…..ς», έλεγαν.

Σε μικρή απόσταση από το Λιθάρι της Νυχτερίδας, εξέχει από την επιφάνεια της θάλασσας ένας άλλος βράχος, μικρός, που από το σχήμα του τον λένε Κουτσουράκι. Ακόμα πιο πίσω υπάρχει σημείο που ονομάζεται Κλειδέρα. Τόσο το Κουτσουράκι όσο και η Κλειδέρα ήταν σημεία πρόσδεσης σκαφών. Αυτό φέρνει στο νου τον Όμηρο που, αναφερόμενος σε κάποιο λιμάνι, λέει ότι εκεί υπήρε μια τρύπια πέτρα για να δένουν τα πλοία (Οδύσσεια Ν77). Ένα τέτοιο «ομηρικό» λιμάνι ήταν και ο όρμος Ασίνης, ακόμα και στον εικοστό μ. Χ. αιώνα, όσο λειτούργησε.

Στην εφημερίδα «ΠΡΟΟΔΟΣ ΑΣΣΙΝΗΣ» της 10ης  Απριλίου 1922, αναφέρεται ο θάνατος ενός Ασιναίου που εμπορευόταν θαλασσοπορώντας. Καθώς διηγείται η εγγονή του και μητέρα μου Αλεξάνδρα, στο πατρικό της είχε ακούσει την σχετική ιστορία, σύμφωνα με την οποία: Ο παππούς της Κυριάκος Δαμιανός έκανε εμπόριο στον Αργοσαρωνικό με αφετηρία τον όρμο Καστρακίου. Φόρτωνε εμπορεύματα από την περιοχή μας σε ένα πλοιάριο και σε κάθε παράκτιο  οικισμό πλέοντας μέχρι τον Πειραιά, καθώς και κατά τη επιστροφή, έκανε εμπόριο προμηθευόμενος και εμπορεύματα από κάθε σταθμό. Επιστρέφοντας στο Καστράκι, κάποτε έφερε «ένα μεγάλο κοφίνι με πανί ραφτό αποπάνω, γεμάτο λεφτά χάρτινα και φυσέκια». Ήταν απόγονος εμποροναυτικής οικογένειας με υδραίικη καταγωγή. Στον εκλογικό κατάλογο της Ασίνης του 1867 αναφέρεται Ιωάννης Δαμιανός του Δαμιανού ετών 79, πλοίαρχος. Το στοιχείο αυτό δίνει μεγαλύτερο ιστορικό βάθος στην εμποροναυτική δραστηριότητα της οικογένειας, της οποίας σε κάποιο βαθμό τελευταίος συνεχιστής υπήρξε με τον τρόπο του ο παππούς μου Δαμιανός.

Το 1922 μεταφέρθηκαν εδώ με πλοία τα εφόδια της σουηδικής αρχαιολογικής αποστολής, που ήρθε να ανασκάψει την αρχαία Ασίνη. Φυσικά η εκφόρτωσή τους όπως βλέπουμε και στην φωτογραφία έγινε στον όρμο Ασίνης.


Στη δυτική πλευρά του λιμανιού το βάθος είναι αρκετό, τόσον ώστε, το 1926 πλοίο που μετέφερε τον Θεόδωρο Πάγκαλο σε κάποια φάση της επίσκεψης είχε πλησιάσει έξω-έξω. Επρόκειτο για επίσημη επίσκεψη του δικτάτορα, ο οποίος απεβιβάσθη στην αρχαία Ασίνη και ξεναγήθηκε στο χώρο των ανασκαφών. Φωτογραφία από την αποβίβαση του Θ. Πάγκαλου έχει δημοσιευτεί από τον AXEL WPERSSON στο βιβλίο του: “ASINE DE SVENSKA UTGRAVNINGARNA” ΣΕΛ. 43, όπου ο συγγραφέας διηγείται (σε μετάφραση Σταύρου Ζαμπέτα):

