(Είναι το παραμύθι που μου έλεγαν ο παππούς
Ηλίας με τη γιαγιά Κατίνα και εγώ με τη σειρά μου το μετέδωσα στα παιδιά μου.
Πάντα ήθελα να το κάνω πιο γνωστό διότι πρόκειται για τοπικό παραμύθι ή
τουλάχιστον τοπική παραλλαγή του, της Ασίνης της παλιάς εποχής. Έτσι, αποφάσισα
να το παρουσιάσω εδώ, χωρίς βέβαια να διεκδικώ λογοτεχνικές δάφνες).
Ο ΖΕΥΓΟΛΑΤΗΣ
Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε σε μια
άκρη του χωριού μας, στους πρόποδες του Αγιολιά, ένας ζευγολάτης με την οικογένειά
του. Καθημερινά έζευε τα ζώα του- ένα μουλάρι λίγο τεμπέλικο και ένα γαϊδαράκο-
για να τραβούν το αλέτρι και όργωνε τα ξένα χωράφια. Κάποια μέρα το μουλάρι το
είχε παρακάνει με την τεμπελιά του, έκανε μερικά βήματα και σταματούσε. Ο
ζευγολάτης το τσίγκλαγε με το καμουτσίκι, περπατούσε πάλι μερικά βήματα και
σταματούσε, καθόλου δεν είχε όρεξη για δουλειά. Έτσι νευριασμένος που ήταν του
έριχνε και καμιά καμουτσιά στα πισινά, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Τότε άρχισε να το
φοβερίζει:
- Ο κακός λύκος να σε φάει!
Αφού αυτό επαναλήφθηκε κάμποσες φορές,
ακούει πίσω του μια φωνή να του λέει:
- Ζευγολάτη
ήρθα!!!
Γυρίζει, βλέπει έκπληκτος τον κακό
λύκο και τον ρωτάει σαστισμένος:
- Και,
και τι θέλεις από μένα;
- Το
τάμα!
Κάνοντας πως δεν καταλαβαίνει τον ξαναρωτάει:
- ποιο
τάμα;
- Το
τάαααμα! Δεν μου έταξες το μουλάρι
για να το φάω;
του ξαναλέει με έμφαση ο λύκος και ο
φτωχός ο ζευγολάτης απαντάει διαμαρτυρόμενος:
- Μα
τι είναι αυτό που λες, δεν το εννοούσα, μόνο για φοβέρα το έλεγα.
- Δεν
ξέρω τίποτα, εγώ ήρθα για να πάρω το τάμα.
- Μα
δεν μπορεί να γίνει αυτό, το μουλάρι μου χρειάζεται για να βγάζω το ψωμί της
οικογένειάς μου.
- Δεν
ακούω τίποτα, εγώ ήρθα να πάρω το μουλάρι και θα το πάρω!
Ο ζευγολάτης έμεινε άφωνος, δεν ήξερε
τι άλλο να πει. Όμως, πάνω στην απελπισία του, ακούγεται από τα λίγο πιο ψηλά
του Αγιολιά μια φωνή να του λέει:
- Ζευγολάτη,
ζευγολάτη, τι είναι εκείνο!
Στρέφει και βλέπει μια αλεπού να του
δείχνει το λύκο.
Ο λύκος, για να μην του ζητήσει η
αλεπού μερτικό από το άλογο έκατσε ακίνητος και του λέει ψιθυριστά:
- Πες
της, ένα μαύρο κούτσουρο!
- Ένα
μαύρο κούτσουροοο.
Η πονηρή αλεπού που είχε καταλάβει τι
συνέβαινε, αφού προηγουμένως είχε παρακολουθήσει κρυμμένη όλη τη σκηνή,
συνεχίζει να του λέει και ο λύκος να ψιθυρίζει:
- Για
ρίξτο κάτω.
- Ρίξε
με, ρίξε με,
και ο ζευγολάτης τον ρίχνει κάτω.
- Για
βάλτο στο σακί.
- Βάλε
με, βάλε με,
και τον βάζει στο σακί.
- Για
δέστο καλά.
- Δέσε
με, δέσε με,
λέει ο κακός λύκος που ήταν και λίγο κουτός.
Ο ζευγολάτης δένει καλά το σακί και η
αλεπού συνεχίζει θριαμβευτικά:
- Και
τώρα ξερό ξύλο στα χέρια σου!!!
Πήρε τότε αυτός ένα γερό ξύλο και
άρχισε να κοπανάει το λύκο μέχρι που τον ξέκανε.
Εκεί όμως που αισθανόταν
ανακουφισμένος, ακούγεται πάλι η φωνή της
αλεπούς:
- Τώρα
τι θα μου δώσεις για το καλό που σου έκανα;
- Μα,
τι μπορώ να σου δώσω, είμαι φτωχός
άνθρωπος,
της απαντάει.