«Ακριβώς έξω από το παλαιό λιμάνι τρία τορπιλοβόλα έχουν αγκυροβολήσει. Ο Πάγκαλος μαζί με την ακολουθία του […] μόλις έχουν βγει στην παραλία από τη μικρή αποβάθρα που είχαμε κατασκευάσει την προηγουμένη ημέρα με πέτρες σανίδες και κιβώτια […]. Όταν η μικρή λέμβος με το δικτάτορα και τους ακόλουθούς του προσήγκισε την αποβάθρα και ο  FRODIN χαιρέτισε  τους σπουδαίους επισκέπτες, ο παπάς της Ασίνης αίφνης ήρθε μπροστά. Με πλήρη αμφίεση και με τα μακριά καστανόμαυρα γένια του καλοπλυμένα και χτενισμένα, με την ευκαιρία ύψωσε το χέρι του υπεράνω της κεφαλής του Πάγκαλου και τον ευλόγησε. Ο Πάγκαλος συγκινημένος τον ευχαρίστησε. Ο παπάς υποκλίθηκε και απάντησε: τίποτα, τίποτα…»

Το 1941, μια ημέρα πριν φτάσουν εδώ οι Γερμανοί, στο ίδιο σημείο του λιμανιού προσήγγισε βρετανικό πλοίο για να παραλάβει στρατιώτες του συμμαχικού στρατού που υποχωρούσε. Αυτόπτης ο πατέρας μου, όταν ένα Στούκας ξεπρόβαλε πάνω από τη Ρόβη και έβαλε πυρ. Επίσης, επιζώντες Ασιναίοι που έζησαν τα γεγονότα, σε συνεντεύξεις τους που έχω στη διάθεσή μου από τη συμμετοχή μου σε σχετική έρευνα, μαρτυρούν ότι: μέχρι την τελική επικράτηση των Γερμανών στην πεισματώδη μάχη (27 Απριλίου 1941) που έγινε μέσα στον οικιστικό ιστό της σημερινής κώμης Ασίνης και στον κεντρικό δρόμο προς το Καστράκι μέχρι τη θέση Δραγασούρα,  έτερο πλοίο παρελάμβανε στρατιώτες στον ανατολικό όρμο Ασίνης, απέναντι από το σημερινό κάμπινγκ «Καστράκι», καθώς και κάποια πλοία αρόδου, ανατολικά της νήσου Ρόβης μέχρι τον Κάβο Ασίνης, δεδομένου ότι δυτικότερα να νερά είναι αβαθή και δεν προσφέρονταν για την επιχείρηση αυτή.

Η τελευταία γραπτή πληροφορία που έχω στη διάθεσή μου, είναι από το Ημερολόγιο του παππού μου Ηλία, που αναφέρει μια σειρά από φορτώσεις μανταρινιών σε βενζινόπλοια, στο ίδιο λιμάνι (κάτι που επιβεβαίωσε και ο πατέρας μου), στο λιμάνι της Παναΐτσας – να και μια άλλη ονομασία του, προερχομένη από το ναό της Κοίμησης που ευρίσκεται μέσα στο αρχαίο κάστρο της Ασίνης – με προορισμό τον Πειραιά ως εξής:

                                                «Φόρτωσις Βενζινοπλοίων

             1941

             Δ/βρίου 20                 Βενζινόπλοιον Πέτρου Ψαρού
                                               βάρκα φορτώσεως Εμμανουήλ Λέκα
                                               βαρκαρδιάτικα                 3.528

             Δ/βρίου 21                 Βενζινόπλοιον Ευαγγ. Παπαδάκη
                                               βάρκα Νικ. Καταγά
                                               βαρκαρδιάτικα                 7.277

             Δ/βρίου 24                 Βενζινόπλοιον Πέτρου Ψαρού
                                               βάρκα Νικ. Καταγά
                                               βαρκαρδιάτικα                 6.017

             1942

            Ιανουαρ. 10                Βενζινόπλοιον Ευαγγ. Παπαδάκη
                                               βάρκα αδελφών Σκορδούλη
                                               βαρκαρδιάτικα                 1.060»

Η μεταφορά του φορτίου από το περιβόλι στο λιμάνι είχε γίνει με ζώα.

Και ενώ οι γραπτές μαρτυρίες σταματούν το 1942, εξακολουθούν οι προφορικές και για τη δεκαετία του 1950. Μια από αυτές διηγείται κάποιο χονδροειδές αστείο που έγινε, όταν δυο Ασιναίοι μετέφεραν από το Καστράκι στον Πειραιά: ο μεν τις ντομάτες του, ο δε τα καρπούζια του. Ο πρώτος, επιρρεπής σε τέτοιου είδους αστεία, τρύπησε με το σουγιά του τα καρπούζια του άλλου. Μια άλλη μας λέει ότι ο Ευάγγ. Γ. Χριστόπουλος μεταξύ 1956 και 1958 ξεφόρτωσε στο Καστράκι ένα πολυάριθμο κοπάδι αρνιά, που μετέφερε εδώ από την Τσακωνιά για από κοινού εκμετάλλευση με κάποιο Τσελιώτη που θα τα βοσκούσε.

Ασφαλώς οι συγκεκριμένες περιπτώσεις που αναφέρονται εδώ δεν είναι οι μόνες. Είναι ενδεικτικές και συγχρόνως από τις πλέον αξιομνημόνευτες, μέσα στο πλήθος γνωστών ή λησμονημένων περιπτώσεων.

Τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα οι συνθήκες άλλαξαν. Οι λόγοι που επέβαλαν τη λειτουργία του λιμανιού, ένας-ένας εξέλειπαν. Πρέπει να αναφερθεί ότι από την εποχή των μεγάλων σουηδικών ανασκαφών έχουμε κιόλας τον πρώτο σοβαρό αρνητικό παράγοντα στη λειτουργία του λιμανιού: Οι Σουηδοί έριξαν μεγάλο όγκο από τα χώματα των ανασκαφών στο χώρο: από το αρχαίο τείχος μέχρι το σημερινό μαγαζί της εκκλησίας και τον κύριο δρόμο της περιοχής. Έτσι, αλλοίωσαν το τοπίο μπροστά από τον όρμο – πράγμα ανεπίτρεπτο, δηλαδή αντιεπιστημονικό, για αρχαιολόγους – καταργώντας έτσι την ομαλότατη κατωφέρεια από τη στροφή του δρόμου μέχρι το κυμοθάλασσο και δημιουργώντας στη θέση της σοβαρότατη – για τη λειτουργία του λιμανιού – ανωμαλία εδάφους(16). Το αληθές των ανωτέρω αποδεικνύουν φωτογραφίες προγενέστερες των ανασκαφών. ‘Όμως, αν και τραυματισμένο – και μάλιστα από αυτούς που όφειλαν να προστατεύσουν ένα από τα σημαντικότερα λιμάνια της αρχαιότητας – είδαμε ότι εξακολούθησε να προσφέρει τις υπηρεσίες του όποτε χρειάστηκε και περιμένει να τις προσφέρει και πάλι όποτε – περιστασιακά έστω – χρειαστεί. Εν τω μεταξύ, εδώ και χρόνια τώρα, πλοία δεν μπαινοβγαίνουν πλέον σ’ αυτό. Μόνο κανό, θαλάσσια ποδήλατα ή το πολύ-πολύ η βάρκα κανενός ερασιτέχνη ψαρά λικνίζονται στα νερά του. Ο όρμος και η γύρω περιοχή εξελίχθηκαν, κυρίως, σε ρομαντικό χώρο αναψυχής. Πολλοί επώνυμοι Έλληνες και ξένοι υπήρξαν εραστές του και πολλά σχετικά θα μπορούσαν να γραφούν. Όμως, αυτό είναι θέμα μιας άλλης εργασίας…
----------------------- 
Δημοσίευσή μου στα ΝΑΥΠΛΙΑΚΑ ΑΝΑΛΕΚΤΑ VI, έτους 2007, έκδοση του δήμου Ναυπλιέων, εμπλουτισμένη με νεότερα στοιχεία.     

Ηλίας Κ. Μηναίος 


ΑΛΛΕΣ ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ – ΣΧΟΛΙΑ – ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

1. MAPROUST, «Ένας χειμώνας στην Αθήνα του 1857» εκδ. «ΕΙΡΜΟΣ».


2. Μελετίου «Γεωγραφία Παλαιά και Νέα», τόμ. Β΄. σελ. 426. 3.