-
Έχεις κάτι κοτούλες στην αυλή σου.
- Τρεις
κοτούλες έχω, να γενούν κανένα αβγουλάκι για τα παιδιά μου, δεν τις δίνω.
- Θα
δεις τότε τι θα πάθεις,
τον απείλησε η αλεπού φεύγοντας.
Το άλλο πρωί ξυπνάει ο ζευγολάτης,
πάει να πάρει τα σύνεργά του για το όργωμα, αλλά δεν βρίσκει όλα τα εξαρτήματα.
Θυμήθηκε την απειλή της και κατάλαβε. Τη νύχτα είχαν κατέβει οι αλεπούδες από
το βουνό, πήραν τα σχοινιά, τις λαιμαριές και ότι άλλο μπόρεσαν να σηκώσουν και
τα πήγαν στη φωλιά τους. Περίλυπος κάθισε σε μια πέτρα και έκλαιγε. Πως θα
έθρεφε την οικογένειά του τώρα που δεν μπορούσε να κάνει τη δουλειά του; Τον
πλησιάζει τότε ο γαϊδαράκος και του λέει:
- Αφεντικό,
άσε με να βοηθήσω.
- Τι
μπορείς να κάνεις εσύ;
- Άσε
με να δοκιμάσω, έχω κάποιο σχέδιο.
- Πήγαινε,
να δούμε τι θα καταφέρεις.
Μια και δυο ο γάιδαρος αρχίζει να
σκαρφαλώνει στο βουνό και ύστερα από κάμποση ώρα βρίσκεται έξω από την
αλεπότρυπα. Ξαπλώνει εκεί, στο άνοιγμα, τεζάροντας τα πόδια του και περιμένει
παριστάνοντας τον ψόφιο. Έτσι όπως είχε ξαπλώσει, στη φωλιά μέσα σκοτείνιασε.
-
Μάλλον χαλάει ο καιρός, πάμε να δούμε,
λέει μια αλεπού στη φιλενάδα της και καθώς πλησιάζουν στην
είσοδο τις ρωτούν:
- Τι
βλέπουτε;
- Συνε-συνε
συνεφια, συνε-συνε ξαστεριά,
λέει η μια, καθώς έβλεπε την κοιλιά του γαϊδάρου που ήταν τόπους-τόπους
γκρίζα και τόπους-τόπους άσπρη.
- Συνε-συνε
συνεφιά, συνε-συνε ξαστεριά,
συμφωνεί και η άλλη.
- Για
να πάω και εγώ να δω,
λέει και μια γριά αλεπού, που ήτανε
πιο σοφή και βγήκε έξω από τη φωλιά.
- Μα
τι είναι αυτά που λέτε! Το γαϊδούρι του ζευγολάτη ψόφησε έξω από την τρύπα μας.
Ελάτε να το τραβήξουμε πιο πέρα να μη μας «φάει» η μπόχα.
Τραβάνε όλες μαζί, ακούνητος ο
γάιδαρος. Τότε σε μια αλεπού έρχεται μια ιδέα. Του φοράνε τη λαιμαριά και τα
άλλα εξαρτήματα, δένουν σε αυτά τα σχοινιά, δένονται και αυτές στις άλλες άκρες
και ξανατραβάνε. Ξαφνικά ο γάιδαρος σηκώνεται και αρχίζει να τρέχει στο
κατήφορο αφήνοντας και ένα θριαμβευτικό γκάρισμα. Έτσι δεμένες που ήταν τις
πήγε σούρια στο αφεντικό του.
Μάταια αυτές εκλιπαρούσαν το ζευγολάτη
να τις λυπηθεί. Μόλις αυτός συνήλθε από την έκπληξη για το κατόρθωμα του
γαϊδάρου, πήρε πάλι ένα ξύλο για ρόπαλο και τις… περιποιήθηκε. Την άλλη μέρα
πούλησε τα τομάρια τους στο παζάρι.
Το γάιδαρο αντάμειψε με επιπλέον σανό
για πολλές μέρες, του έδωσε και μια ημέρα αργία, την οποία φυσικά επωφελήθηκε
και το τεμπέλικο μουλάρι κι εκείνοι ζήσανε καλά και εμείς καλύτερα!
Ο παππούς μου Ηλίας Μηναίος (1895-1968) στο ρόλο του ζευγολάτη, οργώνοντας το περιβόλι του. Στο πλάι του η γιαγιά Κατίνα. |
Δημοσίευσή
μου στην ομάδα του fb: Η
Αργολίδα που έφυγε..... και πινελιές λαογραφίας στις 21 Ιουνίου 2019.
Ηλίας Κ. Μηναίος
Ηλίας Κ. Μηναίος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.