3. Δημητρίου Αργείτη, «Η Αργοναυπλία», Ναύπλιον 1957.


4. «Ήδη από την 7η χιλιετία π. Χ., όπως έδειξαν οι ανασκαφές του καθηγητού JACOBSEN στο προϊστορικό σπήλαιο Φράχθι της Αργολίδος, τα πρώτα πλοιάρια αυλάκωναν το Αιγαίο» («ΝΑΥΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ» τόμ. 1, τεύχ. 6, 1988, Χαράλαμπου Κριτζά: «Υποβρύχια αρχαιολογία στην Ελλάδα»).


5. Γιάννου Λώλου, «Ύστερη Κυπρο-Μυκηναϊκή ναυσιπλοΐα», στην αγγλική γλώσσα, από το συμπόσιο με θέμα: «Κύπρος  και θάλασσα», που έγινε στη Λευκωσία  25 & 26 Σεπτ. 1993, σε δική μου μετάφραση.


6. Γιάννου Λώλου, περίληψη του ανωτέρω στην ελληνική γλώσσα.


7. Τάσου Τζαμτζή: «Μέσα φορτοεκφορτώσεως και συσκευασίας στον αρχαίο κόσμο», «ΝΑΥΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ», τόμ. 1,      τεύχ. 6, 1988.


8. Αλκιδάμαντος, «Οδυσσεύς κατά Παλαμήδους προδοσίας».


9. ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ (Γ173-194 και Δ363) μετάφραση Ζήσιμου Σιδερή ΟΕΔΒ εκδ. ΚΑ΄ 1992 Αθήνα.


10. BERIT WELLS, «Η ζωή γύρω από μια ανασκαφή/Ασίνη (Καστράκι) 1922-1930», Αθήνα Σεπτέμβριος 1998.


11. Την αδυναμία ύπαρξης παραλίων οικισμών όποτε υπήρχε έξαρση της πειρατικής δραστηριότητας επισημαίνει και ο Αντ. Μηλιαράκης(15), αναφερόμενος στα μέρη της Επιδαυρίας: «Ἡ κωμόπολις αὕτη τῆς Πιάδας, ἡ μνημονευομένη κατά τήν μεσαιωνικήν ἱστορίαν τῆς Ἑλλάδος, θά ἦτο τό μόνον πολυπληθές οἰκητήριον τῶν μερῶν τούτων κατά τόν μέσον αἰῶνα, μή οὔσης δυνατῆς τῆς ὑπάρξεως κώμης παραλίας παρά τήν ἀρχαίαν Ἐπίδαυρον ἕνεκα τῶν πειρατῶν».


12. Μιχαήλ Γ. Λαμπρυνίδου, «Η ΝΑΥΠΛΙΑ», έκδ. Β΄ Αθήναι 1950, τύπ. Κλεισιούνη, σελ. 97.


13. "Το Αρχείο της Επαρχιακής Δημογεροντίας Ναυπλίου (1828-1829)", Υπουργείο Παιδείας Έρευνας και Θρησκευμάτων/Γενικά Αρχεία του Κράτους/Αρχεία Νομού Αργολίδας, επιμέλεια Δημήτρης Χ. Γεωργόπουλος, Ναύπλιο 2015.


14. ERNST  CURTIUS «PELOPONNESOS, EINE ISTORISCHE-GEOGRAPHISCE BESCHREIBUNG DER HALBINSEL. GOTHA 1851».


15. Αντωνίου Μηλιαράκη, «Γεωγραφία πολιτική νέα και αρχαία του νομού Αργολίδος και Κορινθίας»,  εν Αθήναις 1886, σ. 15-16, 66-67, 96-97.


16. Το ίδιο ακριβώς έκαναν και μπροστά από τον άλλο, τον δευτερεύοντα ορμίσκο, στην ανατολική πλευρά του κάστρου (αναφορά στους δυο όρμους κάνει και ο Δ. Αργείτης(3), γράφοντας: «Οἱ δύο ὅρμοι τῆς Ἀσίνης τήν καθίστων ἀπαραίτητον προπύργιον ἐναντίον τῶν ἀπό θαλάσσης ἐπιδρομῶν πρὀς τήν Ἀργολικήν πεδιάδα…»). Άλλωστε, γι’ αυτό οι πόλεις που είχαν λιμενικό χαρακτήρα χτίζονταν συνήθως σε ακρωτήρια, για να υπάρχει, ανάλογα με τους ανέμους, δυνατότητα προσόρμισης και προστασίας. Και ένα τέτοιο μικρό ακρωτήριο είναι ο τόπος που κτίστηκε η αρχαία Ασίνη, εξ ου και η ονομασία Μύτικας ή απλά Κάβος του ακρωτάτου σημείου του.
       
        ΑΛΛΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

        Αντλήθηκαν από τις υπ’ αριθμ. 3, 5, 7, 10, 12, ανωτέρω πηγές, καθώς και από:
  • Άρθρο Δήμητρας Κουντή στην εφημ. «Η Καθημερινή» της Κυριακής 21 Φεβρ. 1993 σελ. 25, περιέχον τα στατιστικά στοιχεία για το ελληνικό ιστιοφόρο ναυτικό του 1856.
  • Εφημ. «Η Καθημερινή», ένθετο «Επτά ημέρες», Κυριακής 20 Ιουν. 1993 σελ. 5-6, Χριστίνας Αγριαντώνη: «Η πρώτη βιομηχανική πόλη».
  • Γεωργίου Ρούσσου, «ΝΕΩΤΕΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ 1826-1974», τόμ. Α΄, σελ. 282, εκδ. Ελληνική Μορφωτική Εστία, Αθήναι 1975.
  • «Ιστορία Εικονογραφημένη» τεύχ. 251, Μάιος 1989, σελ. 31-34, Χριστίνας Π. Στρατηγοπούλου: «Η ληστεία στην μετεπαναστατική Ελλάδα».
  • «Το Πρωτοελλαδικό ναυάγιο του Δοκού», Γιώργος Παπαθανασόπουλος, Γιάννης Βήχος, Γιάννος Λώλος.
  • Κων/νου Θ. Συριόπουλου, «Η Προϊστορία της Πελοποννήσου» εν Αθήναις 1964.
  • Εφημ. «Η Καθημερινή» Κυριακής 20 Σεπτεμβρίου 1998, «Ιστορίες από το παρελθόν».
  • Βαγγέλη Πανταζή: «Ομηρική γεωγραφία και Ομηρική εποχή», σελ. 255 «Το Άργος στα Έπη», εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1996.
  • Εγκυκλοπαίδεια Γιοβάνη έκδ. 1982, λήμμα Ασίνη.
ΕΙΚΟΝΕΣ

1. Ο όρμος Ασίνης σε καρτ ποστάλ των μέσων της δεκαετίας του 1920, από το αρχείο μου. Ταχυδρομήθηκε το 1953 και απετέλεσε το έναυσμα για τη συγγραφή του παρόντος.


2. Απεικόνιση πλοίου πάνω σε Υστερομυκηναϊκό αγγείο που ευρέθη στην Ασίνη, από την παρουσίαση του  κ. Γιάννου  Λώλου στο συμπόσιο με θέμα: «Κύπρος και θάλασσα» που έγινε στη Λευκωσία το 1993.


3. Ο ανατολικός προμαχώνας του πολυγωνικού τείχους της Ασίνης, φωτογραφία δικής μου λήψης του 2018.


4. Εκφόρτωση εφοδίων της σουηδικής αρχαιολογικής αποστολής του 1922 στον όρμο Ασίνης. Φωτογραφία από το αρχείο του προ ετών αποβιώσαντος Κυριάκου Ορφανού, του οποίου ο πατέρας παπα-Αναστάσης, ιερέας της Ασίνης, διατηρούσε αλληλογραφία με τον τότε διάδοχο της Σουηδίας Γουσταύο που συμμετείχε στην αποστολή.


5. Ο όρμος Ασίνης σε έγχρωμη φωτογραφία, από το ημερολόγιο έτους 1985 του πάλαι ποτέ «Πολιτιστικού Μορφωτικού Συλλόγου Ασίνης». Φωτογραφία Αναστασίου Ορφανού του Κυριάκου.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.